Ψηφιοποίηση
ΤΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ

Στους ψηφιακά περιθωριοποιημένους ανήκουν στη Γερμανία κυρίως οι ηλικιωμένοι.
Στους ψηφιακά περιθωριοποιημένους ανήκουν στη Γερμανία κυρίως οι ηλικιωμένοι. | Φωτ. (λεπτομέρεια): © picture alliance/Westend61/Uwe Umstätter

Υπογραφές εκκλήσεων, κρατήσεις για την είσοδο στην πισίνα, εξ αποστάσεως μαθήματα: Πολλές καθημερινές δραστηριότητες γίνονται σήμερα ψηφιακά. Εκείνοι που δεν έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο ή που δεν είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, κινδυνεύουν να καταλήξουν κοινωνικά περιθωριοποιημένοι.

Wolfgang Mulke


Τα τρένα των Γερμανικών Σιδηροδρόμων ήταν επί μακρόν μια ψηφιακή… εξορία. Οι επιβάτες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το τηλέφωνό τους μόνον εάν υπήρχαν «πύργοι» κινητής τηλεφωνίας κοντά στις ράγες. Όσο για το σερφάρισμα στο Διαδίκτυο ήταν φυσικά αδύνατο. Μόνο ύστερα από πολιτικές πιέσεις εξοπλίστηκαν τα τρένα με ασύρματο δίκτυο και τουλάχιστον στα τρένα υψηλής ταχύτητας η πρόσβαση στο Διαδίκτυο λειτουργεί σχετικά καλά πλέον. Εδώ, η Γερμανία, ως βιομηχανικό έθνος, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, αλλά σε άλλα πεδία μοιάζει ακόμα με αναπτυσσόμενη χώρα σε ό,τι αφορά την ψηφιοποίηση: Δεν διαθέτει ακόμα ενιαίο δίκτυο οπτικών ινών σε όλη της την επικράτεια, ενώ ειδικά σε περιοχές της υπαίθρου λείπει ακόμα και η γρήγορη σύνδεση στο Διαδίκτυο.
 
Σύμφωνα με στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας Eurostat, ωστόσο, το 2019 μόνο 5% των Γερμανών δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ το Διαδίκτυο, ενώ γύρω στο 90% είναι τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα online. Σε ορισμένα άλλα κράτη της ΕΕ, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη. Στη Βουλγαρία, τελευταία χώρα στον κατάλογο των κρατών-μελών της ΕΕ, σχεδόν κάθε τέταρτος πολίτης δεν έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Ακόμα και στην ανεπτυγμένη Ιταλία, 17% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν χρησιμοποιούν ποτέ το Διαδίκτυο. Στη Σκανδιναβία, αντιθέτως, οι κοινωνίες είναι ουσιαστικά πλήρως δικτυωμένες.  

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΜΟΡΦΩΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ

Ακόμη και αν η Γερμανία βρίσκεται, κατά συνέπεια, στο ανώτερο ένα τρίτο συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ΕΕ, το ψηφιακό χάσμα της πολιτικής αποτελεί σαφώς λόγο ανησυχίας. Η θετική επίδραση της ψηφιοποίησης μπορεί να ξεδιπλωθεί, προειδοποιεί ο υπουργός Οικονομίας Peter Altmaier, μόνο «εάν η αλλαγή υιοθετηθεί από όλες τις κοινωνικές ομάδες». Κάτι που, παρά την αυξανόμενη αποδοχή, δεν συμβαίνει. Μια έρευνα που έγινε σε 22.000 νοικοκυριά σχετικά με τον ψηφιακό δείκτη του 2019, στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας D21 (Initiative D21), έδειξε ότι σχεδόν κάθε πέμπτο νοικοκυριό ανήκει στους «ψηφιακά περιθωριοποιημένους». Ο μέσος όρος ηλικίας αυτής της ομάδας είναι τα 70 έτη. Οι περισσότεροι διαθέτουν μόνο ένα απλό κινητό ή χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο πολύ επιλεκτικά, για παράδειγμα όταν θέλουν να ψάξουν κάτι ή για υπηρεσίες messenger. Ως αιτία ανέφεραν κυρίως την έλλειψη ενδιαφέροντος, την πολυπλοκότητα του Διαδικτύου και το μικρό όφελος από τη χρήση του. Η μερίδα αυτή των πολιτών ναι μεν συρρικνώθηκε το τελευταίο διάστημα, αλλά ο σκεπτικισμός της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας εδραιώνεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Πρωτοβουλίας.   

