Ο Άρης Φιορέτος στην Αθήνα
«Η λογοτεχνία έχει να κάνει με τα ψεγάδια και τη φροντίδα τους»

Άρης Φιορέτος
Άρης Φιορέτος | Vangelis Patsialos/ Goethe-Institut Athen

Ένας Σουηδός συγγραφέας που χαρακτηρίζει τα γερμανικά μητρική του γλώσσα και γράφει για Έλληνες πρόσφυγες και μετανάστες. Δύσκολο να φανταστούμε κάποιον πιο κατάλληλο να ενσαρκώσει την πολυπόθητη –όχι μόνο για τους πολιτικούς– ευρωπαϊκή ταυτότητα.* Συναντήσαμε τον συγγραφέα που κινείται στη μεθόριο των πολιτισμών σε ένα από τα ταξίδια του στην ελληνική πρωτεύουσα.

Το μυθιστόρημα που σας έκανε γνωστό στη Γερμανία έχει τίτλο «Ο τελευταίος Έλληνας»; Γιατί αυτός ο τίτλος; Η Ελλάδα έχει σήμερα πάνω από 11 εκατ. κατοίκους, και άλλους 7 εκατ. Έλληνες της Διασποράς.
 
Άρης Φιορέτος: Δεν γνωρίζω τον ακριβή αριθμό, αλλά μην ανησυχείτε: Το γεγονός ότι υπάρχουν περισσότεροι από ένας Έλληνες στο κόσμο δεν διέφυγε ακόμη και από έναν Σουηδό με ρίζες ελληνικές και αυστριακές.

Το μυθιστόρημα «παίζει» με την ιστορία μιας έκδοσης. Υπάρχουν λοιπόν σε αυτό δώδεκα κυρίες που ονομάζονται «Θεραπαινίδες της Κλειώς» και οι οποίες αφού διώχτηκαν από τη Σμύρνη και πλέον ζουν σε διάφορες γωνιές του κόσμου, έχουν εκδώσει στη διάρκεια μισού αιώνα, από τη Μικρασιατική Kαταστροφή του 1922 ως τη μελανή περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας, 1967-1974, μια Εγκυκλοπαίδεια των Ελλήνων της Διασποράς. Πεποίθησή τους είναι ότι η ζωή ναι μεν αποτελείται από απώλειες, αλλά οι εμπειρίες αυτές δεν πρέπει να χαθούν. Από αυτήν πηγάζει και η φιλοδοξία τους να καταγράψουν τις ζωές όλων των Ελλήνων της Διασποράς και να τις διασώσουν εγκυκλοπαιδικά, συμπεριλαμβάνοντας στην καταγραφή αυτή αποκαλύψεις και χτυπήματα της μοίρας, προκειμένου τα βιώματα αυτά να διαφυλαχθούν ως ντοκουμέντα και έτσι να διατηρηθούν στη συλλογική συνείδηση. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου μου είναι απλώς ο τελευταίος Έλληνας που συμπεριλαμβάνεται στην εγκυκλοπαίδεια αυτή, σε έναν συμπληρωματικό τόμο ο οποίος γράφεται εκ των υστέρων.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σαφώς αποσπάσματα στο μυθιστόρημα που υποδηλώνουν ότι ο τίτλος πιθανόν να επιδέχεται και άλλες ερμηνείες. Ίσως να μην εννοεί τόσο τον πρωταγωνιστή, αλλά πιο πολύ τον αφηγητή –που είναι επίσης ένας Έλληνας της Διασποράς– και τον τελευταίο λόγο που αυτός έχει στο μυθιστόρημα…
Όπως και να ’χει: Δεν δικαιούται κάθε άνθρωπος, άρα και ένας Έλληνας, να αντιμετωπιστεί και να περιγραφεί σαν να ήταν ο τελευταίος;

Στο τέλος του βιβλίου με συγκλόνισε η τραγικότητα της φιγούρας αυτής. Το στοιχείο του τραγικού είναι κάτι που νιώθετε και στη συνέχεια γράφετε γι’ αυτό; Τι είναι σήμερα μια τραγική μοίρα, μια τραγική συγκυρία;
 
Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή χωρίς το στοιχείο του τραγικού. Η υπερατλαντική ιδέα ότι πρέπει να περνάμε το βίο μας «in pursuit of happiness», επιδιώκοντας την ευτυχία, όπως λέει το αμερικανικό Σύνταγμα, είναι μεν κατανοητή, αλλά πολύ αφελής – και γι’ αυτό παράλογη σχεδόν. Ποιος δεν θέλει να είναι ευτυχισμένος; Η ευτυχία όμως δεν είναι υπολογίσιμη. Η υλική εξασφάλιση, με την οποία συχνά συγχέεται, είναι άλλο πράγμα. Πιθανότατα δεν είμαι ο πρώτος που βίωσε το γεγονός ότι μια ξαφνική ανατροπή της ευτυχίας ή οι τραγωδίες της ζωής σε καμία περίπτωση δεν είναι επιθυμητές, αλλά μπορεί να δώσουν στη ζωή αυτή ένα βαθύτερο νόημα.

Για τον συγγραφέα τίθεται το ερώτημα του πώς να περιγράψει το τραγικό με τρόπο που να βγάζει νόημα. Καμιά φορά ενδείκνυται, για κάποιον περίεργο λόγο, να κάνει το βαρύ ελαφρύ, να το αποδώσει δηλαδή με έναν οιονεί εξυψωτικό τρόπο. Υπάρχει επίσης ένα χιουμοριστικό στοιχείο στη θλίψη, το οποίο με εκφράζει πολύ.

Τραγικά πάντως είναι σήμερα τόσο πολλά πράγματα που δεν θα ήξερα από πού να αρχίσω για να τα απαριθμήσω. Ας το επιχειρήσουμε, παρ’ όλα αυτά: Η ζωή εκείνων που σπίτι τους είναι οι χωματερές της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Ελλάδας. Η ζωή εκείνων που ξεψυχούν μέσα σε μια βάρκα στη Μεσόγειο Θάλασσα. Η ηλιθιότητα εκείνων που νομίζουν ότι πρέπει να κάνουν πόλεμο στο όνομα των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Η θέση κατάταξης της Μπορούσια-Ντόρτμουντ, που μου έχει χαλάσει το κέφι τελευταία... Ας συνοψίσουμε όμως: με δυο λόγια, η αβάσταχτη παρακμή της λέξης «αλληλεγγύη».

Και μια ερώτηση προς τον συμμετέχοντα παρατηρητή της γερμανικής και της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής: Οι Έλληνες συγγραφείς συνήθως αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στις ξένες αγορές. Ποια λάθη γίνονται στην παρουσίαση και τη διάδοση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και κουλτούρας; Ποιοι είναι οι λάθος χειρισμοί στο πεδίο αυτό όσον αφορά την εικόνα της Ελλάδας και πώς αυτή γίνεται αντιληπτή;
 
Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει κάποιος «λάθος» χειρισμός. Η λογοτεχνία δεν είναι ένα μηχάνημα που μπορεί κανείς να ρυθμίσει καλύτερα ή χειρότερα, και να βγάλει αυτό ακριβώς που λαχταρούν οι αναγνώστες. Τουλάχιστον όχι η λογοτεχνία αξιώσεων. Τα πράγματα είναι διαφορετικά, βέβαια, αν μιλήσουμε για τη λογοτεχνία των διαφόρων ειδών, όπως είναι το αθάνατο αστυνομικό μυθιστόρημα. Εκεί υπάρχουν κανόνες, που ο συγγραφέας καλείται να τηρήσει και να συνάμα να τους εκμεταλλευτεί ευφυώς μέχρι τα όρια της υπέρβασής τους. Κανείς δεν θέλει να διαβάζει τα ίδια και τα ίδια, όλοι όμως θέλουν να νιώθουν οικεία μέσα στο κείμενο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα της λογοτεχνίας αυτής: να μας εξοικειώνει με το ανοίκειο με τρόπο ψυχαγωγικό. Ίσως η παραγωγή μιας τέτοιας λογοτεχνίας να ταιριάζει περισσότερο σε νοοτροπίες όπως η σουηδική… Προσωπικά δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση για το ότι αυτή η Γη της Επαγγελίας όπου ανθεί η μετριότητα, μια χώρα επιπλωμένη με κομμάτια του ΙΚΕΑ και ντυμένη με ρούχα του H&M, μπορεί να «πουλάει» με τόση επιτυχία στον Γερμανό ή τον Έλληνα αναγνώστη, ή και τον αναγνώστη της Σιβηρίας, αν θέλετε, βιβλία τα οποία κανένας με δείκτη νοημοσύνης μεγαλύτερο από αυτόν ενός δελφινιού δεν θα διάβαζε ποτέ δεύτερη φορά.

