Κοινωνικά Δίκτυα
«ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ»

Μπορεί να ελεγχθεί με τη χρήση δημοκρατικών διαδικασιών η δύναμη που έχουν οι μεγάλες πλατφόρμες των social media; Ο ειδικός στις πολιτισμικές επιστήμες Michael Seemann μιλάει για το πώς διαμορφώνεται η κοινή γνώμη στον ψηφιακό χώρο.
του Johannes Zeller
Κύριε Seemann, στο βιβλίο σας Die Macht der Plattformen [«Οι πλατφόρμες και η δύναμή τους»] περιγράφετε την επιρροή που έχουν τα κοινωνικά δίκτυα όπως το Facebook και το Twitter στην κοινωνία μας. Σε τι έγκειται η δύναμη που έχουν αυτές οι πλατφόρμες και ποιος ο αντίκτυπος σε εμάς ως χρηστών/-ριών;
Με δυο λόγια, οι πλατφόρμες είναι οι ιδιοκτήτριες των διασυνδέσεών μας – των σχέσεων και των φιλικών δεσμών μας. Αυτό τους επιτρέπει να ελέγχουν τις σχέσεις μας. Αλλά όχι μόνο. Παράλληλα, εμείς εξαρτώμεθα όλο και περισσότερο από τις πλατφόρμες, όσο περισσότερες επαφές διατηρούμε και καλλιεργούμε μέσω αυτών. Για παράδειγμα, αν εγώ κρατώ μια φιλία μόνο μέσω Facebook, τότε εξαρτώμαι από τη συγκεκριμένη πλατφόρμα για να διατηρήσω τη φιλία μου.
Δεν επηρεάζονται, όμως, μόνο οι κοινωνικές μας επαφές. Τα τελευταία χρόνια, οι πλατφόρμες δέχονται κριτική κυρίως λόγω των «filterbubbles» και των «echochambers» – δηλαδή για το γεγονός ότι μας εμφανίζονται κατά κύριο λόγο αναρτήσεις που ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις μας. Πώς επηρεάζουν αυτοί οι αλγόριθμοι τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης;
Ισχύει φυσικά ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένες οι πλατφόρμες και ο σχεδιασμός του αλγόριθμου επηρεάζουν τον λόγο που αρθρώνεται σε αυτές. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει στην αφελή ιδέα ότι υπάρχει κάπου ένας ιδανικός λόγος κι ότι το μόνο που χρειάζεται για να αναδειχθεί είναι να διορθώσει κανείς μερικές ρυθμίσεις. Προκειμένου να ανακαλύψουμε ποια απόφαση έχει ποιες επιπτώσεις χρειάζονται πολλές προσπάθειες στο πλαίσιο της διαδικασίας δοκιμής και λάθους. Αυτοί που «μαστορεύουν» στις πλατφόρμες εκπλήσσονται συνήθως οι ίδιοι για τα αποτελέσματα που έχουν στο τέλος οι αποφάσεις τους.
«Εξαρτώμεθα όλο και περισσότερο από τις πλατφόρμες, όσο περισσότερες επαφές διατηρούμε και καλλιεργούμε μέσω αυτών»
Λόγου χάρη, μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ, διαπιστώθηκε ότι ο αλγόριθμος του Facebook θα μπορούσε να έχει πράγματι μέρος της ευθύνης για το εκλογικό αποτέλεσμα. Αντιδράσεις σε ειδησεογραφικά άρθρα «επιβραβεύτηκαν», γεγονός που χάρισε απίστευτη εμβέλεια διάδοσης στα fake news. Το Facebook άλλαξε εξαιτίας αυτού τον αλγόριθμό του, έτσι ώστε αντί για εξωτερικά άρθρα να εμφανίζονται περισσότερες communities εντός της πλατφόρμας. Το σκεπτικό για την κίνηση αυτή ήταν να δικτυωθούν μέσω του Facebook οι χρήστες και χρήστριες τοπικά και σύμφωνα με τα ενδιαφέροντά τους. Η όλη ιστορία, όμως, εξελίχθηκε προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: ομάδες των QAnon και άλλοι συνωμοσιολόγοι δημιούργησαν απλώς δικές τους communities και διέδιδαν έπειτα σε αυτές τις ψευδείς ειδήσεις τους.
