ΒΙΝΤΕΟ
«Τα πολιτισμικά συμφραζόμενα στη μετάφραση λογοτεχνίας»

Μετάφραση
© Shutterstock

​Διαδικτυακό σεμινάριο: Τα πολιτισμικά συμφραζόμενα στη μετάφραση λογοτεχνίας, 9 Νοεμβρίου 2020.
 


Prinzinger: Καλησπέρα και από μένα. Ευχαριστώ πολύ την Anne-Bitt Gerecke για τα εισαγωγικά της λόγια. Σήμερα σκοπεύουμε να θίξουμε κάποιους εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν και καθορίζουν τη λογοτεχνική μετάφραση. 
Καταπιαστήκαμε με πέντε θεματικούς τομείς, τους οποίους πρόκειται τώρα να εξετάσουμε.
Ας περάσουμε κατευθείαν στο πρώτο θέμα και σε μια ερώτηση η οποία μπορεί να μοιάζει σχεδόν κοινότοπη, είναι ωστόσο πολύ σημαντική.
 
Έχει σημασία το πού ζει ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια; Μπορούμε να μεταφράσουμε εξίσου καλά και προς τις δύο γλωσσικές κατευθύνσεις; Τι ρόλο παίζουν το βιογραφικό υπόβαθρο και η εκπαίδευση όσων μεταφράζουν; Ποια είναι η επίδραση που ασκεί στη μετάφραση η ομιλία μιας γλώσσας ως μητρικής, αλλά και ο τόπος διαβίωσης;

Θα ήθελα τώρα να καλωσορίσω τον Χρήστο Αστερίου και τη Μαριάννα Χάλαρη. Ανυπομονώ να ακούσω όλα όσα έχετε να μας πείτε σχετικά με αυτό το θέμα.

Ο Χρήστος Αστερίου γεννήθηκε στην Αθήνα, ενώ από το 2017 ζει και εργάζεται στο Βερολίνο ως καθηγητής Γερμανικών, συγγραφέας και μεταφραστής, και επιπλέον διδάσκει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 διηύθυνε στην Αθήνα το γερμανικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης Λογοτεχνίας, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Αυτό τον καιρό είναι μέλος της κριτικής επιτροπής στο πρόγραμμα επιχορήγησης μεταφράσεων Litrix.de του Ινστιτούτου Γκαίτε, για το οποίο θα μας μιλήσει ο ίδιος εκτενέστερα στην πορεία της συζήτησής μας. Στο επίκεντρο του προγράμματος μέχρι το 2021, μάλιστα, βρίσκεται η επιχορήγηση μεταφράσεων στην ελληνική γλώσσα.

Αστερίου: Καλησπέρα από το Βερολίνο, δυστυχώς δε μπορούμε να βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, μπορούμε όμως σε αυτό το ονλάιν σεμινάριο να ανταλλάξουμε απόψεις για τη λογοτεχνία και τη μετάφραση. Το δικό μου μεταφραστικό background είναι το εξής. Στην οικογένειά μου δε μιλούσε κανένας γερμανικά ούτε είχαμε κανένα γερμανικό background. Ταξίδευα όμως από μικρή ηλικία στο γερμανόφωνο χώρo, αλλά δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου να μεταφράσω. Ήξερα όμως ότι ήθελα να σπουδάσω γερμανική φιλολογία. Το πρώτο crush, θα έλεγα, που ήταν σχεδόν ερωτικό, ήταν με μια μετάφραση του Ρίλκε, τα Γράμματα σε έναν νέο ποιητή, που διάβασα στο τέλος του λυκείου. Τότε πρώτη φορά άρχισα να αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσε να είναι αυτό το κείμενο στα γερμανικά, ενώ δεν είχα καμιά πρόσβαση στο πρωτότυπο, μιλάμε βέβαια για την προ ίντερνετ περίοδο. Τότε υπήρχε ένα μικρό βιβλιοπωλείο στη οδό Ακαδημίας που προμηθευόμασταν, με μεγάλη καθυστέρηση, γερμανικά βιβλία ή επίσης από τη βιβλιοθήκη του ινστιτούτου Goethe. Το αντίστροφο έγινε πάλι με ένα κείμενο του Ρίλκε, Die Aufzeichnungen des Malte Laurids Brigge, που με μάγεψε τόσο πολύ που άρχισα να αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσε αυτό να μεταφερθεί στα ελληνικά. Πρόκειται για ένα βιβλίο τόσο εκπληκτικό που είναι σχεδόν αδύνατον. Μετά έπεσε στα χέρια μου μια από τις πρώτες μετάφρασεις που δε με ικανοποίησε και επέστρεψα στο πρωτότυπο. Δεν ξέρω κατά πόσον βοηθάει να είσαι σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Υπάρχουν εξαιρετικοί μεταφραστές που δεν έχουν ταξιδέψει ποτέ στις χώρες την λογοτεχνία των οποίων μεταφράζουν. Ειδικά στη σημερινή εποχή που όλα τα ηλεκτρονικά κανάλια είναι ανοιχτά είναι πολύ πιο εύκολο να βρει κανείς τις λύσεις που αναζητά. Η παλαιότερη γενιά μεταφραστών είχε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από τη δική μας.

Prinzinger: Σε ευχαριστούμε πολύ. Θα περάσω τώρα στη Μαριάννα Χάλαρη. Ζει στην Αθήνα και είναι νέα, ανερχόμενη μεταφράστρια. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία και Μετάφραση/Μεταφρασεολογία, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησαν σε μετάφρασή της κείμενα Φιλελλήνων του 19ου αιώνα. Έχει μεταφράσει επίσης ένα ιστορικό μυθιστόρημα και παιδικά βιβλία γνώσεων. Θέλεις να μας πεις ποιο είναι το δικό σου προσωπικό υπόβαθρο;

