Ελληνογερμανικες αποψεις
Σχεσεις αποδιοπομπαιων τραγων

Συννεφιασμένες προοπτικές
Συννεφιασμένες προοπτικές | Foto: Dimitris Michalakis/ Goethe-Insitut Athen

Εκατέρωθεν αναπαραγωγή κλισέ και σχηματικές απεικονίσεις καθορίζουν τα τελευταία χρόνια την πρόσληψη των δυο χωρών και κοινωνιών στα εκάστοτε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Για κάποιον που βρίσκεται βιογραφικά και βιωματικά και στις δυο πλευρές, αυτό αποτελεί μια επώδυνη εμπειρία. Η δημοσιογράφος Ξένια Κουναλάκη τη μοιράζεται μαζί μας.

Μπορεί να ακούγεται κάπως υπερβολικό, αλλά θα προσπαθήσω να κάνω μια απόπειρα να αυτοψυχαναλυθώ ενώπιόν σας. Έχω γεννηθεί στη Γερμανία, έχω πάει σε γερμανικό σχολείο, έχω συγγενείς Γκασταρμπάιτερ στη Γερμανία, μπήκα σε γερμανικό Πανεπιστήμιο, στο Αμβούργο, αλλά ως νεαρή επέστρεψα στην Ελλάδα, όπου ολοκλήρωσα τις σπουδές μου. Ποτέ δεν ένιωσα ιδιαίτερα συνδεδεμένη με τη γερμανική πλευρά μου, την θεωρούσα περίπου αυτονόητη και αδιάφορη σαν μια υποσημείωση στο βιογραφικό μου. Μέχρι που το 2010 ξέσπασε η κρίση χρέους στην Ελλάδα. 

Έκτοτε έχω συχνά αισθανθεί ότι βρίσκομαι σε ένα κενό υπηκοότητας, μετέωρη, να αγανακτώ με τις επιθέσεις του γερμανικού κίτρινου Τύπου εναντίον της Ελλάδας από τη μία και να αηδιάζω με τις ρατσιστικές επιθέσεις Ελλήνων συναδέλφων μου κατά του καροτσάκια Σόιμπλε. Να προσπαθώ από τη μία να εξηγήσω σε Γερμανούς συναδέλφους μου τις ανείπωτες δυσκολίες, που έχει ζήσει ο ελληνικός λαός τα τελευταία πέντε χρόνια και από την άλλη να αποκωδικοποιώ στους Έλληνες συνομιλητές μου τις σκληρές δηλώσεις των Γερμανών πολιτικών.

Κλισέ και έλλειψη αυτοκριτικής

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εν αρχή λοιπόν είναι η BILD, μια εφημερίδα μαζικής κυκλοφορίας, πλην κατάπτυστη. Η οποία δεν έχει πραγματικά αφήσει κλισέ σε βάρος των Ελλήνων που να μην το έχει αναπαραγάγει. Θυμάμαι το 2010 σχεδόν κάθε μέρα υπήρχε στο πρωτοσέλιδό της η λέξη «τεμπέληδες Έλληνες». Πώς λέμε Νέα Ζηλανδία: Τεμπέλα  Ελλάδα. Μετά οι εκστρατείες της: Η διανομή δραχμών στο Σύνταγμα από νεαρό ρεπόρτερ της, η πρόταση για πώληση των νησιών, ό,τι πιο κιτς και αντιαισθητικό και σχηματικό έχει λεχθεί για τη χώρα μας γράφτηκε στις σελίδες της. Σε αυτό το σημείο εντοπίζω και τις ευθύνες της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία έπαιξε το χαρτί του λαϊκισμού και της ευκολίας στην αναζήτηση. «Οι Έλληνες έζησαν πάνω από τις δυνάμεις τους. Τώρα πρέπει να κάνουν τα μαθήματά τους» - πόσες φορές δεν ακούσαμε τέτοιου είδους πατερναλιστικές νουθεσίες διδακτισμού και συνθηματολογίας από το Βερολίνο, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής. Ότι κι οι ίδιοι οι Γερμανοί συναίνεσαν στην ένταξή μας στην ΟΝΕ. Ότι κι οι ίδιοι παραβίασαν το σύμφωνο σταθερότητας. Ότι κι εκείνοι ευθύνονται για την μείωση της ανταγωνιστικότητάς μας, λόγω του μισθολογικού dumping στη χώρα τους. Και τέλος ότι η εμμονή με την λιτότητα απέτυχε. Τίποτα από αυτά δεν αναγνωρίστηκε. Μία αποτυχημένη στρατηγική συνεχίστηκε και συνεχίζεται.

Από την άλλη πάσχω από αυτόν το διχασμό. Ήταν εύκολο για την κα. Μέρκελ να βγει και να πει, κάναμε λάθος; Στην πραγματικότητα, αν το σκεφτείτε το έχει κάνει σιωπηρά. Απλώς όταν αντιμετωπίζει εκλογικές αναμετρήσεις και πίεση από τα δεξιά της, ειδικά τον τελευταίο χρόνο από την ευρωφοβική «Εναλλακτική για τη Γερμανία», δεν μπορεί εύκολα να βγει και να πει στους ψηφοφόρους της ανοιχτά αντιδημοφιλή πράγματα.

