Οδοιπορικό στη «μαύρη τρύπα» της Ρώμης

Μια περιδιάβαση στη σκοτεινή πλευρά της Αιώνιας Πόλης: στο άντρο της μαφίας, τις πιάτσες των ναρκωτικών και τους δρόμους των ξεθωριασμένων ονείρων.
Στα ανατολικά περίχωρα της ιταλικής πρωτεύουσας, κοντά στο νεότερο πανεπιστήμιο της πόλης, το Τορ Βεργκάτα, ξεπροβάλλει από το τοπίο ένα «βουνό» από λευκό ατσάλι. Από απόσταση μπορεί κανείς να το περάσει για μια τεράστια τέντα τσίρκου κι αν επιστρατεύσει τη φαντασία, η εικόνα παραπέμπει στον σκελετό ενός πελώριου δεινόσαυρου. Είναι η ημιτελής στέγη του νέου κολυμβητικού κέντρου που σχεδίασε ο Σαντιάγο Καλατράβα. Για πολλούς είναι το απόλυτο σύμβολο της σύγχρονης Ρώμης, αλλά και της Ιταλίας: ένα επιβλητικό όσο και υπερφίαλο όραμα που έμεινε στη μέση και εσωκλείει όλες τις παθογένειες, τις αντιθέσεις, αλλά και τις ματαιώσεις.
Αυτό πιστεύει κι ο Μάρκο Κάρτα, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Il Messaggero», που ανέλαβε να μας ξεναγήσει στη «σκοτεινή» πλευρά της Αιώνιας Πόλης. Εκείνη την πλευρά που οι τουρίστες που πετάνε στριμωγμένοι κέρματα στην Φοντάνα ντι Τρέβι, που κατακλύζουν το Κολοσσαίο, την Πιάτσα ντι Σπάνια, ή την πλατεία Αγίου Πέτρου, που τρώνε στις τρατορίες και βολτάρουν στο Τραστέβερε, δεν βλέπουν, δεν υποψιάζονται αλλά ούτε και «καίγονται» να γνωρίσουν.
Σημείο εκκίνησης είναι το Ινστιτούτο Έντσο Φεράρι στην Τσινετσιτά, όπου έχουν μόλις ολοκληρωθεί οι εργασίες της πρώτης μέρας για το Φεστιβάλ Restart 2018. Είναι ένα φεστιβάλ δημιουργικότητας, που φιλοξενείται στο συγκεκριμένο εκπαιδευτήριο επειδή έχει μετατραπεί σε μια πρότυπη Λαϊκή Ακαδημία ενάντια στη μαφία: ένα κοινωνικό και πολιτιστικό εργοστάσιο σ’ ένα σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Ο καλός άνεμος που μας έφερε ως εκεί είναι το εγχείρημα «Freiraum» (Ελεύθερος χώρος) του Ινστιτούτου Γκαίτε, που «ακύρωσε» την απόσταση μεταξύ Λευκωσίας και Ρώμης ενώνοντας το Πολιτιστικό και Ερευνητικό ίδρυμα ARTos με το οργανισμό daSud. Ο οργανισμός αυτός προτείνει μια νέα αφήγηση σχετικά με τη μαφία, προάγοντας τα αστικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Ακούγοντας για «ιταλική μαφία» το μυαλό μας πηγαίνει πρώτα στην Κόζα Νόστρα της Σικελίας, την Καμόρα της Νάπολης ή την Ντραγκέτα της Καλαβρίας. Όμως κι η Ρώμη δεν έχει πολλά να... ζηλέψει από τα συνδικάτα του εγκλήματος του ιταλικού νότου. «daSud» σημαίνει «από τον Νότο» και οι εμπνευστές του οργανισμού τον ίδρυσαν το 2005 στην Καλαβρία, ωστόσο από το 2009 η έδρα είναι στη Ρώμη απ’ όπου αναπτύσσει ποικίλη και έντονη δραστηριότητα με εκδόσεις, συμπαραγωγές ντοκιμαντέρ, θεατρικές παραστάσεις, μουσικά πρότζεκτ, εκστρατείες ενημέρωσης και εκπαιδευτικά εργαστήρια.
