Ο Max Linz στην Αθήνα
Ατμόσφαιρα Όμπερχάουζεν

Ο Max Linz στην Αθήνα
Ο Max Linz στην Αθήνα | Vangelis Patsialos/ Goethe-Institut Athen

Ο σκηνοθέτης Max Linz, προσκεκλημένος του Goethe-Institut Athen, πραγματοποίησε στο πλαίσιο του 8ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας ένα σεμινάριο για το Μανιφέστο και τους πρωτοπόρους του Όμπερχάουζεν.

Στις 15 Νοεμβρίου 2014, προσκεκλημένος του Goethe-Institut Athen, πραγματοποίησα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και στο πλαίσιο του 8ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας ένα σεμινάριο για το Μανιφέστο και τους πρωτοπόρους του Όμπερχάουζεν. Όσο με εξέπληξε η πρόσκληση –δύο χρόνια μετά την 50ή επέτειο αυτής της πολύ ιδιαίτερης ιστορικής διαμαρτυρίας και της δικής μου δύσκολης προσπάθειας να μιλήσω γι’ αυτήν με τη σειρά βίντεο «Ατμόσφαιρα Όμπερχάουζεν»–, άλλο τόσο με εξέπληξε η μεγάλη ανταπόκριση του κοινού στην εκδήλωση εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα. Το προηγούμενο βράδυ στην Ταινιοθήκη συζητούσαν για το Μανιφέστο, αναφέροντας ονόματα όπως αυτά του Schlöndorff, Wenders, Fassbinder. Αυτή η περίφημη πλέον παρεξήγηση ίσως τελικά συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη διατήρηση του αμείωτου ενδιαφέροντος για το Μανιφέστο – κι αυτή ακριβώς η παρεξήγηση μου έδωσε την ευκαιρία για μια εξόρμηση στην ιστορία του Μανιφέστου. Δεν είναι οι «All-Stars» του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, όπως είχαν συσπειρωθεί για παράδειγμα στην εταιρεία παραγωγής και διανομής «Filmverlag der Autoren», εκείνοι που συνέταξαν και υπέγραψαν το Μανιφέστο, αλλά μια ομάδα 26 κινηματογραφιστών με διαφορετικά κίνητρα και ενδιαφέροντα, μια ανεξάρτητη κινηματογραφική σκηνή του Μονάχου εκείνης της εποχής, όπως την χαρακτήρισα στο σεμινάριο. Ανάμεσά τους, για να αναφέρουμε μόνο τα γνωστότερα σήμερα ονόματα, οι Alexander Kluge, Edgar Reitz, Peter Schamoni - καμιά γυναίκα.

«Προβοκάροντας την πραγματικότητα» 

Συντονιστής της εκδήλωσης και οικοδεσπότης μου ήταν ο κριτικός κινηματογράφου Μανώλης Κρανάκης, ο οποίος και στην αρχή της εκδήλωσης διάβασε στο κοινό το Μανιφέστο, μεταφρασμένο στα Ελληνικά ειδικά για την περίσταση. Ήταν μια παράξενη στιγμή για μένα - οι τόσο γνωστές και οικείες λέξεις μού ακούστηκαν στην ξένη γλώσσα ωραιότερες από ποτέ. Ήταν σαν να ‘χαν αίφνης αποσπαστεί για λίγο από τη (δυτικο-)γερμανική ιστορία, σαν να υπήρχε η δυνατότητα να τους προσδοθεί και πάλι νόημα. Γιατί, όσο διαφωτιστική, πολυδιάστατη και λεπτομερής κι αν ήταν η αναδρομή στο Μανιφέστο στο πλαίσιο του εγχειρήματος «Προβοκάροντας την πραγματικότητα» δυο χρόνια πριν, δεν κατάφερε να οδηγήσει σε μια νέα ανάγνωση από πλευράς δημόσιας κινηματογραφικής ζωής. Οδήγησε μάλλον περισσότερο σε μια αναζωπύρωση των ήδη υφιστάμενων μετώπων μεταξύ κινηματογραφικής βιομηχανίας και κινηματογραφικής κουλτούρας, μεταξύ ένθερμων οπαδών του Μανιφέστου και εκνευρισμένων απαξιούντων αυτό – έφερε εν μέρει σχιζοειδή χαρακτηριστικά. Ένα αναμφισβήτητο επίτευγμα της δουλειάς που έγινε τότε ήταν η συγκέντρωση, έκδοση και διάθεση των ταινιών εκείνων που υπέγραψαν το Μανιφέστο. Τρεις από αυτές τις προβάλαμε με ελληνικούς υπότιτλους για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Η «Ηλιοκαμένη νήσος Κρήτη» του Pitt Koch, ενός από τους πολλούς λησμονημένους σήμερα σκηνοθέτες, πραγματεύεται πτυχές της ζωής και της εργασίας στην Κρήτη στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Στο εθνογραφικό ύφος της ταινίας διαφαίνεται το ενδιαφέρον και η λαχτάρα για μακρινούς τόπους που είναι ταυτόσημα της ανάγκης για αποστασιοποίηση από τη μεταπολεμική Γερμανία του οικονομικού θαύματος. Η ταινία «Βαρβαρότητα σε πέτρα» των Kluge/Schamoni/Wirth/Lemmel συνθέτει ένα κολάζ από σχέδια των ναζί για τη διαμόρφωση του χώρου του Κομματικού Συνεδρίου και σπαράγματα της ερειπωμένης υπόστασής τους το 1960, συνυφαίνει ηχητικά ντοκουμέντα προπαγανδιστικών λόγων με ήχους βομβαρδισμών, δείχνει την αρχιτεκτονική μεγαλομανία και τις καταστροφικές της συνέπειες. Μαζί με το ντοκιμαντέρ «Ένα κομμάτι από τον Χίτλερ» του Walter Krüttner οι ταινίες αυτές συγκροτούν μια αντι-εθνογραφία, μια αντι-εικόνα της Γερμανίας, εκείνης που δεν ενδιαφερόταν για την ανοικοδόμηση της γερμανικής βιομηχανίας (όπως οι πάμπολλες βιομηχανικές ταινίες που γύρισαν εκείνοι του Όμπερχάουζεν), αλλά έστρεφε το βλέμμα στο παρελθόν και καταδείκνυε τις τρομακτικές του διαστάσεις στο παρόν. Ο Krüttner καταγράφει το «προσκύνημα» στο Όμπερσάλτσμπεργκ, όπου δεκάδες χιλιάδες τουρίστες περιεργάζονται το κατεστραμμένο καταφύγιο του Χίτλερ και προσπαθούν να γίνουν κάτοχοι ενός κάποιου ενθυμίου από το παρελθόν ενώ η Πολιτεία της Βαυαρίας αρνείται ανενδοίαστα την ύπαρξη αυτού του συγκεκριμένου τουρισμού το 1963, παρότι της αποφέρει διόλου ευκαταφρόνητα κέρδη.
 

«Ήταν μία ισχυρή υπενθύμιση ότι ο κινηματογράφος είναι ένα ποιητικό όπλο. Όπλο που μπορεί να οδηγήσει στην ύπνωση ή στην ελευθερία και στην επαναστατική πράξη. Εξαρτάται από εμάς εάν θα κάνουμε και θα βλέπουμε ταινίες έχοντας αυτό στο νου. Ακούγοντας την ομιλία του Μαξ ξύπνησα από μία χειμερία νάρκη. Θυμήθηκα ότι o κινηματογράφος μπορεί να οδηγήσει στην εκστατική αλήθεια μόνο εάν απαλλαγεί από τα δεσμά που τον συνδέουν με το εμπόριο και εάν ξαναβρεί την πρωτογενή του φύση ως άναρχη ποίηση.»

