Μαρια Στεφανοπουλου
Ομιλία στις 12 Οκτωβρίου 2022

Maria Stefanopoulou © © Vangelis Patsialos Maria Stefanopoulou © Vangelis Patsialos

Ιστορία και λογοτεχνία: έπος και ελεγεία
(12 Οκτωβρίου 2022)

Αξιότιμοι κυρία πρόεδρε του Ινστιτούτου Γκαίτε, κύριε υφυπουργέ, κύριε Δήμαρχε, κύριε πρέσβη, κυρίες και κύριοι,
Ήταν έκπληξη, για μένα, η πρόσκληση να μιλήσω απόψε σε τούτη την επετειακή εκδήλωση, είναι μεγάλη μου τιμή, και μεγάλη αμηχανία. Ιστορικός δεν είμαι, πολιτικός δεν είμαι ούτε παράγοντας του πολιτισμού, δεν σπούδασα στη Γερμανία, δεν ξέρω καν γερμανικά. Βρίσκομαι εδώ απόψε, αυτή είναι η αλήθεια, ως συγγραφέας ενός μυθιστορήματος, που μεταφράστηκε στα γερμανικά και στα γαλλικά, που έχει τον τίτλο Άθος ο δασονόμος. Αυτό εξηγεί την παρουσία μου εδώ. Η πρώτη φράση του βιβλίου είναι: «Για χρόνια κράταγα το στόμα μου κλειστό». Στα πενήντα μου, προφανώς δεν ήταν ώριμο νωρίτερα, έγραψα ένα μυθιστόρημα όχι ιστορικό, αλλά βασισμένο σε αληθινά ιστορικά γεγονότα, όχι αυτοβιογραφικό, αλλά που αφορά βιώματά μου, ό,τι δηλαδή έζησε η οικογένεια της μητέρας μου το 1943 στα Καλάβρυτα, κατά τη μαζική εκτέλεση των ανδρών από τον στρατό της Βέρμαχτ. Ιδού ένα πρώτο ίχνος από τη σχέση μου με τη Γερμανία. Όσο για τη βιωματική μου σχέση με τα γεγονότα, ναι, ανήκω στη τρίτη γενιά μετά τον χιτλερικό πόλεμο, γεννημένη το 1958, αρκετά μακριά, ώστε να έχω μόνο στοχαστική απόσταση, κι αρκετά κοντά, αφού βρέθηκα στην Αθήνα να με μεγαλώνει μια μαυροφορεμένη γιαγιά,  χήρα και «θύμα των Καλαβρύτων», όπως την αποκαλούσαν. Αρκετά μακριά επίσης, επειδή η οικογένεια δεν καταγόταν από κείνα τα μέρη, απλά εκεί είχε τότε διοριστεί ο παππούς μου ως δασονόμος της επαρχίας Καλαβρύτων. Δεν μου είναι εύκολο να μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά εδώ πρέπει να γίνει φανερή η καταγωγή μου. Πιστεύω πράγματι ότι «κανείς δεν μπορεί να μαρτυρήσει στη θέση του μάρτυρα», όπως λέει ο Πάουλ Τσέλαν,  κι ακριβώς γι΄ αυτό θέλω να δίνω το στίγμα ότι εγώ τουλάχιστον δικαιούμαι να το κάνω. Έπρεπε να μπορέσω να μιλήσω για ό,τι έζησε ο δασονόμος παππούς μου κι η οικογένειά του, μ’ αυτό το βάσανο μεγάλωσα, ή ίσως αυτό με εμπόδισε να μεγαλώσω. Όπως και θέλησα να το αποκρύπτω, αφού τα γερμανικά αντίποινα ήταν μια συλλογική εμπειρία όλων των αμάχων στην Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις κατεχόμενες από τους ναζί χώρες.