Η εθνική πλάνη

Πάμε στην Ελλάδα τώρα. Η Γερμανία λειτούργησε από την αρχή της κρίσης ως αποδιοπομπαίος τράγος, πηγή όλων των δεινών. Με τη συνήθη τάση μας για θυματοποίηση, αντικαταστήσαμε τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό μας με τον αντιγερμανισμό. Άκουγα πρόσφατα στις ειδήσεις μεγάλου τηλεοπτικού καναλιού «Υπό την απειλή του Σόιμπλε για χρεοκοπία». Ο Σόιμπλε δεν μπορεί να μας χρεοκοπήσει. Μόνοι μας θα χρεοκοπήσουμε, αν είναι. Ή παλαιότερα ακούγαμε: Ο Σόιμπλε υπέρ του Grexit. Η παραμονή ή μη στο Ευρώ είναι δική μας επιλογή, δεν υπάρχει πρόβλεψη αποπομπής μας από την Ευρωζώνη. Καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών συμπεριφερθήκαμε ως ανυπότακτοι ανήλικοι για να μην πω έφηβοι και αυτόματα οι εταίροι μας πήραν το ρόλο του κηδεμόνα. Συμφωνούσαμε να κάνουμε μεταρρυθμίσεις, τις ψηφίζαμε στη Βουλή και μετά η πολιτική μας ηγεσία προχωρούσε σαν να έλεγε «Χα, τους κοροϊδέψαμε πάλι, τους κουτόφραγκους και δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα».

Η συγκρουσιακή αυτή σχέση απορρέει κυρίως από τον τρόπο που εμείς οι Έλληνες αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως χώρα και τη θέση μας στον κόσμο. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι είμαστε ο περιούσιος λαός, που ανήκει στην Ευρώπη δικαιωματικά, «επειδή εδώ γεννήθηκε η δημοκρατία». Τέλος. Και μας χρωστούν. Μας χρωστούν επειδή «τους δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού μας», μας χρωστούν αποζημιώσεις από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μας χρωστούν επειδή χωρίς τα ελληνικά νησιά δεν θα είχαν που να πάνε διακοπές και θα περνούσαν τα συννεφιασμένα καλοκαίρια τους στα σκοτεινά νερά της Βόρειας Θάλασσας. Μας χρωστούν επειδή αγοράσαμε τις Μερσεντές τους, επειδή σε κάθε σκάνδαλο διαφθοράς υπάρχει και μια γερμανική εταιρία από πίσω, τα έχουμε ακούσει άπειρες φορές. Έ λοιπόν, συγγνώμη που θα χαλάσω την ωραία πλάνη, αλλά εμείς χρωστάμε μερικές εκατοντάδες δισ. Ευρώ. Τόσο απλά. Κι οι Γερμανοί είναι οι μεγαλύτεροι δανειστές μας.

Εθνικό αφήγημα και Ευρώπη

Διάβασα ένα ενδιαφέρον άρθρο πριν λίγες μέρες στην Wall Street Journal, που απέδιδε αυτήν την συγκρουσιακή σχέση Γερμανίας Ελλάδας στις διαφορετικές εθνικές αφηγήσεις. Από τη μία έχουμε τη Γερμανία, μια χώρα απορροφημένη στη συμφιλίωση με το παρελθόν της, στην οποία το χρέος είναι συνυφασμένο με την ενοχή, άλλωστε στα Γερμανικά είναι η ίδια λέξη. Για την οποία ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού είναι φετίχ κι η αύξηση του πληθωρισμού κατάρα, που παραπέμπει στη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Κι από την άλλη την Ελλάδα, μια χώρα αέναο θύμα, βορά των μεγάλων δυνάμεων, όπως νομίζει, που δυσκολεύεται να διαπραγματευτεί και να συμβιβαστεί γιατί είναι εθισμένη στο ρόλο του ανυπότακτου γαλατικού χωριού, όπως τον έχουμε γνωρίσει στον Αστερίξ.

Θέλω να προσθέσω και μια άλλη παράμετρο για αυτήν τη δύσκολη σχέση, όπως έχει διαμορφωθεί στα χρόνια της κρίσης: το ρόλο των εθνικών ακροατηρίων. Το γεγονός δηλαδή ότι η Ανγκελα Μέρκελ, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και η Μπιλντ μιλούν στους ψηφοφόρους και αναγνώστες τους, θέλοντας να συσπειρώσουν το κοινό τους, ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Αλέξη Τσίπρα, τον Γιάνη Βαρουφάκη και τα ελληνικά τηλεοπτικά δίκτυα.

Αυτοί οι δύο παράλληλοι μονόλογοι θα ήταν θεμιτοί αν στο τέλος έπαιρναν μία κλίση και κατέληγαν σε ένα συμβιβασμό. Οταν όμως η πόλωση οξύνεται και ο διακηρυγμένος στόχος είναι η ρήξη, τότε μας διαφεύγει πλήρως η ουσία του διαλόγου, της αλληλεγγύης, του συμβιβασμού και εν τέλει της ίδιας της Ευρώπης.

Αρκετά συντομευμένη εκδοχή της εισήγησης στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης «Ελλάδα και Γερμανία στην κρίση: Σχέσεις, στάσεις, στερεότυπα» στα πλαίσια του εγχειρήματος «Αμφιλεγόμενα ελληνογερμανικά παρελθόντα. Μια πρωτοβουλία για φοιτητές και νέους επιστήμονες», το οποίο πραγματοποιείται με την υποστήριξη της DAAD (Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών).