Η εκμετάλλευση των «δικαίων»

Die Ausbeutung der Gerechten_Magazin
Marlene Streeruwitz | Foto: Philipp Horak

H Marlene Streeruwitz παρουσίασε στη Θεσσαλονίκη το μυθιστόρημά της «Το ταξίδι μίας νεαρής αναρχικής στην Ελλάδα» και μας μίλησε για το έργο της, την εποχή μας και τις εντυπώσεις που αποκόμισε για την ελληνική κοινωνία.

Κυρία Streeruwitz, το τελευταίο σας μυθιστόρημα, Το ταξίδι μιας νεαρής αναρχικής στην Ελλάδα [Die Reise einer jungen Anarchistin in Griechenland ], το οποίο γράφετε ως «Νέλια Φεν», είναι κάτι σαν «συμπλήρωμα» του προηγούμενου κειμένου σας, με τίτλο Nachkommen [Απόγονοι], όπου η νεαρή συγγραφέας Νέλια Φεν καταφέρνει να συμπεριληφθεί στη βραχεία λίστα του Γερμανικού Βραβείου Βιβλίου, πηγαίνει στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, κι εκεί όχι μόνο γνωρίζει τον κυνισμό που επικρατεί στον κλάδο του βιβλίου, αλλά και συναντά για πρώτη φορά τον βιολογικό της πατέρα, για τον οποίο ξέρει ότι δεν επιθυμούσε τη γέννησή της, ότι είχε θελήσει να γίνει έκτρωση. Πώς προέκυψαν αυτά τα δύο κείμενα;

Ως προς την αρχική τους ιδέα προέκυψαν ταυτόχρονα, έγραψα όμως πρώτα το Nachkommen και μετά – αρκετά γρήγορα, είναι η αλήθεια– το Ταξίδι.

Η Νέλια Φεν είναι γύρω στα είκοσι και κάνοντας ένα ταξίδι στην Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με μια χώρα που χαροπαλεύει εξαιτίας των μέτρων «οικονομικής ενίσχυσής» της από την ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η ιστορία της Δέσποινας αντικατοπτρίζει την πτώση της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα. Τι σημαίνει για σας η Ελλάδα σήμερα, ποιο σενάριο βλέπουμε να εκτυλίσσεται εκεί;

Αυτό που συμβαίνει τούτη τη στιγμή στην Ελλάδα είναι ότι το κεφάλαιο αποκτά έλεγχο των εθνικών κρατών, και μάλιστα με την έννοια μιας υποδούλωσης των ανθρώπων από τις ελίτ της εξουσίας και του χρήματος, όπως έχει ξανασυμβεί στην Ιστορία μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919. Εδώ βιώνουμε μια σχιζοφρενική κατάσταση, όπου αφενός μεν ζούμε σε έναν «μετα-εθνικό» αιώνα, αφετέρου όμως το ΔΝΤ φέρεται σαν να βρισκόμαστε γύρω στο 1900, την εποχή του ιμπεριαλισμού. Γι’ αυτό και δεν βλέπω να υπάρχει λύση. Το κεφάλαιο λειτουργεί με τον τρόπο του «αναρχικά», ακυρώνει το κράτος και την ίδια στιγμή το εκμεταλλεύεται. Πού είναι τα έξυπνα μέτρα ενάντια σε αυτούς τους μηχανισμούς; Εδώ χρειάζεται μια έξυπνη διπλωματία, με προσεκτικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις όπως μετά από έναν πόλεμο, γιατί αυτό που ζούμε σήμερα είναι ένα είδος εμπόλεμης κατάστασης. Και είναι απορίας άξιο που δεν γίνεται αντιληπτό.       

Οι Γερμανοί στο μυθιστόρημα παρουσιάζονται ως μια κοινωνία παρακμιακή, με καταπληκτικά εξοχικά σε ελληνικά νησιά και Ελληνίδες οικιακές βοηθούς σαν τη Δέσποινα…

Ναι… Κοιτάξτε, είναι γεγονός ότι Γερμανοί ιδιώτες έχουν σπίτια σε ελληνικά νησιά και ότι οι Έλληνες δεν έχουν συσσωρεύσει ιδιοκτησίες στη Γερμανία. Και είναι εντυπωσιακό ότι, δεδομένης αυτής ακριβώς της κατάστασης, στα γερμανικά μέσα ενημέρωσης σπανίως συναντάμε μια διαφορετική οπτική στην κάλυψη των όσων συμβαίνουν στην Ελλάδα. Όταν μια υποτιθέμενα σοβαρή εφημερίδα σαν την FAZ χαρακτηρίζει την Ελλάδα «ασθενή της Ευρώπης», τότε δεν μπορείς παρά να ταυτιστείς με την Ελλάδα, από αντίδραση και μόνο σε αυτόν το ρατσιστικό λόγο, που θυμίζει τη χειρότερη μορφή αποικιοκρατίας, στην οποία ο «Άλλος» παρουσιάζεται πάντα ως κατώτερο είδος και όχι ως άνθρωπος.