Κι όμως, οι πολίτες καταλαβαίνουν πόσο σημαντικό είναι για την προσωπική τους εξέλιξη το να συμβαδίσουν με την ψηφιακή εποχή. Το 43% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι οι νέες τεχνολογίες έχουν ήδη αλλάξει τον τρόπο εργασίας τους. Τέσσερις στους πέντε θεωρούν την διά βίου μάθηση ως βασικό παράγοντα για την επαγγελματική τους επιτυχία. Την ίδια στιγμή, 40% των χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου ερωτηθέντων θεωρούν βάρος το γεγονός αυτό. Αυτή η πληθυσμιακή ομάδα, που συχνά έχει και χαμηλό εισόδημα, είναι μαζί με τους ηλικιωμένους η σημαντικότερη ομάδα των «περιθωριοποιημένων». Ενώ ανάμεσα στους υψηλού μορφωτικού επιπέδου ένα 97% χρησιμοποιούν τακτικά το Διαδίκτυο, το αντίστοιχο ποσοστό στους πολίτες με χαμηλό επίπεδο τυπικής μόρφωσης είναι μόνο τα 2/3. Οι άνθρωποι με χαμηλό επίπεδο τυπικής μόρφωσης χωλαίνουν επίσης, συχνά αισθητά, σε πολλούς τομείς δεξιοτήτων – είτε πρόκειται για την εγκατάσταση εφαρμογών είτε για την πραγματοποίηση ενημερώσεων, τη χρήση ρυθμίσεων προστασίας προσωπικών δεδομένων, την αναγνώριση διαφημίσεων ή τη διάκριση ανάμεσα σε σοβαρές και μη σοβαρές ειδήσεις.

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ

Οι συνέπειες για ανθρώπους που υστερούν ψηφιακά μπορεί να είναι σοβαρές: Όποιος δεν είναι online, έχει μικρότερη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Για παράδειγμα, όλο και περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες προσφέρονται πλέον μόνο διαδικτυακά. Κατά τη διάρκεια του lockdown λόγω κορωνοϊού, οι δημόσιες υπηρεσίες ήταν κλειστές για το κοινό και συχνά υπήρχε μόνο διαδικτυακή πρόσβαση σε αυτές. Το καλοκαίρι του 2020, ακόμα και τα εισιτήρια για την είσοδο σε μια πισίνα μπορούσε να τα κλείσει κανείς συνήθως μόνο διαδικτυακά. Το ίδιο και η αναζήτηση εργασίας γίνεται όλο και περισσότερο μέσω Διαδικτύου, ενώ η βασισμένη στο Διαδίκτυο εξ αποστάσεως εργασία πέτυχε επιτέλους με την κρίση του κορωνοϊού μια επιτυχημένη και οριστική είσοδο στην εργασιακή καθημερινότητα.

Αυτό υπογραμμίζει και μια μη αντιπροσωπευτική έρευνα της Claudia Crummenerl από τη συμβουλευτική εταιρεία Capgemini, στην οποία εξετάστηκε η κατάσταση σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, τις ΗΠΑ και την Ινδία. «Στην έρευνά μας διαπιστώσαμε ότι το να είναι κανείς offline, μπορεί να οδηγήσει σε απομόνωση, μοναξιά και μια αίσθηση ανεπάρκειας», λέει η Crummenerl. Οι μισοί σχεδόν των ερωτηθέντων, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο, δήλωσαν, για παράδειγμα, ότι νιώθουν πιο κοντά με τους φίλους και την οικογένειά τους όταν έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Επιπλέον, πολλοί πιστεύουν ότι τότε βρίσκουν πιο καλοπληρωμένες δουλειές και ότι έχουν περισσότερες ευκαιρίες να μετεκπαιδευτούν. «Λόγω του κλεισίματος των σχολείων και της μετάβασης στο διαδικτυακό μάθημα, πολλά παιδιά από σπίτια χωρίς πρόσβαση στο Διαδίκτυο ή σε κάποιο φορητό υπολογιστή μένουν ακόμη περισσότερο πίσω. Ειδικά για τα παιδιά είναι ωστόσο αποφασιστικής σημασίας το να συμμετάσχουν στην ψηφιακή μόρφωση». Τα αποτελέσματα συμφωνούν με εκείνα της γερμανικής ψηφιακής έρευνας, η οποία έδειξε προπαντός μια ελλιπή ψηφιακή εκπαίδευση στα σχολεία. Κάθε τρίτος Γερμανός μόνο πιστεύει ότι οι δεξιότητες που μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο είναι επαρκείς.