Ειδικά μετά την εκλογή Τραμπ, υπήρξε το αίτημα για περισσότερες νομοθετικές ρυθμίσεις. Εσείς ήσασταν εμπειρογνώμονας για το θέμα των ρυθμίσεων αυτών όσον αφορά τις πλατφόρμες στη γερμανική Μπούντεσταγκ. Σε ποιο βαθμό είναι εφικτό να ρυθμιστεί νομοθετικά η δύναμη αυτών των δικτύων;
Εξαρτάται από το τι περιμένει κανείς από τη ρύθμιση. Εάν στοχεύουμε σε μια συγκεκριμένη αλλαγή, τότε η ρύθμιση έχει καλά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, μπορούμε με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ) να υποδείξουμε στις πλατφόρμες τον τρόπο με τον οποίο θα χειρίζονται τα δεδομένα. Και, οι μεγάλες πλατφόρμες τουλάχιστον, τηρούν τέτοιες οδηγίες.
Και ποια είναι τα όρια της ρύθμισης;
Νόμοι όπως ο ΓΚΠΔ δεν μας καθιστούν per se λιγότερο εξαρτημένους από τις μεγάλες πλατφόρμες. Κάθε άλλο μάλιστα: νέα εμπόδια συχνά έχουν υψηλή ένταση κεφαλαίου και οι μικρότεροι ανταγωνιστές δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν. Αυτό οδηγεί σε μια εξυγίανση της αγοράς. Έτσι, είδαμε ότι η ανεξάρτητη διαδικτυακή αγορά διαφήμισης στην ουσία στέγνωσε με τον ΓΚΠΔ, ενώ τα μερίδια αγοράς της Google και του Facebook γνώρισαν άλλη μία τεράστια αύξηση. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι μέσω της ρύθμισης γίναμε ακόμα πιο εξαρτημένοι από αυτές τις πλατφόρμες.
Αυτό εν πρώτοις ακούγεται αντι-παραγωγικό. Τελικά, οι κυβερνήσεις και τα κρατικά ιδρύματα στοχεύουν όντως στον περιορισμό διάδοσης των fake news, ή μήπως ενδιαφέρονται περισσότερο να χρησιμοποιήσουν τις πλατφόρμες με σκοπό τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και το λεγόμενο «message control» – δηλαδή με σκοπό να διαδίδονται τα δικά τους μηνύματα;
Εδώ δεν μπορούμε να γενικεύσουμε. Πιθανότατα υπάρχουν παραδείγματα και για τα δύο. Τα Twitter Files έδειξαν πόσες ομάδες συμφερόντων προσπαθούν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση γνώμης – άλλοτε με νόμιμο και άλλοτε με μη νόμιμο τρόπο. Το σημαντικότερο είναι πως κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται να συμβαίνει εν κρυπτώ. Θα έπρεπε να υπάρχουν ρυθμισμένες νομικά και διαφανείς διαδικασίες, που να διασφαλίζονται δημοκρατικά και να τεκμηριώνονται αντίστοιχα. Από αυτή την άποψη, οι πλατφόρμες παρουσιάζουν μεγάλη ανεπάρκεια.
Τα Twitter Files είναι threads που δημοσίευσε ο Έλον Μασκ, τα οποία σκοπό έχουν να δείξουν πώς το Twitter περιόρισε, υποτίθεται, την εμβέλεια διάδοσης μη δημοφιλών απόψεων. Αναφέρθηκε επίσης συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες. Σε ποιο βαθμό διαφωτίζουν τα Twitter Files το τι συμβαίνει στο παρασκήνιο μιας τέτοιας πλατφόρμας;
Κατά τη γνώμη μου, τα Twitter Files είναι κυρίως μια προσπάθεια του Έλον Μασκ να δυσφημίσει τους παλιούς επικεφαλής του Twitter και να τους «παγιδεύσει» στο προφίλ μιας «κακιάς, woke, ακροαριστερής διοίκησης», προκειμένου να νομιμοποιήσει τη δική του ηγεσία στην επιχείρηση και να γίνει αρεστός στους φίλους του που βρίσκονται στο δεξιό άκρο. Εάν τον ενδιέφερε η διαφάνεια, τότε θα έθετε τα αρχεία αυτά στη διάθεση μιας κοινοπραξίας δημοσιογράφων, όπως έγινε με τα Έγγραφα του Παναμά. Αντ’ αυτού, ο Μασκ επέλεξε συνειδητά δημοσιογράφους φίλα προσκείμενους στον δεξιό χώρο, οι οποίοι «φούσκωσαν» δεόντως το αφήγημα. Γι’ αυτό και θα έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τα Twitter Files.
