ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΚΑΙ Ο ΓΥΡΟΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙ

«Ελλάς Μονάχου» στο Kammerspiele München.
«Ελλάς Μονάχου» στο Kammerspiele München. | © Judith Buss 2018

Ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης έγιναν γνωστοί στη Γερμανία με τα θεατρικά ντοκιμαντέρ τους ως χρονικογράφοι της ελληνικής μετανάστευσης. Στην Αθήνα είναι υπεύθυνοι της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Με το έργο «Καθαρή Πόλη», που περιοδεύει εδώ και χρόνια με επιτυχία στην Ευρώπη, ανεβάζουν επί σκηνής μετανάστριες καθαρίστριες από την Αθήνα. Μιλήσαμε μαζί τους για το τελευταίο τους θεατρικό, με τίτλο «Ελλάς Μονάχου», που έκανε πρεμιέρα στο Kammerspiele του Μονάχου και θα παρουσιαστεί στις 10, 11 και 12 Ιουλίου 2018 στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου.

Κύριε Τσινικόρη, κύριε Αζά, τα τελευταία χρόνια φωτίσατε με τα έργα «Τηλέμαχος», «Καθαρή Πόλη» και «Ελλάς Μονάχου» διάφορες πτυχές της ελληνικής μεταναστευτικής ιστορίας. Πώς συνδέονται αυτά τα τρία έργα μεταξύ τους;
 
Πρόδρομος Τσινικόρης: Αυτά τα τρία έργα εμείς τα θεωρούμε μέρη μιας τριλογίας για την ελληνική μετανάστευση, κομμάτια δηλαδή ενός μεγαλύτερου αφηγήματος με θέμα τη μετανάστευση. Το έργο «Τηλέμαχος», που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2013 στο Ballhaus Naunynstrasse, πραγματευόταν τη συνάντηση επί σκηνής δύο γενεών Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία, αφενός των γκάσταρμπάιτερ της δεκαετίας του ’60, και αφετέρου των νέων ανθρώπων που στις αρχές της οικονομικής κρίσης εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Στο «Καθαρή Πόλη», δύο χρόνια πριν, προσκαλέσαμε στη σκηνή πέντε μετανάστριες καθαρίστριες, οι οποίες μιλούν για την Ελλάδα και τα βιώματά τους. Τέλος, στο «Ελλάς Μονάχου» στραφήκαμε αποκλειστικά στους νέους μετανάστες της βαυαρικής πρωτεύουσας. Πρόκειται για ένα διαρκές πηγαινέλα ανάμεσα σε χώρες και πόλεις, μια αέναη αναζήτηση για μια «πατρίδα» ή ένα σπιτικό, γεγονός που αντικατοπτρίζει και τις προσωπικές πορείες ζωής μας, του Ανέστη και τη δική μου.

Το «Ελλάς Μονάχου» αναφέρεται σε ελληνικές ιστορίες από το Μόναχο. Πώς επιλέξατε τις ιστορίες που παρουσιάζονται στο έργο;

Τσινικόρης: Ξέραμε εξαρχής ότι θα ήταν να δύσκολο να συμπυκνώσουμε 60 χρόνια ιστορίας της ελληνικής μετανάστευσης στο Μόναχο σε ένα και μοναδικό έργο και να τα παρουσιάσουμε επί σκηνής. Η ελληνική κοινότητα του Μονάχου έχει αυτή τη στιγμή γύρω στα 35.000 άτομα και η έρευνά μας θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολλούς μήνες ακόμη. Εκείνο που θέλαμε οπωσδήποτε να αποφύγουμε ήταν η συνάντηση δύο γενιών, αυτό που δείξαμε δηλαδή στον «Τηλέμαχο». Παρότι δεν θέσαμε ηλικιακούς περιορισμούς στις συνεντεύξεις που πήραμε και πολλές μικρές ιστορίες και βιώματα ενσωματώθηκαν στο κείμενο, αποφασίσαμε να δουλέψουμε αποκλειστικά με τους νέους μετανάστες, οι οποίοι στην Ελλάδα ανήκαν στη γενιά των working poor, αντρών και γυναικών δηλαδή με προσόντα, που παρότι εργάζονταν ήταν φτωχοί ή ζούσαν στο όριο της φτώχειας.
 