Αλλά δεν πρόκειται μόνο για το μυθιστόρημα του δασονόμου. Προετοιμάζοντας και γράφοντας τον Άθο, αναλογίστηκα πολλές φορές, όπως και σήμερα ακόμη, πόσο κεντρική θέση είχε καταλάβει από νωρίς η Γερμανία στη ζωή μου. Αυτό δεν το γνώριζε το Ινστιτούτο Γκαίτε, όταν με κάλεσε να σας μιλήσω απόψε.  Σπούδασα στη Ρώμη, όπου βρέθηκα 18 χρόνων, έπειτα συνέχισα σπουδές στο Παρίσι, όπου έζησα πολλά χρόνια, αλλά ο νους μου ήταν πάντοτε στη Γερμανία. Διάβαζα από μεταφράσεις ‒ιταλικές, γαλλικές, ελληνικές‒ γερμανούς κι αυστριακούς συγγραφείς και ποιητές, ξεχώριζα κι έβλεπα ταινίες γερμανών σκηνοθετών κι αναζητούσα παντού ταινίες για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ήμουν παιδί του εικοστού αιώνα και του πολέμου, κι ας μην τον είχα ζήσει. Για μένα ο πόλεμος διαρκούσε όσο το Τείχος του Βερολίνου στεκόταν ακόμα στη θέση του. Μετά ξέσπασαν νέοι πόλεμοι. Μ’ ενδιέφερε κυρίως η στάση των γερμανόφωνων συγγραφέων απέναντι στο ναζισμό, αλλά και το πώς ζούσε τον πόλεμο η κάθε γερμανική γενιά στο πέρασμα των δεκαετιών. Θύτες και θύματα ήταν για μένα μια κοινή μοίρα. Δεν έβλεπα τους Γερμανούς μόνο σαν θύτες, και στενοχωριόμουν που οι Έλληνες καλλιεργούσαν ευλαβικά την ιερή, αμετακίνητη εικόνα του θύματος, γυρεύοντας πίσω απ’ αυτή το δίκιο τους. Η ολοσχερής καταστροφή της Γερμανίας ως δικαιολογημένη τιμωρία για εγκλήματα που διέπραξε δεν μου αρκούσε. Από παιδί η χώρα αυτή ήταν για μένα ένα αίνιγμα. «Τι είναι γερμανικό;», αναρωτιόμουν. Το μίσος της σιωπηλής «χήρας των Καλαβρύτων», μεγαλώνοντας, το μετέτρεπα σε δέος και απορία. Με τον πόνο και το πένθος είχα εξοικειωθεί. Έπρεπε όμως να καταλάβω βαθύτερα και τους Έλληνες και τους Γερμανούς. Αναζητούσα παντού ίχνη γερμανικής αντίστασης στη δικτατορία του Χίτλερ. Πίστευα ότι υπήρχαν, πλάι στη βαρβαρότητα των αδίστακτων και μέσα στη σιωπή της ενοχής και της ντροπής των αμέτοχων.
Το θέμα μου εδώ μοιάζει να είναι ο πόλεμος, αλλά εγώ μιλώ ειρηνικά. Ο πόλεμος, εθνικοαπελευθερωτικός ή εμφύλιος, είναι κομβικό σημείο στη ζωή των ανθρώπων, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή σκεφτόμαστε και ποθούμε πάντα την ειρήνη. Στον πόλεμο γράφεται το έπος και το δράμα. Αλλά οι άμαχοι κι οι επιζώντες ζουν τη μοναχική τους ελεγεία. Στη σχέση της Ιστορίας με τη Λογοτεχνία, η λογοτεχνία έχει τη θέση της ηθικής εμπειρίας. «Η μνήμη είναι η ηθική ραχοκοκαλιά της λογοτεχνίας», είχε πει τόσο εύστοχα ο αυτοεξόριστος γερμανός συγγραφέας Βίνφρηντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, και το έδειξε με το έργο του. Το 1952  ‒70 χρόνια πριν, τη χρονιά που ιδρυόταν το Ινστιτούτο Γκαίτε ‒ ο Χάινριχ Μπελ δημοσίευε τη περίφημη διακήρυξή του για τη «Λογοτεχνία των ερειπίων», μιλώντας για την ανάγκη να μιλήσουν οι συγγραφείς για τα τραύματα του πολέμου, για κείνους που ζούσαν μες στα ερείπια, για φυγάδες και απάτριδες. Η διακήρυξη έμεινε στα χαρτιά. Το βιβλίο που είχε γράψει, στο πνεύμα αυτό, το ’49, με τίτλο Ο Άγγελος σιωπούσε, εκδόθηκε το 1992. Το ’52 οι άνθρωποι έπρεπε να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους και τις πόλεις τους, δεν ήθελαν να διαβάζουν για ερείπια. Σαράντα χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’90, ο Ζέμπαλντ εγκαινίασε τη Λογοτεχνία των επιζώντων, θα την αποκαλούσα. Οι πόλεις και τα κτίρια είχαν πια ξαναχτιστεί, αλλά ερείπια παρέμεναν οι ανθρώπινες κατεστραμμένες ζωές του πολέμου και πολύ συχνά και οι ζωές των επιγόνων. Οι επιζώντες είχαν να αναμετρηθούν με το φάσμα της άσβεστης μνήμης. Αν η μνήμη είναι εξ ορισμού δίκαιη, αυτό οφείλεται στο ότι εκείνος που θυμάται είναι πάντοτε ο αδικημένος. Ο πονεμένος δεν λησμονεί ποτέ τα δεινά του. Ο άδικος όμως, ο αδίστακτος θύτης, ξεχνάει, και χάρη στη λήθη αθωώνει τον εαυτό του και μπορεί να διαπράξει με άνεση κι άλλες αδικίες. Ωστόσο, η δίκαιη μνήμη, με την ηθική έννοια, δεν αρκεί. Πρέπει να είναι δίκαιη με βάση την ιστορική της κατανόηση ‒ εκείνο το σαιξπηρικό «πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». Δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο. Χωρίς την ιστορική κατανόηση, θυμόμαστε θολά την αδικία, κι έτσι συντηρούνται μύθοι, ψεύδη, παραχάραξη γεγονότων, αδράνεια και ανολοκλήρωτο πένθος. Το συναίσθημα τότε εδραιώνεται πάνω από τη λογική, κι ο ανθρώπινος πόνος γίνεται προϊόν πολιτικής εκμετάλλευσης. Η Ελλάδα, χώρα θυμάτων, πάσχει ακόμη από έλλειψη δίκαιης ιστορικής μνήμης, έχοντας ωστόσο καταρρίψει επισήμως πολλούς μύθους. Η Γερμανία, χώρα-θύτης, πάλεψε δραστικά και κατάφερε, μέσα απ’ τις επόμενες γενιές του πολέμου, αν μη τι άλλο να μετατρέψει το έγκλημα σε ηθική πραγματικότητα.