Αντίθετα, η λογοτεχνία −με την επιτατική, εμφατική της σημασία− είναι, κατά την άποψή μου, πάντα μια da capo λογοτεχνία. Αυτό σημαίνει: Πρέπει ακόμη και κατά την πολλοστή ανάγνωσή της να προκαλεί ρίγος στον αναγνώστη και να ενέχει το στοιχείο της έκπληξης. Τότε δεν θα ενδιαφέρει ίσως τόσο η πλοκή, την οποία θα θεωρεί κανείς ότι γνωρίζει πλέον. Όμως, στη θέση της ο αναγνώστης θα ανακαλύπτει τις λεπτομέρειες του πουαντιγιστικού πορτρέτου μιας κοινωνίας, τα τρίσβαθα ενός λεπταίσθητου ψυχικού κόσμου ή τις κρυμμένες ρωγμές μιας ερωτικής σχέσης του παρελθόντος – όλα αυτά, δεν ξέρω πώς να τα πω… Όλα αυτά τα πασχαλινά αυγουλάκια [που στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη κρύβουν το Πάσχα, για να τα βρουν τα παιδιά], τα οποία μια λογοτεχνία που αξίζει να χαρακτηρίζεται ως τέτοια, έχει κρύψει μες στο κείμενο, και η προσεκτική αναγνώστρια, ο εν εγρηγόρσει αναγνώστης τα ανακαλύπτουν σταδιακά.

Ένας κριτικός έγραψε κάποτε ότι «φέρετε τον απόηχο ενός περασμένου, από καιρό ξεθωριασμένου πολιτισμού»: Εδώ θα πρέπει να εννοήσουμε μια στάση ενάντια στη σύγχρονη τάση αποσιώπησης της καταγωγής ή ίσως κάτι περισσότερο; Πιστεύετε ότι ζούμε σε έναν κόσμο, ο οποίος, όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, «έγινε τώρα ένα απέραντο ξενοδοχείο»;
 
Τι σημαίνει «περασμένος πολιτισμός»; Δεν λειτουργεί άραγε κάθε παλαιός, αλλά ζωντανός πολιτισμός σαν τον κροκόδειλο; Ανήκει μεν σε μια πολύ παλιά εποχή της εξέλιξης των ειδών, που έχει εκλείψει, όμως εξακολουθεί να υπάρχει. Και να είστε βέβαιη: Δεν έχει χάσει τίποτε από τη δύναμή του.

Η στάση του Σεφέρη προέρχεται από έναν κόσμο που καταστράφηκε από τον πόλεμο και τους διωγμούς. Αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μου. Η εποχή μας μπορεί να ταλανίζεται και αυτή από πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές και ρήξεις ‒ άνθρωποι γίνονται πρόσφυγες για να ξεφύγουν από τον πόλεμο και τη φτώχεια και σίγουρα μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία φέρνει στο προσκήνιο νέες μορφές αποσιώπησης της καταγωγής. Ως Δυτικοευρωπαίος όμως, που έχει συγκριτικά μια ξεδιάντροπα καλή ζωή, τουλάχιστον από την άποψη των υλικών αγαθών, καλό θα ήταν στο δικό μου μέρος του κόσμου να υπήρχε λίγη περισσότερη ευαισθησία και συμπόνια απέναντι στο ξένο και το διαφορετικό. Το γεγονός ότι η διαφορετικότητα δεν αντιμετωπίζεται με σεβασμό και δεν γίνεται αποδεκτή είναι πολύ επικίνδυνο. Για μένα η Ευρώπη δεν θα ήταν τίποτα χωρίς την περιπλοκότητά της.