Αμφισβητείτε την αυθεντικότητα των Twitter Files;
Όχι, η αυθεντικότητά τους είναι ευρέως επιβεβαιωμένη. Αυτό που δημοσιεύεται είναι σωστό. Παρουσιάζεται, όμως, εν μέρει μόνο και πολύ επιλεκτικά. Για παράδειγμα, υπήρχαν mail από την ομάδα της εκλογικής εκστρατείας του Τζο Μπάιντεν, στα οποία απευθυνόταν η παράκληση προς το Twitter να σβηστούν συγκεκριμένα tweets. Αυτό πήρε διαστάσεις σκανδάλου – χωρίς να δημοσιοποιηθεί ποτέ ότι τα εν λόγω tweets διέδιδαν προσωπικές γυμνές φωτογραφίες του γιου του Μπάιντεν.
Εδώ, ωστόσο, επρόκειτο και για ένα δημοσίευμα της New York Post, του οποίου η αυθεντικότητα έχει τεκμηριωθεί και το οποίο έχει θέμα υλικό που δύναται να επισύρει ποινική δίωξη και βρέθηκε στο λάπτοπ του Χάντερ Μπάιντεν. Το άρθρο μπλοκαρίστηκε από το Twitter εν μέσω του προεκλογικού αγώνα του 2020 στις ΗΠΑ. Δεν θεωρείται αυτό επιρροή του πολιτικού ανταγωνισμού;
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν βρίσκω τίποτα που να αξίζει να γίνει σκάνδαλο σε όλο αυτό»
Κάποιοι/-ες επιστήμονες των μέσων ενημέρωσης προτείνουν οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων να ελέγχουν και να παρακολουθούν κάθε ανάρτηση και κάθε σχόλιο προτού δημοσιευτεί – κάτι παρόμοιο, δηλαδή, με το πώς χειρίζεται μια έντυπη εφημερίδα τη στήλη των «γραμμάτων αναγνωστών». Θεωρείτε πως αυτό θα ήταν μια λύση ή θα παραβίαζε τη βασική αρχή του Διαδικτύου;
Δεν θεωρώ καλή αυτή την πρόταση γιατί θα περιόριζε αισθητά την πολυφωνία και την ελευθερία απόψεων. Οι μεγάλες πλατφόρμες ίσως να μπορούσαν να το εφαρμόσουν, αλλά οι χρήστες και οι χρήστριες δεν θα το δέχονταν και θα έφευγαν πιθανότατα για να πάνε σε άλλα κανάλια ή στο dark web. Πιστεύω πως χρειαζόμαστε κατ’ αρχήν ένα Διαδίκτυο που να είναι ελεύθερο για τον καθένα να το χρησιμοποιήσει. Το πώς ακριβώς πρέπει να λειτουργήσει ο έλεγχος είναι ένα βαθιά πολιτικό ερώτημα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποφασιστεί αποκλειστικά στην Μπούντεσταγκ. Οι χρήστες και χρήστριες σε αυτές τις πλατφόρμες πρέπει να μοιραστούν την ευθύνη των νομικών αποφάσεων. Άρα, είναι κρίσιμο να δημιουργηθούν δομές προκειμένου τα ζητήματα αυτά να αντιμετωπιστούν πολιτικά και δημοκρατικά.
Ο ειδικός στις επιστήμες Πολιτισμού και ΜΜΕ Michael Seemann δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, ως συγγραφέας και podcaster. Αρθρογραφεί τακτικά στο ιστολόγιο mspr0.de με θέματα που αφορούν τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στον ψηφιακό χώρο κ.ά. Το βιβλίο του Die Macht der Plattformen κυκλοφόρησε το 2021 στις εκδόσεις Ch. Links.