Ιούνιος 2021
Fake News. Δεν μπορουμε να αγνοησουμε απλως την παραπληροφορηση.

Ειδικά στο Διαδίκτυο, οι ψευδείς ειδήσεις, τα ψέματα και οι συνωμοσίες εξαπλώνονται ραγδαία.
Φωτογραφία (Απόκομμα): © Adobe

Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις παραποιημένες ειδήσεις, τα ψέματα και τις θεωρίες συνωμοσίας που κατακλύζουν καθημερινά το Διαδίκτυο; Πολλά έγκυρα μέσα ενημέρωσης αντιστέκονται στο φαινόμενο με ελέγχους γεγονότων και έχουν συστήσει τμήματα εξακρίβωσης πληροφοριών και πολιτικών δηλώσεων. Ανάμεσά τους είναι και ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ARD, που εγκαινίασε την ομάδα επαλήθευσης γεγονότων «faktenfinder». Ο δημοσιογράφος και επικεφαλής της ομάδας, Patrick Gensing, μιλάει στη συνέντευξη που ακολουθεί για τις ψευδείς ειδήσεις, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις προκλήσεις που θέτουν στα μέσα ενημέρωσης εγνωσμένου κύρους στη Γερμανία.  
 

Petra Schönhöfer

Ο Patrick Gensing διευθύνει τη συντακτική ομάδα του τμήματος «faktenfinder» του ARD.
Φωτογραφία: © Screenshot ARD faktenfinder
Ο Patrick Gensing διευθύνει τη συντακτική ομάδα του τμήματος «faktenfinder» του ARD.
Patrick Gensing, ως αρχισυντάκτης της ομάδας επαλήθευσης γεγονότων του ARD αντικρούετε από το 2017 ψευδείς ειδήσεις, κι αυτό είναι το κύριο επάγγελμά σας. Το 2021 είχατε περισσότερη δουλειά απ’ ό,τι τέσσερα χρόνια πριν;


Πάντα έχουμε πολλή δουλειά και θα μπορούσαμε κάθε μέρα να κάνουμε αναρίθμητους  ελέγχους γεγονότων εάν ασχολούμασταν πραγματικά με τα πάντα. Ωστόσο, ναι, έχετε δίκιο, ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημίας βιώνουμε μια νέα διάσταση της παραπληροφόρησης.

Πώς επιλέγετε τα θέματά σας μέσα από αυτόν τον τεράστιο όγκο ψευδών ειδήσεων;

Τα περισσότερα θέματα προκύπτουν λόγω της επικαιρότητάς τους. Οι συνάδελφοί μας που ασχολούνται με το ρεπορτάζ μάς εφιστούν την προσοχή σε συγκεκριμένα ζητήματα. Αλλά και οι συνάδελφοι από το τμήμα των Social Media μπορεί να μας πουν: Αυτό εδώ μας ήρθε στα σχόλια. Στη συνέχεια, εμείς διαλέγουμε τα θέματα με τα οποία θα καταπιαστούμε σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια βαρύτητας.

Ποιο θα ήταν ένα τέτοιο κριτήριο;