Χάλαρη: Εγώ προέρχομαι από ένα διπλό πολιτισμικό πλαίσιο, από Γερμανίδα μητέρα και πατέρα Έλληνα. Εκεί τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα, δεν είμαι σίγουρη αν μπορεί κανείς να θεωρήσει αυτό το περιβάλλον οικείο για έναν μεταφραστή. Επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ελλάδα, δε θα μπορούσα να μεταφράσω με εξίσου μεγάλη αυτοπεποίθηση και προς τα γερμανικά. Ωστόσο, επειδή έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τα γερμανικά, ενδεχομένως να έχω ένα αναπτυγμένο αισθητήριο σε ό,τι αφορά π.χ. τη διάκριση κάποιων σημασιολογικών αποχρώσεων ή συγκεκριμένες συντακτικές δομές που μου έρχονται στο μυαλό: Σκέφτομαι μερικές φορές στα γερμανικά,  και δεν εννοώ μόνο τα της νοοτροπίας. Έχω συγκεκριμένους γερμανισμούς στο μυαλό μου μερικές φορές. Δε νομίζω πως θα μπορούσα να μεταφράσω λογοτεχνία στα γερμανικά, μεταφράζω όμως έγγραφα και κείμενα με το πραγματολογικό πλαίσιο των οποίων έχω εξοικειωθεί. Αλλά δεν πιστεύω ότι θα μπορούσα να αντεπεξέλθω στην αναδημιουργία ενός λογοτεχνικού κειμένου σε μια γλώσσα την οποία μεταχειρίζομαι συνήθως ως γλώσσα-πηγή.

Prinzinger: Καταλαβαίνεις, φυσικά, ότι το ζηλεύω αυτό το γλωσσικό υπόβαθρο, το να μεγαλώνεις δηλαδή με δύο γονείς που μιλούν διαφορετικές γλώσσες. Εγώ, πάλι, δεν προέρχομαι από οικογένεια με ελληνικό υπόβαθρο. Αυτό είναι το πρώτο που σκέφτεται ο κόσμος όταν ακούει πως κάποιος επέλεξε να σπουδάσει ένα αντικείμενο εξωτικό για τα γερμανικά δεδομένα, όπως είναι η Βυζαντινολογία και η Νεοελληνική Φιλολογία, που σπούδασα εγώ. Έχω, όμως, μια συναισθηματική σχέση με την Ελλάδα, αλλά εξ αποστάσεως. Αυτό μου επιτρέπει βέβαια να δω κάποια πράγματα πιο καθαρά. Η δική μου μητρική γλώσσα είναι τα γερμανικά, με έντονο το στοιχείο του αυστριακού-βιεννέζικου ιδιώματος. Πρώτη φορά το συνειδητοποίησα το 1990, όταν έφυγα από τη Βιέννη για να πάω να ζήσω στο Βερολίνο: Ζήτησα «Semmeln» (ψωμάκια) στον φούρνο και σχεδόν με μάλωσαν, λέγοντάς μου ότι τα ψωμάκια στο Βερολίνο τα λέμε «Schrippen» κι όχι «Semmeln».  Στη γερμανική γλώσσα υπάρχουν έντονες διαφορές ανάλογα με την περιοχή, γεγονός που παίζει ρόλο και στη μετάφραση. Αυτό έτυχε να το συνειδητοποιήσω για τα καλά όταν άτομα από την Αυστρία διάβασαν μεταφράσεις μου και μου επέστησαν την προσοχή στην υπερβολική προσαρμογή μου στο βόρειο γερμανικό ιδίωμα, το οποίο είναι αυτό που κυριαρχεί στον γερμανόφωνο χώρο. Η απορία τους ήταν γιατί δεν μεταφράζω, ας πούμε, «Knödel» αντί για «Klöße», όταν γίνεται λόγος για κροκέτες, κεφτεδάκια ή γιουβαρλάκια… Πρόκειται για κάτι που αντιλήφθηκα εξίσου καλά και κατά τη συνεργασία μου με τον ελβετικό εκδοτικό οίκο Diogenes, ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια εκδίδει τα βιβλία του Πέτρου Μάρκαρη σε δική μου μετάφραση. Επικρατεί κάτι σαν φόβος, μην τυχόν και μας ξεφύγει κάποια απόκλιση προς το αυστριακό ή το ελβετικό ιδίωμα, διότι αυτό δεν είναι ιδιαίτερα αποδεκτό από το αναγνωστικό κοινό και τους κριτικούς της Γερμανίας. Όσον αφορά τη σχέση μου με τα ελληνικά, ξεκίνησα να μαθαίνω τη γλώσσα στα 17 και στη συνέχεια σπούδασα Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία στη Βιέννη. Για μένα, ως μεταφράστρια λογοτεχνίας, ισχύει το σωκρατικό ρητό Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα, αλλά και το καρτεσιανό Αμφιβάλλω, άρα σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Με άλλα λόγια, εμείς οι μεταφραστές κάνουμε εξαντλητική έρευνα, ξανά και ξανά, και αναρωτιόμαστε: Το έχω καταλάβει όντως σωστά; Και συχνά επιστρέφουμε στην πρωταρχική μας λύση, την οποία στην αρχή δεν ήμασταν πρόθυμοι να δεχτούμε ως ικανοποιητική.
Συνοψίζοντας θα έλεγα το εξής: Από ό,τι φαίνεται, ισχύει και για τους τρεις μας πως οι εξωτερικοί παράγοντες της καταγωγής, της γλώσσας, της εκπαίδευσης, της βιογραφίας του καθενός μας αλλά και του εκάστοτε τόπου διαβίωσης όντως επηρεάζουν το μεταφραστικό μας έργο με ποικίλους τρόπους.
 
Το δεύτερο θέμα με το οποίο πρόκειται να ασχοληθούμε σήμερα είναι το ζήτημα της επιμέλειας. Κι αμέσως προκύπτει το ερώτημα: Τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «επιμέλεια» στο γερμανόφωνο και τι στον ελληνόφωνο χώρο; Οι γερμανόφωνοι εκδοτικοί οίκοι είναι γνωστοί, ίσως μάλιστα και διαβόητοι, για την εμβριθή επιμέλεια που κάνουν, ακόμα και σε μεταφράσεις. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται εκ νέου λεπτομερής επεξεργασία του μεταφρασμένου κειμένου και διατυπώνονται πολλές προτάσεις για τη διόρθωσή του. Χρήστο, ποια είναι η δική σου άποψη; Τι σημαίνει «επιμέλεια» στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή;
 