Στη διαλογική σχέση Ιστορίας-Λογοτεχνίας η ιστορία καταγράφει με ακρίβεια τα γεγονότα όπως έγιναν, ενώ η λογοτεχνία υπερβαίνει και αποκαλύπτει την πραγματικότητα δείχνοντας τα γεγονότα όπως θα μπορούσαν να είχαν συμβεί. Εδώ παρεμβαίνει η φαντασία και το ποιητικό στοιχείο. Η λογοτεχνία περιέχει περισσότερη αλήθεια από την ιστορία. Συμπεριλαμβάνει και την ανθρώπινη υπαρξιακή αλήθεια. Όπως στη διαλογική σχέση Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας: η μεν φιλοσοφία σού μαθαίνει τι δεν είσαι (δεν είσαι ζώο, αλλά ζώο λόγον έχον), η δε λογοτεχνία σού αποκαλύπτει ποιος είσαι. Και η ιστορία μέσα στη λογοτεχνία γίνεται ο δραματικός χώρος που ενώνει τα ατομικά πεπρωμένα. Αυτό είναι η ιστορική αίσθηση. Εδώ καταγράφονται όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά και τα ανθρώπινα όνειρα, οι φαντασιώσεις, οι αντιφάσεις, οι επιθυμίες, η μοίρα και η εναντίωση στη μοίρα. Στο δικαστήριο της Iστορίας περιγράφονται τα γεγονότα, ακούγεται η σκληρή ετυμηγορία και οι ποινές για τους ενόχους. Η αλήθεια όμως εκεί δεν είναι πάντα ολόκληρη.  Η εγγονή του δασονόμου που γράφει τη μαρτυρία του παππού της, αφηγείται αποσπάσματα, ψήγματα αυτής της ιστορικής αίσθησης, που, αν και ρεαλιστικά, περιέχουν μεγαλύτερη επιθυμία για αλήθεια, παθιάζονται για την πραγματικότητα. Η ειλικρίνεια του μυθιστορήματος που θέλει να γράψει, βρίσκεται στην προσπάθειά της να χτίσει μια γέφυρα ανάμεσα στα  χάσματα και στις αντιφάσεις των ιστορικών γεγονότων και των ανθρώπων που τα έζησαν, αλλά παραδέχεται και το ανέφικτο αυτής της γεφύρωσης, μαζί με την αναπόφευκτη αυτοθυσία της. Η ιστορία του δασονόμου είναι επομένως ένα αντι-έπος και ο Άθος ένας αντι-ήρωας. Η αλήθεια εδώ εσωτερικεύεται ηθικά και θεραπευτικά. Τα ιστορικά θραύσματα παραμένουν, ως μέρος μιας φυσικής καταστροφής, φρικτά και καταδικαστέα,  αλλά δεν απειλούν πια. Τα δάση με τα εξανθρωπισμένα δέντρα και ο προσωπικός κόσμος της σκιάς που έχτισε η εγγονή, κρατούν τη μνήμη ζωντανή, αποκαθαρμένη, ώστε να μην απειλεί την επόμενη γενιά, που σ’ αυτήν ανήκει το μέλλον. 
Αλλά ποιος είναι ο κόσμος της σκιάς; Η σκιά είναι, για μένα, η άλλη λέξη για τη σκέψη. Είναι η ιδανική ζυγαριά όπου ισορροπούν οι αντιθέσεις. Φτιάχνεται από την αδελφική σχέση των αντιθέσεων. Το φως δίνει ζωή, αλλά όταν η ζωή αρρωστήσει ψάχνει το αδέλφι της τη σκιά.  Ποιες είναι οι αντιθέσεις εδώ: φως/σκοτάδι, ζωή/θάνατος, φωτιά/χιόνι, δίκαιο/άδικο, θύμα/θύτης. Αλλά και το πένθος το ζούμε στη σκιά. Στην Ιστορία το πένθος είναι δημόσια υπόθεση. Στη λογοτεχνία όμως, η συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών είναι μια προσωπική αλήθεια, καθένας δικαιούται να τη ζήσει με τον πόνο που του αναλογεί. Ο θάνατος στην ιδιωτική ζωή δεν εξιδανικεύεται. Είναι φύση. Η φύση δεν εξιδανικεύει, όπως ο άνθρωπος. Η χήρα των Καλαβρύτων, η κόρη, η εγγονή, πενθούν ειρηνικά, ταπεινά. Η ελεγεία των δασών δεν είναι ηρωική. Είναι η ελεγεία της σκέψης, του στοχασμού για τον πόλεμο. Οι άμαχοι δεν εξιδανικεύουν το θάνατό τους. Ο δασονόμος ανήκει στην κοινωνία των δέντρων, στα μεγάλα δάση, που την επιστήμη τους διδάχτηκε από τους βαυαρούς δασκάλους του. Η ιστορία του είναι ένας πολυφωνικός μύθος για πλάσματα της γης που δεν αλληλοσκοτώνονται, ένας μύθος για το αρχαιότερο πράγμα που υπάρχει στη ζωή: τη θλίψη.
