Αναδημοσίευση του άρθρου της Παρή Σπίνου (ΕΦΣΥΝ)
 «Η ταυτότητά μου είναι να είμαι αλλοδαπός παντού»

«Σκύλος, λύκος, τσακάλι»
«Σκύλος, λύκος, τσακάλι» | © Alexandra Masmanidi

Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών, 14/07/2023

Νέο αίμα στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, δύο πένες τολμηρές, ανανεωτικές, παρεμβατικές, δύο φωνές διαφορετικές αλλά εξίσου συναρπαστικές, δύο πρόσωπα που ξεχωρίζουν με τη δυναμική του λόγου τους. Δύο παιδιά μεταναστών, που μεγάλωσαν σε διαφορετικές χώρες και κατάφεραν να διακριθούν, δύο συγγραφείς με παρόμοια πορεία ζωής και κοινή συνισταμένη ότι (συχνά) γράφουν ιστορίες με υπόβαθρο τη μετανάστευση.

της Παρή Σπίνου

Γιος ποιητή, ο Μπεζάντ Καρίμ Κανί γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1977, ενώ η οικογένειά του κατέφυγε στη Γερμανία το 1986. Γράφει στα γερμανικά και το 2022 έλαβε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στο Harbour Front Literature Festival με το ντεμπούτο μυθιστόρημά του «Hund, Wolf, Schakal» [Σκύλος, λύκος, τσακάλι], που εκδόθηκε από τον εκδοτικό Hanser-Verlag και αμέσως έγινε μπεστ σέλερ.
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, που γεννήθηκε στη Χιμάρα το 1988 και ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία μόλις τριών ετών, γράφει στα ελληνικά και το 2013 έκανε την έκπληξη με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Η πεζογραφία και η ποίησή του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, ιταλικά, ρωσικά, ρουμανικά, σερβικά, τουρκικά, αλβανικά), ενώ το μυθιστόρημά του «Η λάσπη» (εκδόσεις Μελάνι) μόλις κυκλοφόρησε στη Γαλλία. Για το «Χάθηκε Βελόνι» (εκδόσεις Μεταίχμιο) ήταν υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2022, ένα πολυστρωματικό μυθιστόρημα που ξεκινάει από την Αλβανία των αρχών του προηγούμενου αιώνα, διατρέχει την Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης και καταλήγει στην καρδιά της αμερικανικής ηπείρου.
Οι δύο τους συναντήθηκαν την Τετάρτη στη δροσερή, ντιζαϊνάτη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Γκαίτε στην Αθήνα, σε μια βραδιά που ξεκίνησε με δημόσια ανάγνωση του μυθιστορήματος του Καρίμ Κανί -αμετάφραστο ακόμα στην Ελλάδα, αλλά είμαστε σίγουροι πως θα το «τσιμπήσει» κάποιος Ελληνας εκδότης- και κατέληξε σε ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη σύγχρονη λογοτεχνία και για τη μετανάστευση.

  © © Alexandra Masmanidi  © Alexandra Masmanidi
Στο πρώτο του μυθιστόρημα ο Μπεζάντ Καρίμ Κανί γράφει για τις περίπλοκες μοίρες επαναστατών, μικροαπατεώνων και μαχαιροβγαλτών, με τη μελαγχολία της ιρανικής πεζογραφίας να ακουμπά την ένταση της αφροαμερικανικής ραπ. Ο Σαάμ και ο μικρότερος αδελφός του, Ναρίμ, είναι ακόμα παιδιά όταν αναγκάζονται να φύγουν από το Ιράν με τον πατέρα τους, αφού η μητέρα τους εκτελείται κατά τη διάρκεια των αναταραχών της ιρανικής επανάστασης. Οι τρεις τους καταλήγουν στο Βερολίνο.
Ο πατέρας τους, που έχασε ένα πόδι σε μια απόπειρα δολοφονίας, είναι αριστερός διανοούμενος. Στη Γερμανία βρίσκει καταφύγιο σε ένα είδος εσωτερικής μετανάστευσης. Ενώ ο ίδιος γίνεται οδηγός ταξί, οι γιοι του ακολουθούν πολύ διαφορετικούς δρόμους: Ο Ναρίμ πηγαίνει στο Γυμνάσιο, ενώ ο Σαάμ μπλέκει με λάθος ανθρώπους από την πρώτη του κιόλας μέρα στο σχολείο, και εξελίσσεται σε έναν βίαιο κακοποιό που τελικά καταλήγει στη φυλακή.

«Εχω αποδώσει στους χαρακτήρες μου κάτι που δεν κάνουμε συχνά σε μυθιστορήματα αυτού του είδους. Αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή ενεργούν λογικά, έχουν μια ευφυΐα, μπορούν να σκέφτονται ανεξάρτητα. Γιατί αυτό είναι που βλέπω και στον δρόμο: μια έξυπνη προσαρμοστικότητα – όχι σε ό,τι ορίζεται ως πλειοψηφία στη γερμανική κοινωνία, αλλά στην πραγματικότητα», λέει ο Καρίμ Κανί, ο οποίος έχει ζήσει αντισυμβατικά. Κατάφερε να τελειώσει το γερμανικό σχολείο, παρότι ήρθε σε σύγκρουση με τον νόμο, σπούδασε στη συνέχεια Ιστορία της Τέχνης και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο του Ρουρ στο Μπόχουμ. Στο Βερολίνο, ήταν ένας από τους συνιδρυτές του Bar 25 στις αρχές της δεκαετίας του 2000, στους χώρους του οποίου και έζησε για ένα διάστημα, ενώ μετά διηύθυνε το Lugosi Bar στο Kreuzberg και παράλληλα εργαζόταν ως σεναριογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος.
  © © Alexandra Masmanidi  © Alexandra Masmanidi
Το βιβλίο του δεν είναι αυτοβιογραφικό, όπως διευκρίνισε, ο ίδιος όμως αισθάνεται ότι κατάφερε να διηγηθεί τη δική του ιστορία. Ενα μυθιστόρημα «τολμηρό και συχνά προβοκατόρικο, με πλοκή, δράση, καλούς διαλόγους και κινηματογραφική διάσταση, με ροή και ρυθμό», όπως το περιέγραψε ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος. «Μας ενδιαφέρουν όλους τέτοιες ιστορίες και τέτοιες διαδρομές. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι τα επόμενα χρόνια άνθρωποι, που έχουν μια κανονική ζωή, θα γίνουν μετανάστες είτε λόγω πολέμων, οικονομικής κρίσης ή κλιματικής αλλαγής», τόνισε.

Ο ίδιος ανήκει στους πρώτους Αλβανούς που ήρθαν στην Ελλάδα, όταν έπεσε το κομμουνιστικό καθεστώς. «Γεωγραφικά οι δύο χώρες είναι κοντά» είπε ο Γκέζος που πέρασε δυσκολίες τα πρώτα χρόνια, αλλά στη συνέχεια ενσωματώθηκε. «Στην αρχή υπήρχαν κάποιες προκαταλήψεις, κάποια εχθρικά συναισθήματα, τώρα όμως οι Αλβανοί είναι επαγγελματικά σε όλες τις θέσεις, απολαμβάνουν επιτυχία. Τώρα έχουν ενσωματωθεί», είπε συγγραφέας που δεν ενδιαφέρεται να αυτοπροσδιοριστεί με εθνική ταυτότητα.
Ο Καρίμ Κανί, πάλι, νιώθει πως «η ταυτότητά μου είναι να είμαι αλλοδαπός παντού. Ποτέ δεν θα γίνω Γερμανός, ούτε Ιρανός. Πιστεύω σε κάτι που λέγεται χρονική πατρίδα, δηλαδή ταυτίζομαι με άτομα με τα οποία έχουμε την ίδια εμπειρία, στον ίδιο χρόνο». Ο ίδιος πιστεύει επίσης πως «οι έννοιες της πατρίδας, του ανήκειν, του έθνους- κράτους θα λειτουργούν όλο και λιγότερο από εδώ και πέρα».
  © © Alexandra Masmanidi  © Alexandra Masmanidi
Πώς νιώθει όμως που γράφει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, σε μια γλώσσα με μεγάλη λογοτεχνική παράδοση;
«Είμαι ευνοημένος συγγραφέας ενός βιβλίου που έχει βρει μεγάλη ανταπόκριση, αλλά δεν βλέπω τον εαυτό μου στην παράδοση της γερμανικής λογοτεχνίας», είπε. «Στο βιβλίο μου υπάρχουν Ρώσοι συγγραφείς, ο Καμί, η αφροαμερικανική ραπ, αλλά ο Γκέτε δεν είναι μέσα. Το βιβλίο μου ανήκει στη γερμανική λογοτεχνία και θέλει να έρθει αντιμέτωπο με αυτήν. Εχει το θράσος να μην ασχολείται με κλασικά γερμανικά ζητήματα».
Ο ίδιος τόνισε επίσης ότι η γερμανική λογοτεχνία έχει δεχτεί πολλές πολιτισμικές επιρροές τα τελευταία 20 χρόνια, «έχει ανοίξει η βεντάλια». Ενώ οι συγγραφείς με μεταναστευτικό υπόβαθρο, που συνειδητά δεν θέλουν να αποκτήσουν τη «γερμανικότητα», αλληλοϋποστηρίζονται και στη «συντροφιά» τους ταιριάζει και η queer κοινότητα.