Αστερίου: Όντως στον γερμανικό χώρο και στον αγγλοσαξωνικό ο εκδότης έχει πολύ μεγαλύτερο «λέγειν» στην έκδοση. Μπορεί να προτείνει τίτλους, να αλλάξει και να κόψει ολόκληρα κομμάτια. Στον ελληνικό χώρο γίνεται λιγότερο αυτό. Μια βασική διαφορά από τη Γερμανία είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε γλωσσική επιμέλεια και επιμέλεια μετάφρασης. Συνήθως στο δικό μας χώρο η επιμέλεια μετάφρασης γίνεται ή αν κάποιος έχει παραδώσει μια μέτρια έως κακή μετάφραση και ο εκδότης, προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση, ρωτάει έναν δεύτερο, πιο πεπειραμένο μεταφραστή να κάνει επιμέλεια της μετάφρασης. Από την άλλη υπάρχει η γλωσσική επιμέλεια που αφορά και τα λογοτεχνικά κείμενα και τις μεταφράσεις. Πρόσφατα διάβασα ένα βιβλίο από μια γλώσσα την οποία δεν την ξέρω, τα εβραϊκά. Η μετάφραση στα ελληνικά δεν μου άρεσε και προσπάθησα να κάνω για μερικές σελίδες μόνο μια γλωσσική επιμέλεια, χωρίς να ξέρω το πρωτότυπο. Σε μερικά σημεία δούλεψε, γιατί δεν είχε γίνει καλή πραγματολογική δουλειά. Υπάρχουν, λοιπόν, διαφορές, όταν μιλάμε για επιμέλεια. Υπάρχει η γλωσσική, πραγματολογική και η καθαρά μεταφραστική.
 
Prinzinger: Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και εντελώς διαφορετικό από ό,τι στα γερμανικά πράγματα. Θα ήθελα να ακούσω τι έχει να μας πει και η Μαριάννα Χάλαρη, μια νέα μεταφράστρια, η οποία πρόσφατα απέκτησε τις πρώτες της εμπειρίες ως προς το κομμάτι της επιμέλειας.
 
Χάλαρη: Η δική μου εμπειρία είναι κάπως περιορισμένη, αλλά και ενδεικτική των διαφορετικών προσεγγίσεων που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο. Υπήρξαν, για παράδειγμα, περιπτώσεις στις παλιότερες δικές μου μεταφράσεις, στις οποίες παρέδιδα τη μετάφραση και έβλεπα μετά από κάποιους μήνες έτοιμο το βιβλίο στο ράφι, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια συνεννόηση με τον επιμελητή ή την επιμελήτρια. Ωστόσο, στις μεταγενέστερες είχα συνεργασία με τις επιμελήτριες, και μάλιστα πολύ καλή. Έμαθα πράγματα από τις παρατηρήσεις τους. Άρχισα σταδιακά να συνειδητοποιώ ίσως και περισσότερο πώς καταλήγω σε κάποιες επιλογές που επαναλαμβάνονταν, και γενικότερα απέκτησα μια αίσθηση ασφάλειας, ότι υπάρχουν άλλα δύο μάτια για να με γλυτώσουν από τυχόν κακοτοπιές. Πολλές φορές επηρεάζεται αυτή η σχέση με τον επιμελητή και την επιμελήτρια όταν είναι κάποιος άπειρος. Προσωπικά δεν είχα γνώση του πώς ακριβώς πρέπει κανείς να διατηρήσει τη σχέση του με τους άλλους, άμεσα συνδεδεμένους κρίκους της εκδοτικής αλυσίδας, και έτσι δημιουργήθηκε αυτή η κάπως αμήχανη κατάσταση.
 
Prinzinger: Στον γερμανόφωνο χώρο η κατάσταση είναι η εξής: Τις περισσότερες φορές έχω να κάνω με επιμελητές και επιμελήτριες που δεν γνωρίζουν ελληνικά, ή τουλάχιστον όχι σε ικανοποιητικό βαθμό – εδώ τους ονομάζουμε «τυφλούς επιμελητές». Και αυτό έχει βέβαια κάποιες συνέπειες για όλους και όλες εμάς που μεταφράζουμε λογοτεχνία από τα ελληνικά. Η μεταφράστρια αναλαμβάνει αυτομάτως το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης. Γνωρίζει ότι, στην καλύτερη περίπτωση, η επιμελήτρια έχει στη διάθεσή της και μια μετάφραση σε άλλη γλώσσα, για παράδειγμα στα αγγλικά ή στα γαλλικά, προκειμένου να μπορέσει να κάνει σύγκριση. Με το πρωτότυπο, όμως, δεν μπορεί να κάνει αντιπαραβολή, ενώ στον γερμανόφωνο χώρο η διαδικασία αυτή της επιμέλειας πραγματοποιείται συνήθως με μεγάλη λεπτομέρεια. Δεν πρόκειται φυσικά για κάποιο είδος άσκησης κριτικής στη δουλειά του μεταφραστή, και πιστεύω ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναγράφεται το όνομα της επιμελήτριας στο βιβλίο –πράγμα που δεν συμβαίνει παρά μόνο σε λίγους εκδοτικούς οίκους–, καθώς εκείνη συμβάλλει κατά πολύ στη βελτιστοποίηση της ποιότητας μιας μετάφρασης. Όταν μεταφράζεις από τα ελληνικά, και πιθανότατα και από «μικρές» γλώσσες γενικότερα, αναγκάζεσαι συχνά να κάνεις ένα είδος προ-επιμέλειας ή και συν-επιμέλειας – χωρίς πρόσθετη αμοιβή. Γιατί νιώθεις υπεύθυνη για την απόδοση της λογοτεχνίας την οποία προασπίζεσαι. Πρέπει επίσης να συνηθίσεις πολύ γρήγορα να διορθώνεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Πρέπει να εξασκηθείς στην ικανότητα να παίρνεις απόσταση από τη δική σου μετάφραση και να τη διαβάζεις, να την αξιολογείς και να την επεξεργάζεσαι σαν να ανήκε σε κάποιον άλλο. Η μετάφραση άλλωστε θέλει εξάσκηση, όπως ακριβώς το κολύμπι ή το πιάνο. Όσο περισσότερο εξασκούμαστε τόσο καλύτεροι γινόμαστε. Μια μεταφράστρια πεζογραφίας έχει πολλές δυνατότητες να φέρει το κείμενο-πηγή κοντά στο αναγνωστικό κοινό-στόχο, ή και να το προσαρμόσει και λιγάκι, με τη βοήθεια της σύνταξης, της επιλογής των λέξεων ή του επιπέδου του ύφους. Ψάχνει την ισορροπία μεταξύ μιας μέχρις ενός βαθμού αποδεκτής ξενικότητας την οποία οφείλει να διαθέτει το κείμενο, και της ενσωμάτωσης αυτού του ξενόγλωσσου κειμένου στη γερμανική λογοτεχνία, μέσω της μεταφοράς του στη γερμανική γλώσσα. Στο ερώτημα «Προς τα πού πρέπει να κατευθύνει ο μεταφραστής το έργο του: προς τον συγγραφέα ή τον αναγνώστη;» οι περισσότεροι συνεργάτες εκδοτικών οίκων δίνουν συνήθως την ίδια απάντηση: Προς τον αναγνώστη. Η δική μου συνεργασία με τις λεγόμενες «τυφλές» επιμελήτριες υπήρξε πολύ καλή. Βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αυτή την υποθετική συνθήκη, το γεγονός δηλαδή ότι το μεταφρασμένο κείμενο αποτελεί αντικείμενο εξαντλητικής επιμέλειας σαν να ήταν γερμανικό, χωρίς όμως να είναι στην πραγματικότητα. Όλοι μας, όμως, ενεργούμε ακριβώς σαν να ήταν τέτοιο· κι αυτό είναι κάτι το συναρπαστικό.  

Κατά την περιγραφή των εξωτερικών συμφραζομένων της δουλειάς μας περάσαμε από το ατομικό βιογραφικό υπόβαθρο στην επιμέλεια, στην τρόπον τινά δευτερογενή επεξεργασία του κειμένου. Το τρίτο θέμα, με το οποίο θα καταπιαστούμε τώρα, θίγει άλλον έναν παράγοντα που επηρεάζει το μεταφραστικό έργο, και συγκεκριμένα τον τομέα της επαγγελματικής δικτύωσης.
 
Υπάρχουν πολιτισμικές διαφορές ως προς την επαγγελματική δικτύωση; Έχουν άλλους τρόπους δικτύωσης οι συνάδελφοι στην Ελλάδα από εκείνους στον γερμανόφωνο χώρο; Παλεύουμε όλες μόνες μας ή ποντάρουμε στη συλλογικότητα; Ποια είναι τα επαγγελματικά και ιδιωτικά δίκτυα που υπάρχουν και ποιες οι επαγγελματικές ενώσεις; Υπάρχουν θεσμοί που χρηματοδοτούν μεταφράσεις; Και πού ακριβώς έγκεινται οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών;
 
Θα ήθελα να συνεχίσουμε με σένα, Μαριάννα. Δώσε μας μια εικόνα για το πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα.
 
Χάλαρη: Θα έλεγα, πριν περάσουμε σε μια σύνοψη για το πώς αντιλαμβάνομαι εγώ τον χώρο των μεταφραστών εδώ στην Ελλάδα, να δούμε πρώτα απ’ όλα ποιες επαγγελματικές ενώσεις υπάρχουν, για να έχουμε μια συνολικότερη ιδέα.
Υπάρχει πρωτίστως η Πανελλήνια Ένωση Μεταφραστών, η ΠΕΜ. Έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη, ιδρύθηκε το 1963, αριθμεί πολλά μέλη και λειτουργεί και ως βάση δεδομένων με την οποία μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή με τα μέλη της. Υπάρχει επίσης η ΠΕΕΜΠΙΠ, η Πανελλήνια Ένωση Επαγγελματιών Μεταφραστών Πτυχιούχων Ιονίου Πανεπιστημίου, με έδρα την Κέρκυρα, ιδρύθηκε το 2004 και απευθύνεται περισσότερο στους αποφοίτους του Ιονίου Πανεπιστημίου. Επιπλέον υπάρχει και ο ΣΜΕΔ, ο Σύλλογος Μεταφραστών-Επιμελητών-Διορθωτών, με έδρα την Αθήνα, που ιδρύθηκε το 2009. Υπάρχει επίσης η Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας που απονέμει και σχετικά βραβεία, η οποία από ό,τι είδα δεν έχει ιστοσελίδα στο ίντερνετ. Βραβεία για μεταφραστές λογοτεχνίας απονέμει και το Υπουργείο Πολιτισμού στο πλαίσιο των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας.
Το κοινό σε όλες αυτές τις επαγγελματικές ενώσεις που ανέφερα είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων των μεταφραστών, η προώθηση της μεταξύ τους συνεργασίας και της δικτύωσης. Ωστόσο, από την προσωπική μου εμπειρία και από συζητήσεις με συναδέλφους, θα έλεγα ότι η δική μου αίσθηση είναι πως όσοι και όσες δραστηριοποιούνται στο χώρο προτιμούν τις προσωπικές επαφές για την επιδίωξη των επαγγελματικών τους στόχων. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο πλαίσιο, δεν υπάρχει κάποια εθνική μεταφραστική πολιτική, και ως εκ τούτου οι όποιες διαπραγματεύσεις γίνονται σε ατομικό και όχι σε συλλογικό επίπεδο.
Από την πλευρά μου, αυτό που θα έβρισκα ενδιαφέρον θα ήταν να μπορέσουμε εμείς που κινούμαστε στο δίπολο Ελλάδα-Γερμανία να κατορθώσουμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να επικοινωνήσουμε λίγο περισσότερο μεταξύ μας, ίσως με την καθιέρωση κάποιας τακτικής συνάντησης μεταφραστών. Θα μπορούσαμε να πάρουμε ως παράδειγμα τα Übersetzertreffen που έχουν καθιερωθεί σε γερμανικές πόλεις. Μια παρόμοια ιδέα είχε η κυρία Τζίμης, η υπεύθυνη του τμήματος λογοτεχνίας και επιχορηγήσεων μετάφρασης του Goethe Institut Αθηνών, την οποία μας πρότεινε πριν από ένα χρόνο περίπου σε μια εκδήλωση στο πλαίσιο του προγράμματος Litrix. Νομίζω ότι, όταν με το καλό ξεπεραστούν οι πρακτικές δυσκολίες που έχουν προκύψει λόγω της πανδημίας, θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά αυτή την πρωτοβουλία.
 
Prinzinger: Αυτό που κάνουμε σήμερα είναι ασφαλώς ένα πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, και σκοπεύουμε βέβαια να επανέλθουμε και με άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες. Θα ήθελα να ενημερώσω όσους και όσες παίρνουν μέρος σε αυτό το σεμινάριο ότι έχουμε ετοιμάσει ένα ενημερωτικό φυλλάδιο, στο οποίο έχω συγκεντρώσει για εσάς μερικούς βασικούς ηλεκτρονικούς συνδέσμους που αφορούν και τις δύο γλωσσικές κατευθύνσεις.
 