Η λογοτεχνία που διανύει τους δρόμους της μνήμης είναι ένα πολύ διαφορετικό σύμπαν από τη λεγόμενη «κουλτούρα της μνήμης». Είναι μια πρωταρχική, πρωτογενής ανθρώπινη δημιουργική δραστηριότητα. Η κουλτούρα της μνήμης έρχεται μετά. Μιλάει γι’ αυτήν ή την εφαρμόζει ένας πολιτικός, ένας ιστορικός, ο ερευνητής της δημόσιας ιστορίας, το υπουργείο πολιτισμού, η κοινή γνώμη στα κοινωνικά δίκτυα και στον Τύπο. Το κράτος εγείρει μνημεία, εξοπλίζει μουσεία, καθιερώνει αναμνηστήριες τελετές ιστορικών γεγονότων, οι δήμοι αναρτούν στους δρόμους πινακίδες με ιστορική ή πολιτισμική μνεία. Θα έλεγα ότι το Ινστιτούτο Γκαίτε είναι σήμερα εξ ορισμού ένας θεσμός μνήμης. Εκτός από πολιτισμικός φορέας, φέρει άμεσα τη βαριά μνήμη του γεγονότος που συγκλόνισε τον εικοστό αιώνα, γι’ αυτό και η δημιουργική σχέση παρελθόντος και μέλλοντος είναι συνυφασμένη με την ίδρυση και την ύπαρξή του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την φωτογραφική έκθεση της Γερμανίδας, που ζούσε ήδη στην Ελλάδα, της Γιοχάννας Βέμπερ στο Ινστιτούτο Γκαίτε το 1996, με τον τίτλο «Πρόσωπα της Αντίστασης: μνήμες θανάτου, μνήμες ζωής».
Υπάρχει η συλλογική μνήμη και υπάρχει και η ατομική μνήμη. Η συλλογική μπορεί εύκολα να χαλιναγωγηθεί, να κατασκευαστεί από πολιτικά συμφέροντα μέσω της προπαγάνδας, όπως συμβαίνει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Η ατομική μνήμη είναι φυσική, μολονότι εκλεκτική. Ολόκληρο το έθνος μπορεί να θυμάται τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όμως εγώ (κι είναι πολλά τα εγώ), θυμάμαι, ή μάλλον θέλω να σκέφτομαι, αφού δεν έζησα τα γεγονότα, τη μνήμη των επιζώντων της οικογένειάς μου. Η δύναμη της λογοτεχνίας είναι ο καλός συνδυασμός της  συλλογικής μνήμης και της στοχαζόμενης προσωπικής μνήμης. Είναι το έπος και η ελεγεία. Το μεγάλο και το μικρό. Είναι το θέλω να θυμάμαι και το θέλω να καταλάβω. Να καταλάβω τι; Πως στον πόλεμο οι δυνατοί κάνουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι ό,τι τούς επιτρέπει η αντοχή τους. Δηλαδή, οι αδύναμοι υποχωρούν, αποδέχονται, συγχρόνως όμως αντιστέκονται γιατί πρέπει να επιζήσουν. Ο πόλεμος μάς  έδειξε το μίσος των ναζί, το μίσος της χήρας των Καλαβρύτων, μας έμαθε όμως και την ανθρώπινη κατανόηση και ανθεκτικότητα. Το πώς δηλαδή και το γιατί βρισκόμαστε σήμερα εδώ, 80 χρόνια μετά το ναζισμό, 70 χρόνια μετά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.