Ένα παράδειγμα είναι η εμβέλεια. Αυτήν τη μετράμε με ένα εργαλείο που μας δείχνει πόσο συχνά μοιράστηκε μια ανάρτηση στο Twitter, το Facebook, το Instagram και λοιπά. Παρακολουθούμε επίσης τι είπαν τα αρμόδια πρόσωπα. Εάν οι άμεσα θιγόμενοι δέχονται συστηματικές επιθέσεις παραπληροφόρησης, τότε αυτό θα μετρήσει υπέρ του να επιλέξουμε ένα θέμα. Κι όταν συγκεκριμένα αφηγήματα επαναλαμβάνονται, προσπαθούμε να εξηγήσουμε τα μοτίβα τα οποία ακολουθούν.  
Όπως είπατε, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν έναν αξιοπρόσεκτο ρόλο στη διάδοση των fake news. Σε αυτά, πολλές ειδήσεις και συζητήσεις παρουσιάζονται περικομμένες.
Σήμερα βλέπουμε μια ραγδαία επιτάχυνση στην κατανάλωση ειδήσεων. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι βομβαρδίζονται με ειδήσεις που λαμβάνουν στο κινητό τους 24 ώρες την ημέρα, επτά μέρες την εβδομάδα. Επιλέγουν λοιπόν τη δυνατότητα να καταναλώσουν μόνο ό,τι ταιριάζει στη δική τους κοσμοαντίληψη για να αποκλείσουν τις αντιφάσεις – κάτι που με τη σειρά του οδηγεί στους περίφημους «θαλάμους αντήχησης» (ή «δωμάτια ομοφωνίας») και στις «φούσκες του φίλτρου». Όποιος θέλει να αποκτήσει μια πιο πλουραλιστική και διαφοροποιημένη εικόνα της πραγματικότητας θα έπρεπε να ενημερωθεί από μια ποικιλία πηγών. Αυτό όμως απαιτεί προσπάθεια. Με άλλα λόγια: οι καταναλωτές ειδήσεων χρειάζονται μια παιδεία στα Μέσα για να μπορέσουν να καταλάβουν πώς λειτουργεί όλο αυτό. Η καταπολέμηση των ψευδών ειδήσεων δεν είναι ευθύνη μόνο των μέσων ενημέρωσης ή της πολιτικής. Πρέπει να υπάρξει όντως και μια συνειδητοποίηση εκ μέρους των πολιτών, να καταλάβουν δηλαδή ότι έχουν ευθύνη στα ψηφιακά πράγματα. Να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να διαδίδουν οτιδήποτε πήρε το αυτί τους τυχαία. Το ίδιο ισχύει και στην πραγματική ζωή – αν ένας άγνωστος μας σταματήσει στον δρόμο και μας πει μια ανοησία, δεν θα τη μεταδώσουμε όπως την ακούσαμε, αφιλτράριστη. Θα σκεφτούμε πρώτα: Ποιος είναι αυτός; Τι μου λέει; Πόσο πιστευτό και λογικό μου φαίνεται εμένα; Τις ίδιες ακριβώς ερωτήσεις πρέπει να θέτουμε στον εαυτό μας και όταν καταναλώνουμε ειδήσεις.  

Με δεδομένη την κατάσταση αυτή, τα ποιοτικά μέσα ενημέρωσης τι δυνατότητες έχουν να παρουσιάσουν την πραγματικότητα μέσα σε όλη της την πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα;

Οι έλεγχοι γεγονότων είναι μία από τις πολλές επιλογές αν θέλει κανείς να κρατήσει τη συζήτηση ενός θέματος σε αντικειμενικό επίπεδο. Ίσως και το να κάνει καμιά φορά ένα βήμα πίσω και να πει: Τι ακριβώς συζητάμε τώρα; Να επανεξετάσει συγκεκριμένους όρους και αφηγήματα και να επισημάνει τους μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από την παραπληροφόρηση και τις στοχευμένες ψευδείς ειδήσεις, ώστε να μπορέσουν οι άνθρωποι να τις αναγνωρίσουν όταν τις συναντήσουν ξανά σε άλλα θέματα. Όλες οι θεωρίες συνωμοσίας ακολουθούν άλλωστε πάντα τις ίδιες αρχές, και τις αρχές αυτές μπορεί να τις εξηγήσει κανείς.

Στιγμιότυπο οθόνης της ιστοσελίδας του τμήματος εντοπισμού γεγονότων του ARD.
Στιγμιότυπο οθόνης της ιστοσελίδας του τμήματος εντοπισμού γεγονότων του ARD. | Φωτογραφία: © Screenshot ARD faktenfinder
Η κατάσταση αυτή δεν είναι ίσως και μια ευκαιρία για την ποιοτική δημοσιογραφία;

Ναι, αυτό είναι ένα φαινόμενο που παρατηρούμε. Οι άνθρωποι που εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης πρέπει να αναλογιστούν ξανά τον ρόλο τους ή και να αναζητήσουν έναν νέο ρόλο. Μέσω της ψηφιακής επέλασης έχει χαθεί ως έναν βαθμό και ο ρόλος τους ως gate keepers. Σήμερα, καθένας μπορεί να παράγει και να διαδίδει ειδήσεις. Από μια άποψη, αυτόν τον εκδημοκρατισμό του λόγου μπορούμε να τον θεωρήσουμε ως κάτι πολύ θετικό. Όταν, ας πούμε, οι πολιτικοί επιλέγουν το μέσο του ψεύδους –και ο Ντόναλντ Τραμπ είναι το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό– εμείς, ως επαγγελματίες των Μέσων, δεν μπορούμε απλά να παπαγαλίσουμε: «Ο Ντόναλντ Τραμπ είπε το τάδε και το δείνα». Εδώ καλούμαστε να κάνουμε μια επαγγελματική αξιολόγηση και να υποδηλώσουμε ότι ο ισχυρισμός του δεν αληθεύει. Και στο σημείο αυτό, υπάρχει σαφώς μια μεγάλη ευκαιρία για τη δημοσιογραφία. Από την πλευρά των χρηστών, των καταναλωτών, διαπιστώνουμε ότι ειδικά σε περιόδους κρίσεις τα Μέσα εγνωσμένου κύρους έχουν μεγάλη απήχηση. Αυτό το παρατηρούμε και με το κεντρικό δελτίο ειδήσεων στη Γερμανία καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Αλλά και στις ΗΠΑ είδαμε ότι τα παραδοσιακά Μέσα, όπως οι New York Times, γνωρίζουν πραγματική άνθηση. Η ευκαιρία για εμάς έγκειται λοιπόν στο να προσφέρουμε μια καθοδήγηση όταν οι άνθρωποι διαβάζουν κάτι στο Διαδίκτυο και στρέφονται σ’ εμάς για να δουν: Ισχύει αυτό; Στον κυκεώνα των ψηφιακών ρευμάτων, στην τεράστια αυτή ροή ειδήσεων, εμείς μπορούμε να γίνουμε οι σταθερές από τις οποίες θα πιαστεί ο κόσμος.

Θα θέλατε να δείτε και την πολιτική να αναλαμβάνει ευθύνες για τη διάδοση των παραπλανητικών πληροφοριών;

Είμαι πολύ επιφυλακτικός όσον αφορά τις νομικές παρεμβάσεις. Υπάρχουν ήδη σαφείς κανόνες δικαίου για την ελευθερία της έκφρασης, ή για τα αδικήματα της συκοφαντίας, της δυσφήμισης και της διέγερσης σε βιαιοπραγίες. Δεν νομίζω ότι χρειαζόμαστε κι άλλους νόμους. Αυτό που μένει να απαντηθεί βεβαίως είναι το ερώτημα για τις πλατφόρμες: Ποια ευθύνη φέρει, π.χ., το Facebook για το περιεχόμενο που δημοσιεύεται στις σελίδες του; Το Facebook θέλει να παρουσιάζεται ως εταιρεία παροχής υπηρεσιών και μόνο. Εάν όμως έφερε νομική ευθύνη, με βάση τη νομοθεσία που διέπει τα Μέσα Ενημέρωσης, για το περιεχόμενο που διαδίδεται μέσω αυτού, τότε θα συνέβαιναν πολύ λιγότερα πράγματα. Το γεγονός ότι ο δημόσιος λόγος αναπτύσσεται σε ιδιωτικές πλατφόρμες, με κανόνες αδιαφανείς ή ασαφείς, είναι ένα θεμελιώδες πρόβλημα. Όπως και το ότι οι αλγόριθμοι δίνουν προτεραιότητα σε συγκεκριμένο περιεχόμενο, στο περιεχόμενο δηλαδή που θα προκαλέσει τις πιο πολλές αντιδράσεις και άρα θα φέρει πόλωση. Εάν δείξω ενδιαφέρον για μια οποιαδήποτε ακροδεξιά ιστοσελίδα, θα λάβω αμέσως ένα πλήθος προτάσεων για αντίστοιχες σελίδες, και πολύ σύντομα θα βρεθώ σε ένα παράλληλο σύμπαν. Αυτό φυσικά συμβάλει σε έναν κατακερματισμό της κοινωνίας.

Λόγω της δουλειάς σας, έχετε επανειλημμένα δεχτεί προσωπικές επιθέσεις. Πώς κρίνετε σε γενικές γραμμές την κατάσταση ασφαλείας για τους δημοσιογράφους στη Γερμανία;   

Η κατάσταση έχει οξυνθεί αισθητά. Αφενός, αντιμετωπίζουμε εδώ και χρόνια απειλές και προσβολές, στόχος των οποίων έχω υπάρξει κι εγώ πολλές φορές. Αφετέρου, όμως, υπάρχει ο κίνδυνος οι συνάδελφοι να δεχτούν φυσική επίθεση επιτόπου, την ώρα που κάνουν ρεπορτάζ. Η δαιμονοποίηση των Μέσων παίζει πάντα πολύ μεγάλο ρόλο στα φανατικά κινήματα, όπως για παράδειγμα έχουμε δει στους αρνητές του κορωνοϊού. Στη Λειψία δέχτηκαν επίθεση δεκάδες ρεπόρτερ. Αλλά και στο Βερολίνο υπήρξαν επιθέσεις. Βλέπουμε λοιπόν ότι κάποιοι άνθρωποι δεν σταματούν στις προσβολές. Ύστερα, τα ανεξάρτητα Μέσα θεωρούνται απειλή για αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Βίκτορ Όρμπαν ή ο Βλαντιμίρ Πούτιν, επειδή δεν μπορούν να τα ελέγξουν. Γι’ αυτό και προσπαθούν να τα εκφοβίσουν ή να τα φιμώσουν. Και αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε σε καμία περίπτωση.