Η Τσινετσιτά δεν έχει επιλεγεί τυχαία για τη λειτουργία της Λαϊκής Ακαδημίας. Η περιοχή στην οποία λειτουργούσε κάποτε το διάσημο κινηματογραφικό στούντιο, που το Χόλιγουντ έτρωγε τη σκόνη του, βρίσκεται στα νοτιοανατολικά περίχωρα της Ρώμης. Σε όλη αυτή την υποβαθμισμένη περιφέρεια, όχι μακριά από το σημερινό θεματικό πάρκο της «Κινηματογραφούπολης», εκτείνεται και εδράζεται το βασίλειο της ρωμαϊκής μαφίας.
Το οργανωμένο έγκλημα στην περιοχή έχει βρει τρόπο να ελέγχει πολιτικούς κι έχει βάλει φυσικά χεράκι τόσο στην ανέγερση νομαδικών και προσφυγικών καταυλισμών, στην επιστράτευση μεταναστών και νομάδων σε παράνομες δραστηριότητες, όσο φυσικά και στην ακραία εργασιακή τους εκμετάλλευση.
Ρομανίνα
Η μέρα που στη Ρώμη έβρεξε ροδοπέταλα. Έτσι θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία, για όλους τους λάθος λόγους, μια ηλιόλουστη μέρα στις 20 Αυγούστου του 2015 όταν πάνω από την εκκλησία Σαν Τζοβάνι Μπόσκο, στην περιοχή της Τσινετσιτά εμφανίστηκε ένα ελικόπτερο που έρανε με ροδοπέταλα το φέρετρο, το οποίο μετέφεραν μέλη της οικογένειας του μακαρίτη για την κηδεία. Η τελετή έδωσε μια νέα διάσταση στην έννοια του κιτς. Το φέρετρο έφτασε στον ναό με πολυτελή ιππάμαξα, μαύρη με χρυσές λεπτομέρειες. Στην είσοδο του ναού τοιχοκολλήθηκαν αφίσες με τον αποδημήσαντα ντυμένο σαν Πάπα. Στη μία είχε από κάτω το Κολοσσαίο και τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου και παρακάτω τη φράση «RE DI ROMA» (βασιλιάς της Ρώμης). Στην άλλη γιγαντοαφίσα κυριαρχούσε η φράση «κατέκτησες τη Ρώμη, τώρα θα κατακτήσεις και τον παράδεισο». Το συγκεντρωμένο πλήθος θρηνούσε για τη «μεγάλη απώλεια», ενώ μια βαλκανικού τύπου μπάντα με χάλκινα έπαιζε επίμονα το πασίγνωστο θέμα του Νίνο Ρότα από τη θρυλική ταινία του Κόπολα «Ο Νονός».
Ο νεκρός ήταν ο 65χρονος αρχιμαφιόζος Βιτόριο Καζαμόνικα, ηγετικό στέλεχος της τρομερής Καζαμόνικα κλαν, που ελέγχει σχεδόν τα πάντα σε ό,τι έχει να κάνει με εκβιασμούς, τοκογλυφία, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, πορνεία και διακίνηση ναρκωτικών σε όλη την ανατολική επικράτεια της Ρώμης. Και η κηδεία του, αυτός ο οχετός θράσους και επιδειξιομανίας από πλευράς της φαμίλιας, έμοιαζε με μαχαιριά στην καρδιά των ευσυνείδητων ρωμαίων. Ειδικότερα, αν αναλογιστεί κανείς την ευχέρεια των συγγενών να διοργανώσουν μέρα μεσημέρι κάτι τόσο φανταχτερό και θορυβώδες.
Οι Καζαμόνικα εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη πριν από περίπου πέντε δεκαετίες. Είναι καταγωγής ρομά. Ξεκίνησαν τη δράση τους φροντίζοντας και πουλώντας άλογα για να καταλήξουν σήμερα εγκληματικοί δυνάστες της πόλης, κάνοντας συνεχώς επίδειξη ισχύος και πλούτου στην καθημερινή ζωή και τις κοινωνικές εκδηλώσεις.
Μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά δεν είναι. Ένας Έλληνας, μια Βελγίδα, μια Ολλανδέζα, μια Πολωνέζα κι ένας Ιταλός έφτασαν με το αυτοκίνητο του τελευταίου στη Ρομανίνα. Ο Μάρκο μάς εξηγεί ότι εδώ είναι το άντρο των Καζαμόνικα και φρόντισε να μας δείξει διακριτικά το εξωτερικό μερικών από τα σπίτια της φαμίλιας, που αποτελούν μνημεία κακογουστιάς και μεγαλομανίας. Κάνουμε στάση για να πιούμε κάτι στο «Roxy Bar» στην οδό Σαλβατόρε Μπαρτσιλάι που πρόσφατα έγινε γυαλιά καρφιά και ο Ρουμάνος ιδιοκτήτης ξυλοκοπήθηκε άγρια, επειδή αμέλησε να εξυπηρετήσει πρώτο ένα νεαρό μπουμπούκι της οικογένειας Καζαμόνικα.
Στην περιοχή, ορατά ή αόρατα, τα πάντα κινούνται στους ρυθμούς τους. Στις κύριες οδούς πρόσβασης στη Ρομανίνα, σε καίρια σημεία, κυκλοφορούν τσιλιαδόροι που «κόβουν κίνηση» και ενημερώνουν αμέσως αυτούς που πρέπει όταν δουν αστυνομικούς.
Τορ Μπέλα Μόνακα
Ο «Πύργος της Ωραίας Καλόγριας». Το σκοτεινό υπογάστριο των ναρκωτικών και της βίας. Αυτή είναι η περιοχή της Τορ Μπέλα Μόνακα που διεκδικεί τον τίτλο της πιο κακόφημης της Ρώμης. Φτάσαμε εκεί κατά το σούρουπο. Τα φώτα στους περισσότερους από τους δρόμους δεν λειτουργούν κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Νεαρά αγόρια άρχισαν να ξεμυτίζουν σε συγκεκριμένα σημεία και να στέκονται χωρίς να κάνουν τίποτα. Φαινομενικά. Αυτή είναι η δουλειά τους. Στην περιοχή αυτή τα περισσότερα παιδιά εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο για να ακολουθήσουν τον μοναδικό επαγγελματικό προσανατολισμό με «προοπτική»: τσιλιαδόρος ή βαποράκι.
Η όλη περιοχή έχει κάτι άγριο και δημιουργεί την αίσθηση ότι σε καλεί να μείνεις μακριά. Ακριβώς απέναντι από την πιο κακόφημη οδό, στο στόμα του λύκου, λειτουργούν κάποιες από τις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου Τορ Βεργκάτα.
Ακολουθώντας την κεντρική λεωφόρο της Τορ Μπέλα Μόνακα καταλήγεις στη συνοικία της Τόρε Άντζελα. Οι πολυκατοικίες που γειτνιάζουν μ’ ένα μικρό πάρκο- «παζαράκι» ναρκωτικών έχουν πάντα ορθάνοιχτες της κύριες εισόδους. Τις μπροστά και τις πίσω. Για να μπορούν να ξεγλιστρούν τα βαποράκια σε περίπτωση αστυνομικής εφόδου. Ούτε περνά από το μυαλό των ενοίκων να παρακούσουν τη σχετική «οδηγία». Οι τοξικομανείς προτιμούν για τη δόση τους έναν ήσυχο παραπλήσιο δρόμο που μοιάζει με χαντάκι. Ο Μάρκο μάς εξηγεί ότι είναι το απομεινάρι μας αρχαίας οδού.