Ανέστης Αζάς: Για το «Ελλάς Μονάχου» εμπνευστήκαμε από την παλιά ελληνική ραδιοφωνική εκπομπή της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, η οποία επί χρόνια έφερνε στις ελληνικές κοινότητες της Γερμανίας «ένα κομμάτι πατρίδα στο σαλόνι τους». Έχουμε σκηνοθετήσει το έργο σαν ραδιοφωνική εκπομπή, όπου ο Πρόδρομος είναι ο παρουσιαστής και διηγείται «τα αιώνια βάσανα των νέων Ελλήνων». Εκεί έχουν συμπεριληφθεί και ιστορίες της παλαιότερης γενιάς, μέσω των τηλεφωνικών συζητήσεων, αλλά το έργο παραμένει εστιασμένο στους τρεις νεοαφιχθέντες στο Μόναχο πρωταγωνιστές, την Κατερίνα Σόφτση, τον Βαλάντη Μπεΐνογλου και τον Άγγελο Γεωργιάδη, και τις περιπέτειές τους στη Βαυαρία.  
 

«ΕΛΛΑΣ ΜΟΝΑΧΟΥ» – ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:

Αθήνα (Φεστιβάλ Επιδαύρου): 10.7 έως 12.7.2018, 9.00 μ.μ.

Μόναχο (Kammerspiele): 23 και 24 Ιουλίου 2018, 8.00  μ.μ.

Έχετε στο μεταξύ ασχοληθεί με ελληνικές κοινότητες σε πολλά μέρη της Γερμανίας, ενώ ο Πρόδρομος έχει μεγαλώσει στο Βούπερταλ. Υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες των Ελλήνων του Μονάχου;
 
Τσινικόρης: Αυτό είναι σχετικά δύσκολο να απαντηθεί, ωστόσο μια μεγάλη διαφορά έγκειται στο ότι, σε αντίθεση με άλλες πόλεις, το Μόναχο ήταν μια πόλη στην οποία έρχονταν όχι μόνο γκάσταρμπάιτερ για να βρουν δουλειά στην BMW, τη Siemens, τη MAN κ.λπ., αλλά και πολλοί πολιτικοποιημένοι πολίτες που ήθελαν να γλιτώσουν από τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών (1967-1974). Ύστερα, ήρθαν και κάποιοι νέοι άνθρωποι από την ανώτερη μεσαία τάξη για να σπουδάσουν. Μια και αυτοί δεν χρειαζόταν να κάθονται όλη μέρα στο εργοστάσιο και να σπάσουν το ρεκόρ των παραχθέντων κομματιών, μπόρεσαν να ενσωματωθούν πιο γρήγορα και πιο καλά στην κοινωνία του Μονάχου. Αυτή τη διαφορετικού είδους ένταξη τη βλέπουμε και στο γεγονός ότι σε κανένα σημείο του Μονάχου δεν υπάρχουν πέντε ελληνικά μαγαζιά το ένα δίπλα στ’ άλλο, όπως ξέρω ότι συμβαίνει σε πόλεις σαν το Βούπερταλ, το Ντύσελντορφ ή τη Στουτγάρδη. Παρεμπιπτόντως, κάτι που είναι αστείο αλλά δείχνει και μία ακόμη ιδιαιτερότητα που προσέξαμε είναι το πιάτο «γύρος καλαμάρι», που το έχουμε δει μόνο σε ελληνικά εστιατόρια του Μονάχου και το οποίο μας δημιούργησε μεγάλα γαστρονομικά ερωτηματικά.

Αζάς: Πρωτύτερα δεν γνωρίζαμε σχεδόν καθόλου το Μόναχο ως πόλη. Όταν περάσαμε χρόνο εκεί, για να κάνουμε τις συνεντεύξεις και την έρευνά μας, αντιληφθήκαμε γρήγορα ότι είναι σχεδόν αδύνατο να μείνει κανείς σε αυτή την πόλη αν δεν έχει μια καλοπληρωμένη δουλειά. Ή βγάζεις χρήματα, ή πας κάπου αλλού. Η ζωή είναι γενικά πολύ ακριβή στο Μόναχο και πολύ δύσκολα θα τα έβγαζε κανείς πέρα με δουλειές του ποδαριού ή με το επίδομα πρόνοιας Hartz IV. Τα πράγματα εκεί είναι πολύ διαφορετικά δηλαδή απ’ ό,τι στο Βερολίνο, για παράδειγμα, που συχνά ακόμη και με λίγα χρήματα η επιβίωση μπορεί να γίνει ως και διασκεδαστική. Όταν κάποιος έρχεται να εγκατασταθεί στο Μόναχο, το κάνει λόγω δουλειάς. Ανάμεσα στους νέους Έλληνες πολίτες Μονάχου, συναντάς τις πιο πολλές φορές ανθρώπους με υψηλά προσόντα, που στην Ελλάδα δεν είχαν καμία ευκαιρία επαγγελματικής αποκατάστασης. Είναι το λεγόμενο φαινόμενο brain drain.
 
  • v.l.n.r.: Prodromos Tsinikoris, Valantis Beinoglou © Judith Buss 2018

  • Valantis Beinoglou, Angelos Georgiadis © Judith Buss 2018

  • Valantis Beinoglou, Prodromos Tsinikoris, Aikaterini Softsi, Angelos Georgiadis © Judith Buss 2018

  • Valantis Beinoglou © Judith Buss 2018

  • Aikaterini Softsi, Valantis Beinoglou, Angelos Georgiadis © Judith Buss 2018

Τι μπορεί να προσφέρει το θέατρο-ντοκιμαντέρ σε ό,τι αφορά την υποστήριξη περιθωριοποιημένων ομάδων;

Αζάς: Στο επίκεντρο της δουλειάς μας βρίσκονται πάντα άνθρωποι που αγωνίζονται για να καταφέρουν μέσα από μια κατάσταση υπερπροσπάθειας να επιβιώσουν – ενάντια σε «δυνάμεις» που είναι ισχυρότερες από τους ίδιους. Είτε πρόκειται για περιθωριοποιημένες ομάδες είτε όχι, εμείς θέλουμε να δείξουμε πραγματικότητες που σπάνια προβάλλονται, όπως για παράδειγμα τον θεσμοποιημένο ρατσισμό, προκειμένου να επιφέρουμε μια μικρή αλλαγή στην προοπτική των θεατών. Το αξίωμα της Σέρμιν Λάνγκχοφ για το μετα-προσφυγικό θέατρο μάς έχει επηρεάσει βαθύτατα: «Να διηγούμαστε ιστορίες για τη Γερμανία από τη σκοπιά των Άλλων». Αυτό επιχειρήσαμε και με την «Καθαρή Πόλη», που είναι μια ελληνική αφήγηση από τη σκοπιά των μεταναστριών καθαριστριών, οι οποίες ζουν και εργάζονται εκεί. Την ίδια προσέγγιση ακολουθούμε και στα ελληνογερμανικά έργα μας.
 
Τσινικόρης: Εκείνο που ανέκαθεν μας ενδιέφερε ήταν να διερευνήσουμε εναλλακτικές αφηγήσεις, πέρα από τον δημόσιο mainstream λόγο, ύστερα να δουλέψουμε πάνω σε αυτές και στη συνέχεια να τις παρουσιάσουμε στο θέατρο. Αφηγήσεις και πορείες ζωής μακριά από τα κατασκευασμένα κλισέ και στερεότυπα, τα οποία θα μπορούσαν να παρακινήσουν σε μια άλλη θεώρηση των περιθωριοποιημένων ομάδων. Για να το κάνουμε αυτό, το θέατρο-ντοκιμαντέρ αποδείχθηκε το πιο κατάλληλο είδος. Άλλωστε σκοπός είναι και να καταστήσουμε ορατά ορισμένα πράγματα, να τα φέρουμε στην επιφάνεια, γι’ αυτό και, π.χ., δεν θα κάναμε ποτέ το «Καθαρή Πόλη» με ηθοποιούς (που θα ερμήνευαν το κείμενο των μεταναστριών καθαριστριών).
 
Ποιες πτυχές της ελληνογερμανικής ιστορίας θα θέλατε να δείξετε στο θέατρο μελλοντικά;

Τσινικόρης: Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια για μια νέα παραγωγή. Νομίζω ότι δικαιούμαστε ένα διάλειμμα από τη θεματική της ελληνογερμανικής μετανάστευσης.

Αζάς: Πολύ φοβάμαι ότι η ενασχόλησή μας με την ελληνογερμανική ιστορία δεν θα σταματήσει ποτέ. Εντέλει είναι μέρος της ταυτότητάς μας. Αυτή τη στιγμή όμως χρειαζόμαστε να αποστασιοποιηθούμε λίγο από το θέμα, εκτός και αν παρουσιαστεί κάποιο καταπληκτικό έργο.