Ας αναφέρουμε εδώ το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μεταφραστών στην πόλη Στράλεν της Γερμανίας (EÜK Straelen), στο οποίο μεταφραστές και μεταφράστριες από και προς ΟΛΕΣ τις γλώσσες μπορούν να υποβάλουν αίτηση για να φιλοξενηθούν και να εργαστούν εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα. Στην αρχική σελίδα της ιστοσελίδας θα βρείτε ένα αρχείο pdf με τις απαραίτητες πληροφορίες στα ελληνικά.
Επισημαίνω και το 2ο Ελληνογερμανικό Εργαστήρι Μετάφρασης «Vice Versa», το οποίο τελικά θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακά από τις 22 έως τις 26 Μαρτίου 2021.
Αξίζει να σημειωθεί και η δίγλωσση ψηφιακή πύλη diablog.eu («Ελληνογερμανικές συναντήσεις»), ως ένα πρότζεκτ δικτύωσης πολιτισμικών διαμεσολαβητών και επιπλέον ως μέσο ανάδειξης της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής παραγωγής.
Τέλος, ας αναφέρουμε και την ιστοσελίδα literaturuebersetzer.de του γερμανικού Συλλόγου Μεταφραστών Λογοτεχνίας (VdÜ), όπου μπορεί κανείς να βρει πολλές χρήσιμες πληροφορίες.

Για το σύνολο των συνδέσμων βλ. ενημερωτικό φυλλάδιο: Ενημερωτικό φυλλάδιο Πολιτισμικά Συμφραζόμενα
 
Και τώρα θα ήθελα να περάσουμε στο τέταρτο θέμα, στο ζήτημα της διεθνούς πολιτιστικής πολιτικής. Ως μεταφραστές και μεταφράστριες αποτελούμε, φυσικά, τμήμα μιας διεθνούς πολιτιστικής πολιτικής. Θα ήθελα λοιπόν τώρα να ρωτήσω τους άλλους ομιλητές τι είδους δυνατότητες υπάρχουν για την προώθηση της εγχώριας λογοτεχνίας στο εξωτερικό και, αντίστοιχα, της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας στη δική τους χώρα; Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες για να δημιουργήσουμε εναλλακτικές δομές όταν απουσιάζει το υποστηρικτικό πλαίσιο;
 
Θα ήθελα τώρα να δώσω τον λόγο στον Χρήστο Αστερίου, ο οποίος θα μας παρουσιάσει το πρόγραμμα Litrix.de καθώς και μια επιλογή άλλων δυνατοτήτων επιχορήγησης.
 
Αστερίου: Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες και είναι αδύνατον να περιοριστούμε σε λίγα λεπτά. Θα ήταν άδικο να συγκρίνουμε τις δύο χώρες, τη Γερμανία με την Ελλάδα, σε αυτό το επίπεδο. Η Γερμανία είναι μια χώρα που έχει εντελώς διαφορετική σχέση με τη λογοτεχνία, μιλάμε για ένα κράτος το οποίο με πάρα πολλούς τρόπους επιβραβεύει τους συγγραφείς του. Φανταστείτε ότι υπάρχουν ατέλειωτα λογοτεχνικά φεστιβάλ, διεθνή και μη, υπάρχουν βραβεία που δίνονται ακόμα και από μικρές πόλεις. Φανταστείτε μια πόλη σαν τα Ιωάννινα να έχει το δικό της λογοτεχνικό βραβείο. Μας φαντάζει ίσως ουτοπικό και εκτός τόπου και χρόνου, αλλά πολλές φορές δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά θέμα αντίληψης και σχέσης με τη λογοτεχνία. Θα φανταζόμουν ένα πανηγύρι λιγότερο το καλοκαίρι και ένα βραβείο περισσότερο για ένα μυθιστόρημα ή για μια ποιητική συλλογή. Άρα έχει να κάνει με την παράδοση που έχει η χώρα με τη λογοτεχνία και είναι λιγότερο θέμα χρημάτων. Η Γερμανία έχει ένα πολύ δυνατό και πολυσχιδή μηχανισμό προώθησης της λογοτεχνίας με πάρα πολλούς τρόπους. Και αυτό έχει και να κάνει με τον τρόπο με τον οποίον συμπεριφέρεται στους μεταφραστές γερμανικής λογοτεχνίας. Είχα την ευκαιρία να το ζήσω, από την αντίθετη, δηλ. από την ελληνική πλευρά, όταν το 2001 ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας στην Αθήνα, στο οποίο ήμουν υπεύθυνος για το γερμανικό τμήμα. Για εκείνα τα 3 με 4 χρόνια της λειτουργίας του είχαμε την αίσθηση της οικογένειας, δηλ. οι μεταφραστές είχαν έναν χώρο συνάντησης και μπορούσαν να ανταλλάξουν απόψεις για θέματα μετάφρασης, υπήρχε το λεγόμενο mentoring. Δυστυχώς οι θεσμοί στην Ελλάδα δεν έχουν μεγάλη διάρκεια και αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα.
Να σας δείξω ως άλλο παράδειγμα το πρόγραμμα Litrix.de στο οποίο είμαι μέλος της κριτικής επιτροπής. Υπάρχει εδώ και χρόνια το πρόγραμμα του Ινστιτούτου Goethe και πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι ένα βιβλίο πλέον θέλει βοήθεια, δε μπορεί να βγει από μόνο του. Φανταστείτε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των βιβλίων που βγαίνουν από το γερμανόφωνο χώρο στη Ελλάδα είναι επιδοτούμενα. Φανταστείτε πόσο πιο δύσκολο είναι για ένα βιβλίο από την Ελλάδα να κυκλοφορήσει στην Γερμανία όταν δεν έχει αυτή τη βοήθεια και όταν δεν υπάρχει αυτό το πλέγμα των μεταφραστών τους οποίους θα πρέπει και το κράτος να τους φροντίζει, να τους χαϊδεύει λίγο, να τους εκπαιδεύει, να τους δείχνει ότι είναι εκεί γι’ αυτούς.
Το Litrix.de είναι ένα πρόγραμμα που λειτουργεί επικουρικά στο κεντρικό πρόγραμμα μεταφράσεων του Ινστιτούτου Goethe και επικεντρώνεται κάθε δύο χρόνια σε μια διαφορετική χώρα, η Ελλάδα είναι η πρώτη μικρή χώρα στην οποία έδωσε βάση. Τι κάνει το Litrix.de, με λίγα λόγια: είμαστε μια επιτροπή, η κυρία Anne-Bitt Gerecke που είδατε στην αρχή, η Μαρίνα Αγαθαγγελίδου και εγώ από ελληνικής πλευράς, τρεις Γερμανοί (ένας για τα παιδικά βιβλία, ένας για τη λογοτεχνία, ένας για τα δοκίμια). Επιλέγουμε κάποια κείμενα που προτείνονται σε Έλληνες εκδοτες σε αυτό το σάιτ, www.litrix.de. Εκεί υπάρχουν παρουσιάσεις των βιβλίων και μεταφράσεις στα ελληνικά και στα αγγλικά. Ένας εκδότης που θα επιλέξει κάποιο βιβλίο, μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα καλυφθούν εξ ολοκλήρου τα έξοδα της μετάφρασης και ένα 50% των δικαιωμάτων. Βλέπετε πόσο πιο εύκολο γίνεται για τη γερμανική λογοτεχνία να βγει προς το εξωτερικό. Πολύ θα ήθελα ως συγγραφέας να υπήρχε και ένα αντίστοιχο Litrix στα ελληνικά. Δεν πρέπει να είμαστε μόνο καταναλωτές της λογοτεχνίας, αλλά να κάνουμε κι εμείς προτάσεις, γιατί έχουμε πάρα πολύ ωραία βιβλία. Αυτά για την ώρα, ένα παράδειγμα για το πώς γίνεται η προώθηση της γερμανικής λογοτεχνίας προς το εξωτερικό.
 
