ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ

Από τη σειρά «Το Μνημείο».
Από τη σειρά «Το Μνημείο». | © Sibylle Bergemann/OSTKREUZ

Ενώ τη δεκαετία του 1960 οι Γερμανοί φωτορεπόρτερ απολάμβαναν γενναιόδωρες παροχές σε ό,τι αφορούσε τα έξοδα ταξιδιού και διαμονής, σήμερα ελάχιστοι επαγγελματίες του συγκεκριμένου κλάδου μπορούν να ζήσεουν από την πώληση δικαιωμάτων για δημοσίευση φωτογραφιών τους. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός για τη φωτογραφία παραμένει αμείωτος ως σήμερα – τόσο στους ίδιους τους φωτογράφους όσο και στο κοινό.
 

 Τη δεκαετία του 1920 κυκλοφορούσαν ακόμη στη Γερμανία εκατοντάδες εφημερίδες και περιοδικά και το Βερολίνο είχε εξελιχθεί σε ένα από τα παγκόσμια κέντρα μέσων ενημέρωσης με τη μεγαλύτερη ποικιλία. Με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Gleichschaltung («ευθυγράμμιση») του Τύπου από τους εθνικοσοσιαλιστές, όμως, η ποικιλομορφία του γερμανικού Τύπου έσβησε. Μόλις τη δεκαετία του 1960 σημειώθηκε μια δεύτερη περίοδος άνθησης της γερμανικής φωτοειδησεογραφίας. Οι γνωστότεροι τότε Γερμανοί φωτορεπόρτερ Robert Lebeck, Thomas Höpker, Stefan Moses και Max Scheler κάλυπταν ειδήσεις από τη Γερμανία και απ’ όλο τον κόσμο για το Stern, το Quick ή το Kristall. Τα φωτογραφικά τους ρεπορτάζ δημοσιεύονταν σε συνέχειες σε αρκετά τεύχη ενός περιοδικού.

ΤΟ MAGNUM ΩΣ ΠΡΟΤΥΠΟ

Η σειρά φωτογραφιών και η υποδειγματική μεμονωμένη φωτογραφία ήταν και είναι οι δύο όψεις του φωτορεπορτάζ. Πολλά από τα ενσταντανέ προκύπτουν χάρη σε ένα μείγμα διαίσθησης και σύμπτωσης – χάρη στην «αποφασιστική στιγμή», όπως έλεγε κάποτε ο Henri Cartier-Bresson. Το 1947 ο Cartier-Bresson ήταν ανάμεσα στα τέσσερα ιδρυτικά μέλη του φωτογραφικού πρακτορείου Magnum, του γνωστότερου συνεταιρισμού φωτογράφων μέχρι σήμερα. Στόχος τους ήταν αφενός να δουλεύουν έχοντας μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τους πελάτες αλλά και να διαθέτουν τις φωτογραφίες τους με καλύτερους όρους στη διεθνή αγορά. Ας σημειωθεί ότι τα μεμονωμένα μέλη του Magnum ήταν το καθένα υπεύθυνο για συγκεκριμένες περιοχές του κόσμου.

Χωρίς τίτλο
© Heinrich Völkel/Ostkreuz
Το Magnum λειτούργησε, ακόμη, ως πρότυπο για το Ostkreuz, ένα γερμανικό πρακτορείο που ιδρύθηκε το 1990, επίσης στο Παρίσι. Το όνομά του το πήρε από ένα σταθμό του τραμ του Βερολίνου που συνέδεε το ανατολικό και το δυτικό τμήμα τής τότε διχοτομημένης πόλης. Πλέον, στο συνεταιρισμό του Ostkreuz ανήκουν πάνω από 20 φωτογράφοι. Όπως και οι συνάδελφοί τους στο Magnum εργάζονται διεθνώς, μεμονωμένα και ο καθένας με το δικό του στιλ. Η γεμάτη περιέργεια δημοσιογραφική ματιά τους στον κόσμο μπορεί κατά περίπτωση να είναι αινιγματική, «δοκιμιακή» ή καλλιτεχνική.

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΝΗΜΗ

Ορισμένες ημερήσιες εφημερίδες συνεργάζονται επί πολλά χρόνια με τους ίδιους φωτορεπόρτερ. Οι φωτογραφίες τής Barbara Klemm όχι μόνο έβαλαν από το 1970 «σφραγίδα» τους στην εμφάνιση των πολιτικών στηλών και των επιφυλλίδων της Frankfurter Allgemeine Zeitung, αλλά συνέβαλαν στη συλλογική μας εικονογραφική μνήμη. Φαίνεται πως η Klemm βρισκόταν πάντα τη σωστή στιγμή στο σωστό μέρος, για να αιχμαλωτίσει με τη φωτογραφική της μηχανή, συγκρατημένα αλλά και εστιασμένα, ιστορικές στιγμές στα ασπρόμαυρα φιλμ της των 35 mm. Το 1989 έλαβε το βραβείο «Dr. Erich Salomon» της Γερμανικής Εταιρείας για τη Φωτογραφία (Deutsche Gesellschaft für Photographie, DGPh) – την υψηλότερη διάκριση για φωτορεπόρτερ στη Γερμανία.