Στην TBM, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, υπάρχουν δύο οάσεις ελπίδας. Η μία είναι το θέατρο της περιοχής, το μοναδικό που εξυπηρετεί μια οικιστική έκταση που φιλοξενεί κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Σύμφωνα μάλιστα με τον Μάρκο Κάρτα, οι περισσότεροι θεατές έρχονται από άλλες περιοχές της Ρώμης, με σκοπό να πάρουν και μια ριψοκίνδυνη γεύση από τη «σκοτεινή πλευρά». Η άλλη «όαση» είναι η δράση κάποιων ακτιβιστών που προσπαθούν να πλήξουν με φως και δημιουργικότητα τη Μαύρη Τρύπα. Ο Μάριο είναι ένας από αυτούς και μας έδειξε με περηφάνια την πρόσοψη δύο πολυκατοικιών που δύο ταλαντούχοι καλλιτέχνες «έντυσαν» με μνημειακές γκράφιτι τοιχογραφίες με σύγχρονα μοτίβα και ευγενικά μηνύματα. Ο Μάριο υπήρξε δραστηριοποιημένος πολιτικά στην ακροαριστερά και σήμερα η δράση που έχει αναπτύξει είναι μέρος της κοσμοθεωρίας του ότι ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο δεν είναι ποτέ μάταιος.
Σαλάαμ Παλάς
Στην κοντινή Τορ Βεργκάτα υπάρχει το επονομαζόμενο Σαλάαμ Παλάς, ένα πρώην εγκαταλελειμμένο συγκρότημα γραφείων του Πανεπιστημίου Τορ Βεργκάτα, που σήμερα φιλοξενεί περισσότερους από 1000 μετανάστες, κυρίως από το Σουδάν και το Κέρας της Αφρικής. Στα ανακλαστικά τζάμια του κτηρίου αντικατοπτρίζεται η αποτυχία της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής. Η ανάγκη έχει ωθήσει τους ανθρώπους αυτούς να καταλάβουν και τον παραμικρό χώρο για να το μετατρέψουν σε συγκρότημα μικρών στούντιο όπου ζουν στοιβαγμένοι εκεί που τους ξέβρασε η μοίρα. Σχεδόν όλοι επιθυμούν απελπισμένα να φύγουν από την Ιταλία για να φτάσουν στη «Γη της Επαγγελίας», τη βόρεια Ευρώπη.
Έχοντας εξασφαλίσει άσυλο ή επικουρική προστασία από τις ιταλικές αρχές, οι στριμωγμένοι ένοικοι του Σαλάαμ Παλάς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξασφάλιση νόμιμης κατοικίας, πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και περιμένουν καρτερικά για να ανανεωθούν οι άδειες παραμονής τους. Όλες αυτές οι συνθήκες περιορίζουν τις προοπτικές απασχόλησης και την πραγματική ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία της Ιταλίας.
Μου έκαναν εντύπωση οι δεκάδες δορυφορικές αντένες, που κρέμονται σαν τα τσαμπιά από το κτήριο, μια απέλπιδα προσπάθεια συγχρωτισμού με την εποχή. Εθελοντές που προσφέρουν ιατρικές και άλλες υπηρεσίες μάς υπέδειξαν ευγενικά ότι δεν είναι η κατάλληλη ώρα για να τραβήξουμε φωτογραφίες από το εσωτερικό και να αναστατώσουμε τους ταλαίπωρους ανθρώπους με την παρουσία μας. Δεκτόν.
Λα Μπαρμπούτα
Ο Μεχμέτ Ελιά είναι πατέρας οκτώ παιδιών και μικροπωλητής ρούχων. Μετανάστευσε στην Ιταλία το 1992 από το Σαράγεβο, εξαιτίας του πολέμου της Βοσνίας. 26 χρόνια μετά, περιμένει ακόμη την ιταλική υπηκοότητα. Λόγω της ρομά καταγωγής του, η ιταλική κυβέρνηση τον έχει τοποθετήσει τα τελευταία έξι χρόνια στον διαβόητο καταυλισμό νομάδων «Λα Μπαρμπούτα», όπου ζει με την οικογένειά του σε οριακά ανθρώπινες συνθήκες με εκατοντάδες άλλες οικογένειες. Σχεδόν κάθε βράδυ, τοξικές πυρκαγιές από την ανεξέλεγκτη καύση σκουπιδιών κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ο ίδιος μας εκμυστηρεύτηκε πόσο αισθάνεται στο πετσί του διακρίσεις και ταπεινώσεις, την περιθωριοποίηση και τον αντιτσιγγανισμό, όπως και την αδιαφορία μιας χώρας που βουλιάζει καθημερινά μέσα στις ίδιες της τις αντιθέσεις.