Prinzinger: Σε ευχαριστώ πολύ, Χρήστο. Θα ήθελα τώρα κι εγώ με τη σειρά μου να αναφερθώ σύντομα στην κατάσταση της επιχορήγησης μεταφράσεων ελληνικής λογοτεχνίας στα γερμανικά. Ως προς την ελληνική πλευρά, μάλλον δεν χρειάζεται καν να μακρηγορήσω, καθώς δεν υπάρχουν και πάρα πολλά να πούμε. Δυστυχώς δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες δυνατότητες χρηματοδότησης. Γνωρίζουμε, εξάλλου, τη μόνιμη επωδό στην οποία καταλήγουν οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες ελληνικής λογοτεχνίας προς οποιαδήποτε γλώσσα: Από ελληνικής πλευράς δεν υπάρχει κάποιο όργανο που να επιχορηγεί μεταφράσεις, και επομένως ούτε καν η βάση για οποιαδήποτε συνεχή και βιώσιμη εξωτερική πολιτική ως προς το βιβλίο και τη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία έχει ανάγκη υποστήριξης περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τέχνη, αφού δεν έχει άλλα μέσα να εργαστεί, παρά μόνο τον λόγο. Και εδώ απαιτούνται από την ελληνική πολιτιστική πολιτική πολλά περισσότερα από απλά ευχολόγια. Το ερώτημα τώρα είναι τι μπορούμε ΕΜΕΙΣ να κάνουμε. Είμαστε άραγε στο έλεος της κατάστασης όπως έχει διαμορφωθεί σε επίπεδο κρατών, όπου δεν γίνεται τίποτα; Σε ευρωπαϊκή κλίμακα δεν έχουμε συχνά τη δυνατότητα να επηρεάσουμε τα πράγματα. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε κάτι για τη λογοτεχνία και τη μετάφραση σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, στη γειτονιά μας, στο χωριό μας, στην πόλη μας. Μπορούμε να επιστρατεύσουμε τις προσωπικές μας γνωριμίες. Αυτό ακριβώς συνέβη στη Γερμανία, με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μεταφραστών στο Στράλεν. Φιλικές και επαγγελματικές ήταν οι σχέσεις που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση ενός συγκεκριμένου πρότζεκτ. Μπορούμε να διεκδικήσουμε βραβεία και αναγνωρίσεις για τη δουλειά μας, μπορούμε να δράσουμε σε προσωπικό επίπεδο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου θα μοιραζόμαστε πληροφορίες και θα προβάλουμε τα ζητήματα που μας αφορούν. Θέλουμε, άλλωστε, να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ιδιότητά μας ως μεταφραστών, και για αυτό θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τα δικαιώματα που έχουμε ως πολίτες και να ιδρύσουμε, για παράδειγμα, σωματεία, όπως κάναμε στο Βερολίνο με το Diablog Vision e. V. έχοντας ως αφετηρία την ομάδα του diablog.eu, προκειμένου να μπορέσουμε να δράσουμε ενεργά και να υποβάλουμε αιτήσεις για χρηματοδότηση. Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η κατάσταση ως προς την πολιτιστική πολιτική, και θα μπορούσαμε να μιλάμε με τις ώρες για αυτήν.
Ο Χρήστος και η Μαριάννα έχουν ετοιμάσει δύο παραδείγματα κειμένων, με τα οποία θα επανέλθουμε, κλείνοντας, στη διάσταση της ενασχόλησης με το ίδιο το κείμενο.   
 
Κι έτσι φτάνουμε στο πέμπτο ερώτημα: Υπάρχουν διαφορές στη μετάφραση σε επίπεδο διαφορετικών γενεών; Πώς επιδρά στη μετάφραση η τεχνολογία και η ψηφιοποίηση; Δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι οι νεότεροι μεταφραστές μεγαλώνουν με άλλα γλωσσικά εργαλεία από ό,τι οι παλιότεροι. Τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν ανατρεπτικές τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της επεξεργασίας κειμένου, οι οποίες μόνο με την εφεύρεση της τυπογραφίας θα μπορούσαν να συγκριθούν. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε αν επηρεάζεται έτσι η (όχι μόνο γλωσσική) πολιτισμική μεταβίβαση.
 