Ο Μάριος, ο φίλος της Νέλια, τραυματίζεται βαριά σε οδομαχίες στην Αθήνα, όμως δεν μπορεί να λάβει την απαιτούμενη ιατρική περίθαλψη , γιατί δεν λειτουργεί πια η ιατρική υποδομή της χώρας. Όλοι όσοι ζουν στην Ελλάδα βιώνουν από πρώτο χέρι αυτή την κατάρρευση των βασικών υποδομών, π.χ. των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ή των θεσμών της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Εσείς πώς βλέπετε τη σημερινή κατάσταση; Υπάρχει διέξοδος;

Μα πώς να υπάρξει οποιαδήποτε βελτίωση, αν το κράτος δεν μπορεί πια να αντεπεξέλθει στις βασικές του λειτουργίες, όπως το να φροντίζει τους αρρώστους, και ρίχνει εκ των υστέρων το φταίξιμο για μια λάθος πολιτική στην τρόικα;  Η Ελλάδα βρίσκεται παγιδευμένη σε μια καθοδική πορεία, από την οποία δύσκολα μόνο θα καταφέρει να βγει, και για μένα αυτό είναι, μεταξύ άλλων, μια συνέπεια του χάσματος μεταξύ γυναικών και ανδρών. Γιατί και η τωρινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να κινείται με βάση τα γνωστά πατριαρχικά πρότυπα. Δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες γυναίκες στην κυβέρνηση, αλλά και γενικότερα ο μισός πληθυσμός έχει τεθεί στο περιθώριο, σε μια συγκυρία όπου ίσα ίσα θα έπρεπε πάση θυσία να αξιοποιηθούν όλοι οι ανθρώπινοι πόροι. Με μια Ελληνίδα υπουργό οικονομικών, ίσως τα πράγματα να μην είχαν φτάσει σε αυτή την προσωπική αντιπαράθεση με τον Σόιμπλε − μια δυναμική γυναίκα θα τον αντιμετώπιζε αλλιώς και πιθανότατα θα πετύχαινε περισσότερα. Έτσι, ούτε από αυτή την κυβέρνηση έχουμε δει μέχρι στιγμής κάτι καινούργιο, δεν βλέπουμε όλες τις Ελληνίδες και τους Έλληνες ενωμένους να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα.

Στο βιβλίο σας Nachkommen θίγετε, μεταξύ άλλων, τη σχέση ανάμεσα στη Γερμανία και την Αυστρία και την ηγεμονική εμφάνιση της «γερμανικής» λογοτεχνίας, στην οποία μάλιστα συμπεριλαμβάνονται ως υποκατηγορίες η αυστριακή και η γερμανοελβετική, παρόλο που ο γενικός όρος θα έπρεπε να είναι «γερμανόφωνη λογοτεχνία». Τα κείμενά σας χαρακτηρίζονται έντονα από το αυστριακό γλωσσικό ύφος, ενώ οι Γερμανοί διευθυντές των εκδοτικών οίκων και των πολιτιστικών θεσμών δεν αφήνουν και τις καλύτερες εντυπώσεις στα δυο βιβλία. Πώς είναι σήμερα οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας – ανήκει και η Αυστρία, πολιτιστικά μιλώντας τουλάχιστον, στην αυτοκρατορία του «μερκιαβελισμού» (Ούλριχ Μπεκ);    
 