Ο καταυλισμός νομάδων «Λα Μπαρμπούτα» δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε χειρότερο σημείο. Βρίσκεται στη μέση του πουθενά, ακριβώς κάτω από τον διάδρομο προσγείωσης του Τσιαμπίνο, του δεύτερου αερολιμένα της ιταλικής πρωτεύουσας. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία και ήρθε πριν από δέκα χρόνια μετά από ασφυκτικές πιέσεις πολιτών που ήθελαν τους Ρομά «όσο γίνεται πιο μακριά». Προηγουμένως, ο καταυλισμός υπήρχε στο Τορ ντε Τσέντσι και είχε μεν τα προβλήματά του, αλλά τουλάχιστον υπήρχαν στην περιοχή σχολεία, γιατροί, δημόσιες συγκοινωνίες και άλλες υπηρεσίες, γεγονός που έδινε τουλάχιστον μια αίσθηση ότι ανήκαν σε μια ευρύτερη κοινότητα. Πλέον, όσα από τα παιδιά των Ρομά έχουν τη δυνατότητα να πάνε σχολείο χρειάζονται καθημερινά 45 λεπτά με το λεωφορείο κι άλλα τόσα για την επιστροφή.
Η γκετοποίηση, η σύνδεσή τους με τον «έξω κόσμο» μόνο με λεωφορεία, η λογική στρατοπέδου που είναι χτισμένος ο καταυλισμός, η απαγόρευση εισόδου σε αυτοκίνητα και ο μόνιμος αστυνομικός έλεγχος κατά την είσοδο και έξοδο στον καταυλισμό έχουν δημιουργήσει ασφυκτικές συνθήκες και μεγάλη δυσαρέσκεια.
Όλη η περιοχή γύρω από τη Λα Μπαρμπούτα έχει μετατραπεί σε παράνομη χωματερή για τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα. Οι πυρκαγιές είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο και κατακαίνε βουνά σκουπιδιών που έχουν συσσωρευτεί με πλαστικά, αμίαντο και άλλα τοξικά υλικά που απελευθερώνουν μαύρες αναθυμιάσεις, δημιουργώντας προβλήματα σε όλους τους κατοίκους της περιοχής.
Το έμβλημα της ήττας
Έχει χαρακτηριστεί «ένα πραγματικό αριστούργημα χωρίς μέλλον». Το, σχεδιασμένο από τον Σαντιάγο Καλατράβα, Παλανουότο ξεκίνησε να ανεγείρεται το 2007 με στόχο να φιλοξενήσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Υγρού Στίβου του 2009. Το πρότζεκτ παρατήθηκε στη μέση λόγω των συνεχώς αυξανόμενων κόστων με εκατοντάδες εκατομμύρια να έχουν έτσι πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Παρέμεινε για μερικά χρόνια τυπικά υπό κατασκευή, αλλά σήμερα ουσιαστικά έχει εγκαταλειφθεί, με τη μία μόνο από τις δύο στέγες του Καλατράβα τοποθετημένη και τον χώρο όπου θα έμπαινε η άλλη να χάσκει σαν ανοιχτή πληγή.
Το 2011 η εφημερίδα «La Repubblica» περιέγραψε τον χώρο ως «εκεί που δεν βλέπεις ούτε τη σκιά ενός εργάτη». Όσο ο Μάρκο μάς τα εξηγούσε όλα αυτά, διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι στο εργοτάξιο πραγματοποιούνταν εργασίες! Οι προβολείς αναμμένοι, φορτηγά και εργάτες σε εγρήγορση. Η απορία λύθηκε όταν μάθαμε ότι πρόκειται για κινηματογραφικό συνεργείο και οι εργαζόμενοι ήταν κομπάρσοι. Επρόκειτο για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ που εστίαζε στο «έμβλημα της ήττας» της σύγχρονης Ιταλίας.