Μαριάννα, θα ήθελες να μας παρουσιάσεις ένα παράδειγμα από παλαιότερα κείμενα περιηγητών που μετέφρασες πρόσφατα;

Χάλαρη: Ναι, πολύ ευχαρίστως. Να πω αρχικά, σαν μια σύντομη εισαγωγή: Εμείς οι σημερινές μεταφράστριες, οι σημερινοί μεταφραστές έχουμε τη δυνατότητα να αναζητήσουμε στο ίντερνετ πραγματικά οτιδήποτε, από μια απλή αναζήτηση για το πώς χρησιμοποιείται μια έκφραση στην καθομιλουμένη, μέχρι την ηχητική απόδοση ενός περίεργου ονόματος ή την παρακολούθηση ενός βίντεο για το θέμα που μας απασχολεί, την άμεση επικοινωνία με ανθρώπους που μιλούν τη γλώσσα-πηγή και, αν είμαστε τυχεροί/τυχερές και μας ευνοούν οι συνθήκες, ακόμα και την άμεση επικοινωνία με τον ή την συγγραφέα. Από αυτή την άποψη τρέφω πραγματικά βαθύτατο και απεριόριστο σεβασμό προς τους μεταφραστές και τις μεταφράστριες της προ ίντερνετ εποχής. Αυτό που θα ήθελα να δείξω είναι το εξής: Εκτός από τις μικρότερες ή μεγαλύτερες διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε αυτό το πλαίσιο, καταλήγουμε να δημιουργούμε κάτι που είναι περισσότερο από μια απλή γλωσσική μεσολάβηση. Και επειδή ακριβώς η μετάφραση είναι μια μορφή διαπολιτισμικής επικοινωνίας και μια συνεχής προσπάθεια κατανόησης, ξεφεύγει από το αμιγώς γλωσσικό επίπεδο η όλη διαδικασία. Τώρα, με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα θα προσπαθήσω να δείξω πώς μπορεί το πολιτισμικό φορτίο του μεταφραστή να επηρεάσει τη διαδικασία της μετάφρασης, ίσως και να τον οδηγήσει σε κάποια ολισθήματα, αλλά και πόσο χρήσιμες μπορούν να αποδειχτούν τέτοιες καταστάσεις ώστε να μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει γιατί καταλήγει στην μια επιλογή έναντι της άλλης.   

Abschnitt aus den Erinnerungen eines deutschen Philhellenen © © Michaela Prinzinger Abschnitt aus den Erinnerungen eines deutschen Philhellenen © Michaela Prinzinger
Αυτό που βλέπετε μπροστά σας είναι το πρωτότυπο κείμενο, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1823. Πρόκειται για απόσπασμα από τα απομνημονεύματα ενός Γερμανού Φιλέλληνα, στο οποίο περιγράφεται η προετοιμασία των στρατιωτικών δυνάμεων για μια μάχη, και συγκεκριμένα τη μάχη του Πέτα. Μετά την αναφορά στα επιμέρους τάγματα υπάρχει η εξής φράση: «die beiden Stücke». Εδώ η μεταφράστρια είχε πρόβλημα. Η αρχική υπόθεση ήταν πως το Stück ερμηνεύεται ως η κοινή έννοια του τμήματος, του μέρους ενός όλου. Η πρώτη μου επιλογή να το αποδώσω ήταν «τα δύο μέρη ή τα δύο τμήματα», εννοείται των συγκεντρωμένων στρατιωτικών δυνάμεων.
Αλλά επειδή αυτή η απόδοση μου φάνηκε πολύ αφηρημένη και μετέωρη, ακολούθησε αναζήτηση στις σημασίες που προτείνουν συνήθη σύγχρονα ερμηνευτικά γερμανικά λεξικά (Duden, Wahrig), χωρίς όμως να βρεθεί κάποια άλλη ικανοποιητική πρόταση. Ανέτρεξα στη συνέχεια στο Wörterbuchnetz, μια πλατφόρμα ψηφιοποιημένων λεξικών που είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για παλαιότερα κείμενα. Μετά την αναζήτηση στο Λεξικό των αδερφών Γκριμμ και στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό Meyers Großes Konversationslexikon, που είναι χρήσιμο για πραγματολογικού τύπου απορίες, συνάντησα το «Stück» στη σημασία του «Geschütz», δηλαδή του πυροβόλου. Επιβεβαίωσα την ερμηνεία αυτή και σε ένα παλιό λεξικό στρατιωτικών όρων που ανακάλυψα ψηφιοποιημένο στο διαδίκτυο, και η απόδοσή μου τελικά διαμορφώθηκε ως εξής: Τα δύο πυροβόλα τοποθετήθηκαν μπροστά στο μέσο της δεξιάς πτέρυγας και κάποια καπετανάτα κάλυψαν και τις δύο πλευρές.
 
Τώρα, δύο λόγια για την ερμηνεία του παρ’ ολίγον ολισθήματος: Η παρανόηση προέκυψε αφενός από την έλλειψη προηγούμενης επαφής με το αντικείμενο, δηλαδή με παλαιότερα κείμενα που έχουν στρατιωτική ορολογία, και αφετέρου από τη δική μου επιμονή σε μια ορισμένη οπτική επί του πρωτοτύπου, η οποία προφανώς διαμορφώνεται από τα δικά μου πολιτισμικά συμφραζόμενα. Στην ελληνική γλώσσα η λέξη «κομμάτι» δεν έχει αντίστοιχη σημασία, και ως εκ τούτου δεν διέθετα το αντίστοιχο αισθητήριο προκειμένου να λάβω υπόψη μου την προτεινόμενη σημασία, σε σύγκριση και με το αγγλικό piece, για παράδειγμα.
Αυτό που θέλω να τονίσω είναι η σημασία της εγρήγορσης σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες «κάτι δεν πάει καλά» στη μετάφραση. Το πολιτισμικό μας «φορτίο» μπορεί ενίοτε να αποδειχτεί υπέρμετρα βαρύ και να κατευθύνει τις μεταφραστικές μας επιλογές με τρόπους που επηρεάζουν αρνητικά το μετάφρασμα. Τέλος, είναι ξεκάθαρη και η μεγάλη χρησιμότητα των σύγχρονων τεχνολογιών: Το διαδίκτυο και ο ρόλος των σύγχρονων τεχνολογιών λειτούργησε –άλλη μια φορά– ως φύλακας άγγελος!