Η Εύα Στεφανή, πολυβραβευμένη ντοκιμαντερίστα, αλλά και διακεκριμένη εικαστική καλλιτέχνιδα, είναι Επίκουρος Καθηγήτρια για Θεωρία και Ιστορία του Κινηματογράφου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το μανιφέστο του Όμπερχάουζεν σήμερα

Τί σημαίνει το Μανιφέστο για μένα, για το παρόν, ρώτησε ο Μανώλης. Μα ακριβώς αυτό, τη δυνατότητα ενός κινηματογράφου που δεν θα χρειάζεται να υπηρετεί ούτε οικονομικά ούτε εθνικά συμφέροντα. Μετέφερα την άποψή μου για το ποια είναι σήμερα η κατάσταση, παρουσιάζοντας τέσσερα επεισόδια της σειράς «Ατμόσφαιρα Όμπερχάουζεν». Στο πρώτο π.χ. διαβάζω συνόψεις ταινιών από την επισκόπηση παραγωγών 2011 του Ταμείου Ενίσχυσης του Γερμανικού Κινηματογράφου – καλύτερα δεν θα μπορούσε ούτε καν να το φανταστεί ο «κινηματογράφος του μπαμπά» που το 1962 είχε ανακηρυχθεί νεκρός. Ένα άλλο επεισόδιο, το τρίτο της σειράς, ασχολείται με το ζήτημα των αιτήσεων στις υπηρεσίες προώθησης και χρηματοδότησης του πολιτισμού και του συνεχούς ελέγχου στον οποίο υπόκεινται οι καλλιτέχνες που επιδοτούνται από δημόσιο χρήμα. Σ’ αυτό το πνεύμα ο Alexander Kluge είχε πει στα μέσα της δεκαετίας του ’80, τότε που έπαψε να κάνει ταινίες, ότι δεν γίνεται να περάσει όλη του τη ζωή υποβάλλοντας αιτήσεις. Θα συμφωνήσω μαζί του. Κι αναρωτιέμαι τί είδους προοπτική μπορεί να είναι αυτή και μάλιστα όταν κινείται κανείς σ’ ένα πεδίο τόσο πολιτικά και οικονομικά πολιορκούμενο όσο και ομιχλώδες, όπως αυτό της κινηματογραφικής παραγωγής.

«Ανεξαρτησία από τις συνήθεις συμβάσεις του κλάδου. Ανεξαρτησία από την επιρροή που ασκούν οι εμπορικοί εταίροι. Ανεξαρτησία από τις υπαγορεύσεις των ομάδων συμφερόντων». Αυτά είναι τα αιτήματα που έθεσαν οι υπογράφοντες το Μανιφέστο του Όμπερχάουζεν. Επίκαιρα σήμερα όσο και τότε. Εάν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν, τότε μόνο διά της πολιτικής οδού – κι οι επιτυχίες είναι βραχύβιες, όπως απέδειξε η ιστορία των πρωτοπόρων του Όμπερχάουζεν και των επιγόνων τους. Ευρωπαϊκή πολιτιστική πολιτική δεν υπάρχει ακόμα. Στη Γερμανία ο πολιτισμός είναι κατά κανόνα θέμα κρατιδίων, εκτός κι αν ξαναχτιστεί κάποιο πρωσικό παλάτι στην καρδιά της πρωτεύουσας: «Βαναυσότητα σε πέτρα « εν έτει 2014. Σε καιρούς όπου κυριαρχεί η πολιτική της λιτότητας, της ιεράρχησης των αναγκών προς όφελος των επενδυτών, των κερδοσκόπων και των λεγόμενων συντηρητικών, θα βοηθούσε ν’ αντιληφθούμε, να συνειδητοποιήσουμε, την κοινωνική διάσταση της τέχνης, του εμπορίου και του κινηματογράφου. Γιατί έτσι θα ξέρουμε πράγματι για τι συζητάμε. Αμφίβολο ωστόσο παραμένει αν η συζήτηση αυτή θα φτάσει μέχρι τα κοινοβούλια της Αθήνας, του Βερολίνου και των Βρυξελλών.