Ξαναγυρνώ στον Ζέμπαλντ. Είναι ο πρώτος που μίλησε, το 1995, για τους τρομερούς βομβαρδισμούς των Συμμάχων, που ισοπέδωσαν τις γερμανικές πόλεις και σκότωσαν εκατοντάδες χιλιάδες αμάχους στον ύπνο τους. Έδειξε ότι και οι ίδιοι οι Γερμανοί υπήρξαν θύματα της ναζιστικής δικτατορίας και του πολέμου που εξαπέλυσαν. Μια φράση του με είχε σημαδέψει: «Τα μεγάλα γεγονότα είναι αληθινά, οι λεπτομέρειες επινοημένες». Την καταλαβαίνω ως εξής: Ο λογοτέχνης επινοεί τον τρόπο που, μέσω της μυθοπλασίας του, θα μιλήσει και για την αλήθεια που κρύβεται στη λεπτομέρεια. Μα, ποια είναι η λεπτομέρεια; Είναι ακριβώς η ατομική μνήμη, ο ανθρώπινος πόνος, η θλίψη που σε φυλακίζει στη σιωπή. Όλα εκείνα τα μικρά που φανερώνουν την αλήθεια των μεγάλων γεγονότων. Είναι η ταπεινή ύπαρξη και τα μεγάλα πεπρωμένα των εθνών. Το μικρό που φανερώνει το μεγάλο. Η ελεγεία, άλλωστε, πάντοτε έδινε λύση στα αδιέξοδα της επικής γραφής. Η τραγωδία του μοναχικού επιζώντος μπορεί να μιλάει για τα πάθη ενός ολόκληρου λαού. Η λογοτεχνική γραφή γίνεται έτσι εμπειρία ηθική (στο αντι-έπος ή στον αντι-ήρωα), αλλά και προστατεύει την κουλτούρα της μνήμης από το ψεύδος και τη σκόπιμη παραχάραξη των πάσης φύσεως σφετεριστών.
Θα πρέπει να πω, πάντως, για να κλείσω την ομιλία μου, ότι στο ερώτημα που με ταλάνιζε από μικρή «Τι είναι γερμανικό;» δεν έχω βρει ακόμη απάντηση, και νομίζω ότι δεν υπάρχει. Το να ταυτίζεις τούς ναζί με κάποια «γερμανική ιδιαιτερότητα», ύστερα από τόσο μόχθο που κατέβαλαν διεθνώς οι ιστορικοί για να καταρρίψουν τέτοιες ιδέες, ύστερα από τόνους χαρτί που τυπώθηκε και διαβάστηκε ως τώρα, δεν δηλώνει παρά φανατισμό, άγνοια, αμάθεια, ίσως και μια νέα βαρβαρότητα. Διάβασα πρόσφατα κάπου ότι ο Καντ, στη μοναχική και στερημένη του  ζωή, είχε έναν μοναδικό καλό φίλο: έναν δασονόμο ονόματι Wobscher, που του είχε εμπνεύσει την περιγραφή του γερμανικού τύπου ανθρώπου. Αγνοώ όμως ποια ήταν αυτή. Αναρωτήθηκα τότε αν ο δικός μου δασονόμος μπόρεσε να μου διδάξει τον ελληνικό ανθρώπινο τύπο. Πολύ αμφιβάλλω. Ο Έλληνας έχει αντοχή και πίστη, είναι ανθεκτικός, αλλά έχει τον εμφύλιο μέσα του. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, που ακολούθησε μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ήταν εξίσου ολέθριος με τον εθνικοαπελευθερωτικό. Κι εδώ, στον αδελφοκτόνο πόλεμο, δεν υπάρχει μήτε αντι-έπος  μήτε ελεγεία για να πούν την αλήθεια. Πρόκειται για τυφλό σκοτάδι.