Prinzinger: Σε ευχαριστούμε, Μαριάννα, για το ωραίο παράδειγμα. Ήταν εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο κατέληξες σε αυτή την ερμηνεία. Χρήστο, θα ήθελες να μας δείξεις τώρα και το δικό σου παράδειγμα, το οποίο άντλησες από κείμενο του συγγραφέα Clemens Setz;
 
Αστερίου: Επέλεξα ένα κείμενο από το τελευταίο βιβλίο που μετέφρασα. Είναι  του Αυστριακού συγγραφέα Clemens Setz και έχει το εξής παράδοξο, χαρακτηριστικό, νομίζω, για τις προκλήσεις τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει ο σημερινός μεταφραστής: Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο στα γερμανικά λέγεται «Spam» και μιμείται τα κείμενα τα οποία όλοι μας έχουμε διαβάσει στα spam μας, με τελείως τρελό συντακτικό που ουσιαστικά έχει μεταφραστεί από κάποια μηχανή και που στο μεγαλύτερο μέρος του δε βγάζει νόημα. Όταν το πρωτοδιάβασα, άρχισα να αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσα να μεταφράσω κάτι τέτοιο. Προσπαθούσα αρχικά να το κάνω με το παραδοσιακό τρόπο. Είδα, ωστόσο, ότι η δική μου μετάφραση ήταν νοηματικά πολύ καλοσιδερωμένη σε σχέση με το πρωτότυπο. Τότε σκέφτηκα να ανασυστήσω το κείμενο στα γερμανικά ώστε να βγάζει νόημα στο πρωτότυπο με τη βοήθεια ενός συναδέλφου από το FU του κυρίου Καïσσα o οποίος είναι δίγλωσσος. Σε πολλά σημεία δεν έβγαζε κι ο ίδιος άκρη.  Κυρίως ήθελα να ανασυστήσω το κείμενο, ώστε από τα σπαστά γερμανικά και το διαλυμένο συντακτικό, να προκύψουν κανονικές προτάσεις, ύστερα να το ρίξω στο google translate προσπαθώντας να δω τι θα βγει. Η μέθοδος που τελικά ακολούθησα -μπορείτε να δείτε το ελληνικό κείμενο που επίσης δε βγάζει νόημα-, ήταν μεικτή, δηλ. κατά ένα μέρος έγινε με χρήση google translate και κατά ένα δεύτερο μέρος χρειάστηκε να επέμβω κι εγώ ώστε το κείμενο να μην είναι λέξη προς λέξη ίδιο με το πρωτότυπο, αλλά να δίνει την ίδια αίσθηση μιας συντακτικής παράνοιας. Τα κείμενα αυτά καταλήγουν κυρίως, τα ξέρουμε όλοι από τα spam, σε κάποια κυρία που μας ειδοποιεί ότι έχουμε κερδίσει στο λότο ή ότι πρέπει να επικοινωνήσουμε άμεσα με κάποιον στην Αφρική για να παραλάβουμε ένα εκατομμύριο ευρώ. Αυτό σαν παράδειγμα για το πώς τα κείμενα την εποχή της παγκοσμιοποίησης εξελίσσονται, πώς μέσα από τη χρήση μηχανών αναδύονται νέα είδη κειμένων, και πώς ο μεταφραστής, εκεί που θεωρεί ότι έχει κατακτήσει την τέχνη του, καλείται συνεχώς να αντιμετωπίσει, στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, καινούργιες προκλήσεις σαν κι αυτή
 
Heiß dieser Tag nicht gewesen in seiner geräuschlos die Unruhe der Gärten, frisch er aus dem Tumult des kurzen Schauers dauert, sondern wir beide in etwas leichte Kleidung mit mir als Sommerkleid mit sehen-through Träger und Sie mit dem Pullover an leichter als gewöhnlich an Ihnen zu beobachten in dieser strahlende Kalendermonat. Woche sehr Highlight Lotterie Glück. Der legendäre Einfallsreichtum einfach zwei Menschen, die sich einander nähern und schon vom täglichen Anblick her kennen begrüßen mit dem vertrauten Nicken einige Sekunden lang, das Blicken gefolgert von kürzestem Lächeln zu zweit auf der Distanz zweier Fremder sich gewogen sind leicht über den Tag. Dann und das erste Gespräch, ach, und Ihr Kamm, der Ihnen aus es ist immer wieder die Brusttaschen gefallen ist und meine Tests ihn für Sie aufzuheben, was ich gerne vollendete trotz der regennassen Hoffnungen, in die ich mich befand. Sie bedankten sich bei meine und Ihre Freude 149 (c) Suhrkamp Verlag AG, Berlin Confidential Review Copy war es, uns einige Minuten zu unterhalten, gelockert ich und unbegreiflich und frei der. Die Arme der Strahlen Nachmittagssonne unterhielten die Kirchtürme über dem Fluss in ihrem da war ein Wiege Rosa, fast zu viel zart, und gerade in der Erinnerung so schmerzhaft das O von Madonnenfiguren zu Santa Maria Maggiore.
 
Η μέρα δεν ήταν ζεστή και στη σιωπή θα μπορούσατε να ακούσετε την ανησυχία των κήπων, πρόσφατα ήρθατε από την ταραχή της σύντομης βροχής, αλλά και οι δύο φορούσαμε ελαφριά ρούχα, ένα καλοκαιρινό φόρεμα με διαφανή λουριά και ένα πουλόβερ, ελαφρύτερο από το συνηθισμένο για να σας δούμε σε αυτόν τον φωτεινό ημερολογιακό μήνα. Η εβδομάδα τονίζει την τύχη της λαχειοφόρου αγοράς. Η θρυλική εφευρετικότητα δύο μόνο ανθρώπων που πλησιάζουν ο ένας τον άλλον και που γνωρίζουν ήδη ο ένας τον άλλον από μέρα σε μέρα και που χαιρετούν ο ένας τον άλλο για λίγα δευτερόλεπτα με ένα οικείο νεύμα, τα βλέμματα ακολουθούνται από ένα μικρό χαμόγελο σε απόσταση από δύο άτομα που ζύγιζαν ελαφρώς πάνω από το άλλο Ημέρα. Και μετά η πρώτη συνομιλία, ω και η χτένα σας, η οποία έπεφτε συνεχώς από την τσέπη του πουκαμίσου σας και οι προσπάθειές μου να την σώσω για εσάς, την οποία μου άρεσε, παρά τις βρεγμένες μου ελπίδες. Με ευχαριστήσατε και ήταν χαρά για εσάς που μιλήσαμε για λίγα λεπτά, ήμουν απίστευτα χαλαρή και ελεύθερη. Τα χέρια των ακτίνων του απογευματινού ήλιου διασκέδαζαν τους πύργους της εκκλησίας πάνω από το ποτάμι μέσα της, υπήρχε ένα λίκνο ροζ, σχεδόν πολύ τρυφερό, και τόσο επώδυνο στη μνήμη, όπως το O από τις φιγούρες της Madonna έως τη Santa Maria Maggiore.