Μα οι δυο χώρες θα έπρεπε να έχουν συνενωθεί προ πολλού! Ένα παιδί που γεννιέται στην Αυστρία μαθαίνει στο σχολείο τα πάντα για τον γερμανικό κλασικισμό, τον ιδεαλισμό και το ρομαντισμό – εγώ, δηλαδή, στην ουσία είμαι πολιτιστικά Γερμανίδα. Οι γερμανόφωνοι Αυστριακοί όμως δεν έπρεπε να αναπτύξουν δικό τους εθνικισμό κατά την περίοδο της Μοναρχίας, όπως και ύστερα −κυρίως, στο 19ο αιώνα−, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να καταπιέσουν κάθε «αδελφική αντιπαλότητα» με τους άλλους λαούς της Αυτοκρατορίας. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε ένα διχασμό στην Αυστρία ανάμεσα σε γερμανο-εθνικιστικές δυνάμεις και σε οπαδούς του Οίκου των Αψβούργων, που όμως πάντοτε συσπειρώνονταν σε ενιαίο μέτωπο εναντίον της Αριστεράς. Η διαίρεση της κοινωνίας σε αυτές τις ιστορικές παρατάξεις ναι μεν δεν ήταν τόσο έντονη όσο στην Ελλάδα, ωστόσο –όπως και στην Ελλάδα– δεν έφτασε ποτέ να εξελιχθεί περαιτέρω, ώστε να μπορέσει να οικοδομηθεί στη βάση αυτής της εξέλιξης ένα κοινό εγχείρημα, το «κράτος». Θα έπρεπε να γεννηθεί ένα αντι-εθνικιστικό εθνικό αίσθημα, που να βρει τη θέση του σε μια κοινή Ευρώπη. Η κοινή Ευρώπη, όμως, θα έπρεπε να δείξει περισσότερη αλληλεγγύη, να αναγνωρίσει τις αποφάσεις που λαμβάνονται μέσω της εκλογικής διαδικασίας σε ένα τέτοιο κράτος και να πάψει να ενεργεί υπηρετώντας μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση.

Οι απόγονοι της γενιάς του ’68 και των «πλούσιων και ωραίων» του μεγάλου οικονομικού μπουμ της δεκαετίας του ’90 και της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας άφησαν πίσω τους, κληρονομιά στη γενιά της Νέλια, έναν οικονομικό και ηθικό σωρό ερειπίων. Στην ουσία, και τα δύο κείμενα μιλούν για την προσπάθεια αυτής της νέας γενιάς, και ιδιαίτερα των γυναικών, να βρουν μια θέση στη ζωή, μια θέση τίμια, χωρίς διαφθορά, χωρίς ψέματα, χωρίς να χρειαστεί να υποταχθούν σε κανέναν. Κλείνετε τους λογαριασμούς σας με τη δική σας γενιά, με τον καπιταλισμό του δυτικού κόσμου;

Όλα είναι θέμα γενιάς: Η μητέρα της Νέλια είναι μια ένθερμη φεμινίστρια και έχει δώσει στην κόρη της μια εντελώς διαφορετική ανατροφή από εκείνην που έλαβε η ίδια απ’ τους γονείς της. Ο πατέρας της Νέλια, αντίθετα, είναι παιδί της γενιάς του ’68, πράγμα που του επιτρέπει να παραμείνει εσαεί «γιος» και να ικανοποιεί κάθε παράλογη και υπερβολική απαίτησή του. Τα παιδιά ως απόγονοι που έχουν δικά τους δικαιώματα δεν υπάρχουν καν στον ναρκισσιστικό του κόσμο. Πρόκειται για τη γενιά που παραιτήθηκε από τον πόθο να συνεχίσει την πολιτική επανάσταση εξελίσσοντάς την σε κοινωνική επανάσταση και αφέθηκε στην οικονομικοποίηση προς ίδιον –και στην περίπτωση του πατέρα της Νέλια, εξαιρετικά προσωπικό– όφελος. Εκείνο, ωστόσο, που με εξόργισε πάλι σε αυτή την επίσκεψή μου στην Ελλάδα είναι η διαπίστωση ότι εκείνοι που υποφέρουν περισσότερο είναι οι άνθρωποι με καλή θέληση. Αυτή η εκμετάλλευση των «δικαίων» είναι τόσο κατάφωρα άδικη και, με την ευκαιρία, στέλνω τα χαιρετίσματά μου στη νεαρή γυναίκα στον πάγκο με τα βιβλία του Αρχαιολογικού Μουσείου. Αυτή η νεαρή γυναίκα ντρεπόταν που το πωλητήριο του μουσείου δεν ήταν ανοιχτό και μου εξήγησε επί πολλή ώρα ότι δεν μπορούν να καλυφθούν οι απαραίτητες θέσεις, και σου σπάραζε την καρδιά να βλέπεις πόσο ευχόταν να ξαναγίνουν όλα καλά και την ίδια στιγμή να έχει χάσει κάθε ελπίδα.  Ήταν τόσο φανερό το αναπόδραστο της κατάστασης, τόσο ξεκάθαρη η αδυναμία, το γεγονός ότι οι άνθρωποι πλέον είναι καθηλωμένοι.