Σκέφτομαι πάντα τον αυτοεξόριστο Τόμας Μαν, που μου επιβεβαίωσε, όταν διάβασα το μικρό βιβλίο του Ταξίδι με τον Δον Κιχώτη, ότι το επίμαχο ερώτημα είναι πράγματι αναπάντητο. Το 1934, διασχίζοντας τον ωκεανό συντροφιά με την ανάγνωση τού Δον Κιχώτη και με προορισμό την Αμερική, έγραφε στις σημειώσεις του πόσο αυθαίρετες βρίσκει όλες τις μασημένες απαντήσεις στο ερώτημα «τι είναι γερμανικό;» Iδίως του Βάγκνερ, λέει αστειευόμενος, που πιστεύει ότι το andante είναι ο αληθινός γερμανικός ρυθμός. Θα του σύστηνε, λέει, «να αποφεύγει την αναφορά στο εθνικό ‒που δεν είναι παρά μια ιδέα συναισθηματική‒, και να περιοριστεί στην αντικειμενική αξία της βραδύτητας. Ξέρουμε ότι όλα τα καλά πράγματα θέλουν χρόνο». Στο αργό λοιπόν ταξίδι στον ωκεανό, και χάρη στην απόσταση, ο συντηρητικός, αντιδημοκράτης Τόμας Μαν ‒που την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έγραφε τους Στοχασμούς ενός απολιτικού και κατήγγειλε τον δυτικό πολιτισμό ως υπέρμαχος της ιερής γερμανικής υπόθεσης‒  τώρα αποποιείται το έθνος και γίνεται άπατρις. Υπερβαίνει και υπερνικά την αστική του καταγωγή από την τότε παρηκμασμένη Ευρώπη.  Στη μέση του Ατλαντικού, «σπρωγμένος απ’ τον άνεμο, μια δύναμη της φύσης, όπως κι ο ατμός», αντικρίζει γενναία τον πρώιμο διχασμό: είναι πια ένας Ευρωπαίος διανοούμενος αλλά κι ένας Γερμανός ποιητής. Γνήσιο δονκιχωτικό όραμα ενός ήδη πεπεισμένου πρόσφυγα, που συμφιλιώνει επιτέλους τον τεχνολογικό πολιτισμό (zivilisation) με την παραδοσιακή γερμανική κουλτούρα (cultur). Τους γκάνγκστερ  ‒έτσι τους αποκαλούσε ο Μαν‒ που είχαν πάρει την εξουσία στη Γερμανία το 1933, θα τους καταγγείλει λίγο αργότερα δημοσίως από την Αμερική, ύστερα από μεγάλη εσωτερική πάλη με τον εαυτό του. Μολονότι, ήδη από το ’22, είχε εναντιωθεί στο ναζισμό υπερασπιζόμενος τη Βαϊμάρη και προβλέποντας ξεκάθαρα τη ναζιστική μετάλλαξη του αγαπημένου του αστικού ιδεώδους.
Όσοι ανήκουμε στην τρίτη γενιά από τον χιτλερικό πόλεμο θέλουμε να μιλάμε για τη σκληρή δεκαετία ’40-’50 και για να δικαιώσουμε τις ζωές που χάθηκαν αλλά και για να πάρουμε το μέρος εκείνων που επέζησαν και ζητούσαν μια ενωμένη δημοκρατική Ευρώπη. Όταν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ίδρυε το 1952 το Ινστιτούτο Γκαίτε, στην Ελλάδα εξακολουθούσαν οι εκτελέσεις κομμουνιστών από τους νικητές του Εμφυλίου, και η Μακρόνησος δεχόταν ακόμη πολιτικούς εξόριστους. Η Γερμανία, από την άλλη, είχε αρχίσει να παραιτείται από το κυνήγι των εγκληματιών πολέμου, παραγράφοντας τις πράξεις τους, διορίζοντάς τους στο νέο κράτος. Ίσως τότε ακριβώς, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, να γεννήθηκε η ελπίδα να πραγματοποιηθεί το όραμα του ρομαντικού λογίου Ρούντολφ Φάρνερ, ο οποίος, το 1941 είχε ιδρύσει μες στην κατοχική Αθήνα, το βραχύβιο Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο, μάλλον