Η «γονυκλισία» του Willy Brandt στη Βαρσοβία.
Η «γονυκλισία» του Willy Brandt στη Βαρσοβία. | © dpa – Φωτογραφικό Αρχείο, picture-alliance / dpa
Είναι κυρίως τα καυτά κοινωνικά και τα πολιτικά θέματα τα οποία, συμπυκνωμένα στη φωτογραφική εικόνα, προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού μέχρι σήμερα. Κάποιες φορές πάλι μπορεί καθημερινές σκηνές να γίνουν συμβολικές εικόνες χάρη στην ιδιαίτερη ματιά ενός φωτογράφου, όπως όταν ο Willy Brandt γονάτισε το 1970 στο μνημείο του Γκέτο της Βαρσοβίας. Ή μια απλή καταγραφή να αποκτήσει ερμηνευτικές διαστάσεις, όπως μια ομάδα ανθρώπων που θρηνεί στη Λωρίδα της Γάζας κουβαλώντας δύο νεκρά παιδιά. Η φωτογραφία καταγράφει το γεγονός και την ίδια στιγμή γίνεται μια σιωπηλή κραυγή ενάντια στην αδικία. Για αυτή την περιγραφή μιας κατάστασης, ο Paul Hansen βραβεύτηκε το 2013 με το World Press Photo Award.

ΨΗΦΙΑΚΗ ΔΙΑΝΟΜΗ

Ο θάνατος του φωτορεπορτάζ έχει προαναγγελθεί ήδη πολλές φορές, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η τηλεόραση εξελίχθηκε σε μαζικό μέσο και μπορούσε να ενημερώσει πολύ πιο γρήγορα για την επικαιρότητα, ή όταν στη στροφή της χιλιετίας το Διαδίκτυο με τις νέες ψηφιακές δυνατότητες διανομής μπήκε σχεδόν μέσα σε κάθε σπίτι, καλύπτοντας όλο το ειδησεογραφικό φάσμα και, κατά κάποιον τρόπο, σε πραγματικό χρόνο. Ωστόσο, ημερήσιες και εβδομαδιαίες εφημερίδες, αλλά και εικονογραφημένα περιοδικά εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ το ίδιο το φωτογραφικό ρεπορτάζ προσαρμόζεται αυτομάτως στα διάφορα μέσα δημοσίευσης και στο πλαίσιο του εκάστοτε περιεχομένου τους. Πριν από μερικές δεκαετίες η προσαρμογή αφορούσε την πολυσυζητημένη αλλαγή από το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο, ενώ πριν από μια δεκαετία τη στροφή από το αναλογικό στο ψηφιακό.
 
Στη σημερινή φωτοειδησεογραφία απαιτείται ταχύτητα, πράγμα που επιτυγχάνεται προφανώς μόνο με ψηφιακές εικόνες. Η συζήτηση για το τι είναι αυθεντικό, αλλά και ηθικά θεμιτό, διατρέχει σαν κόκκινο νήμα όλη την ιστορία του φωτογραφικού ρεπορτάζ – και όχι μόνο στη Γερμανία. Ειδησεογραφικές φωτογραφίες και φωτογραφίες - ντοκουμέντα δημοσιεύονται τυπωμένες σε περιοδικά, αναρτώνται στο Διαδίκτυο και παρουσιάζονται σε οθόνες, όπως και σε εκθέσεις, συνοδευτικούς καταλόγους ή βιβλία. Αυτή η διευρυμένη, φαινομενικά δημοκρατική διανομή είναι για τους φωτογράφους ευχή και κατάρα. Από την πώληση δικαιωμάτων δημοσίευσης δεν μπορεί να ζήσει σχεδόν κανένας τους σήμερα.
 
Μια έκθεση με αφορμή την 25η επέτειο του πρακτορείου Ostkreuz, η οποία περιοδεύει διεθνώς, μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο μετά την Πτώση του Τείχους στο Βερολίνο και παρουσιάζει καυτά, επίκαιρα κοινωνικοπολιτικά θέματα, όπως η Επανάσταση στην Αίγυπτο. Αυτά που συγκεντρώνει ένας φωτογράφος στο ρεπορτάζ του είναι πάντα οπτικοποιημένες σκέψεις και ψήγματα μνήμης. Ο ορισμός ενός διάσημου Γερμανού φωτορεπόρτερ για το τι σημαίνει «καλή» φωτογραφία ήταν: να είναι τυπωμένη σε ένα «σαλόνι». Και το ίδιο εξακολουθεί να ισχύει στην ουσία ως σήμερα.