Οδηγίες της Νυρεμβέργης
Ειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό και καθηγητές ξένων γλωσσών

Οι εκπαιδευτικοί και διδάσκοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία. Μαζί με τους γονείς αποτελούν για το παιδί τα σημαντικότερα πρόσωπα αναφοράς και επηρεάζουν αποφασιστικά την ατμόσφαιρα στο χώρο διδασκαλίας και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος διαβίωσης του παιδιού.

Όσο μεγαλύτερη κατάρτιση έχει ο εκπαιδευτικός ή ο διδάσκοντας και είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις ποικίλες και ειδικές απαιτήσεις, τόσο μεγαλύτερη επιτυχία θα έχει το παιδί στην εκμάθησή της γλώσσας.

Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητες οι επιστημονικές δεξιότητες που απαιτούνται για τη διδασκαλία της εκάστοτε γλώσσας (γλωσσικές γνώσεις, γνώση του πολιτισμού, μεθοδικές-διδακτικές δεξιότητες). Σημασία έχουν και ορισμένες γενικές διαεπαγγελματικές γνώσεις και εμπειρίες. Σ’ αυτές συγκαταλέγονται [1]:
  • η χαρά της επικοινωνίας
  • η ικανότητα και η επιθυμία για διαπολιτισμική επικοινωνία
  • η ικανότητα για αναλυτική, προσανατολισμένη στο πρόβλημα,  προσέγγιση
  • η δεξιότητα να αναγνωρίζει κανείς στρατηγικές εκμάθησης, να τις διδάσκει και να τις εφαρμόζει
  • να θέσει κανείς ως στόχο τη δια βίου μάθηση τόσο για τον εαυτό του όσο και για όλους τους διδασκόμενους
  • η ανάπτυξη δεκτικότητας για νέες μεθόδους σκέψης και εκμάθησης
  • η ικανότητα να συνεργάζεται κανείς αρμονικά και εποικοδομητικά τόσο με τους συναδέλφους όσο και με τα παιδιά
  • η διαρκής βελτίωση της ικανότητας στο χειρισμό των οπτικοακουστικών μέσων
  • να συνειδητοποιεί κανείς τον επαγγελματικό του ρόλο και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτόν με αυτοπεποίθηση, να έχει στόχο και να τον θέτει υπό αμφισβήτηση
  • η διαρκής προθυμία για συνεργασία με όλους όσοι συμμετέχουν στην εκπαιδευτική και μορφωτική διαδικασία 
Συχνά ο εκπαιδευτικός και ο διδάσκοντας είναι τα μοναδικά πρόσωπα μέσω των οποίων το παιδί έρχεται σε επαφή με τη γλώσσα-στόχο. Γι’ αυτό η γλώσσα του αποτελεί το σημαντικότερο πρότυπο για το παιδί. Ο εκπαιδευτικός ή ο διδάσκοντας πρέπει να χειρίζεται τόσο καλά τη γλώσσα, ώστε το συνολικό μάθημα να μπορεί να διεξάγεται στην ξένη γλώσσα. Η γλωσσική του ικανότητα πρέπει να είναι υποδειγματική ως προς τη φωνητική, το ρυθμό της γλώσσας και τον τονισμό.

Ο διδάσκοντας δεν οφείλει μόνο να μάθει στα παιδιά την καινούργια γλώσσα, αλλά και να τα εξοικειώσει προσεκτικά με τον εκάστοτε καινούργιο πολιτισμό. Μπορεί να ανταπεξέλθει στο ρόλο του πολιτισμικού διαμεσολαβητή μόνο αν διαθέτει τις ανάλογες διαπολιτισμικές δεξιότητες και μια ευρεία γνώση του πολιτισμού της χώρας-στόχου (π.χ. γνώσεις για παιδική λογοτεχνία κ.α.). Για τη διαμόρφωση του προγράμματος της ξένης γλώσσας σύμφωνα με τις ανάγκες του παιδιού, έχει μεγάλη σημασία ο εκπαιδευτικός ή ο διδάσκοντας να διαθέτει γνώσεις μουσικής και παραστατικών τεχνών.

Ιδιαίτερη σημασία στην εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία έχουν οι διαπροσωπικές δεξιότητες του διδάσκοντα, δηλαδή η ικανότητά του να δημιουργεί στο μαθησιακό περιβάλλον μια συντροφική, γεμάτη σεβασμό σχέση και ένα κλίμα όπου δεν επικρατεί ο φόβος, αλλά η εμπιστοσύνη. Το ομαδικό πνεύμα και η ικανότητα να αναλαμβάνει κανείς πρωτοβουλίες μέσα στην ομάδα ή να προκαλεί τέτοιες πρωτοβουλίες, επιδρούν θετικά στη συνεργασία ενηλίκων (εκπαιδευτικών και γονέων) και παιδιών στο σχολικό και εξωσχολικό περιβάλλον.

Συνεργασία μεταξύ των διδασκόντων σημαίνει πρωτίστως ανταλλαγή και από κοινού σχεδιασμό και συμφωνία, καθώς επίσης διεξαγωγή του μαθήματος ή διαθεματικών προγραμμάτων. Μια τέτοιου είδους ανταλλαγή πρέπει να γίνεται και ανάμεσα σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα και μάλιστα μεταξύ διδασκόντων και εκπαιδευτικών, π.χ. κατά τη μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό. Αυτό θα είχε ως συνέπεια τη λογική σύνθεση της διδακτέας ύλης και την αποφυγή επαναλήψεων. 


Πηγές
[1] Βλ. επίσης BIG (2007)
[2] Βλ. Ερμηνευτικά σχόλια στη θεωρία της συνδιαμόρφωσης, Φθενάκης (2009)

Περισσότερες πληροφορίες...