κάνοντας αντιπερισπασμό στο πολύ παλαιότερο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, που είχε πέσει στα χέρια των ναζί. Διωγμένος από τη Χαϊδελβέργη το ’39, ο φιλόλογος Φάρνερ είχε αναλάβει υπηρεσία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το «μυστηριώδες» αυτό Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο της οδού Ρηγίλλης, όπως το αποκαλεί ο σκηνοθέτης Τίμων Κουλμάσης που μας το γνώρισε μέσα απ’ την ταινία του Πορτρέτο του πατέρα σε καιρό πολέμου, διατηρούσε μιαν αριστοκρατική στάση απέναντι στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής: δεν υπήρχε εκεί σημαία με αγκυλωτό σταυρό, μήτε φωτογραφία του Χίτλερ στον τοίχο μήτε προπαγανδιστικό υλικό῾  αυτό, μάλιστα, καιγόταν στο υπόγειο μόλις το παραλάμβαναν. Ο καθηγητής γερμανικής φιλολογίας και φιλέλληνας Φάρνερ έβαζε το στίγμα της αριστοκρατίας των γραμμάτων στο Ινστιτούτο του, ενώ παράλληλα βοηθούσε κρυφά ανήμπορους Έλληνες πολίτες και αντιστασιακούς. Το ’44 τον κάλεσαν στο Βερολίνο να απολογηθεί γιατί είχαν συλληφθεί οι φίλοι του, τα δύο αδέλφια φον Στάουνφενμπεργκ, για την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ. Αυτοί εκτελέστηκαν, μένοντας στην ιστορία ως οι αριστοκράτες που θέλησαν να εκδικηθούν τη νέα ναζιστική αστική τάξη. Τον Φάρνερ τον συνέλαβαν, αλλά τον άφησαν εντέλει ελεύθερο ως αμέτοχο στην εγκληματική απόπειρα. Το ’51 δίδασκε ήδη στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας. Στα χρόνια της χούντας πάντως, το Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας, κράτησε μια στάση σαν του Φάρνερ επί Κατοχής, όχι βέβαια αριστοκρατική, πάντως σίγουρα αντιδικτατορική.
Σήμερα ζούμε έναν ακήρυχτο και δια αντιπροσώπου πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, εκτός των εδαφών τους, με συνέπειες που αφορούν κυρίως την Ευρώπη, αφού αυτή είναι σύμμαχος της Ουκρανίας. Η φράση του Κλάουσεβιτς «ο πόλεμος είναι πράξη βίας που θεωρητικά δεν έχει όρια», στη συγκεκριμένη συγκυρία επαληθεύεται ‒  σημαίνει ότι ο πόλεμος στερείται παντελώς νοήματος. Δεν έχει καμιά πραγματική αξία, και καμιά μορφή ηθικής δεν υπάρχει στη διεξαγωγή του, με εξαίρεση το καθήκον του στρατιώτη που εκτελεί εντολές, μολονότι οι συνέπειες των πράξεών του είναι καθαυτό ανήθικες. Η ηθική, το είπαμε, έχει ανάγκη απαραιτήτως από όρια. Αλλά ούτε η κλιματική αλλαγή, που εμφανίζεται πλέον με την καταστρεπτική δύναμη ενός πολέμου, έχει όρια. Όρια βάζει μόνον ο άνθρωπος, ή ο θεσμός, που φέρνει το διάλογο ανάμεσα στους ανθρώπους, φέρνει τις ηθικές αξίες και τα ουμανιστικά ιδεώδη. Τότε τα όπλα σιγούν, και η φύση μπορεί να προστατεύεται και να μας προστατεύει κι εμάς. Εύχομαι ο θεσμός του Ινστιτούτου Γκαίτε να συνεχίσει στον γόνιμο δρόμο που τόσο δύσκολα χάραξε στα πρώτα, θολά και αντιφατικά, χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Σας ευχαριστώ