Συνεντευξη me ton Joseph Vogl
«ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ KΙΝΗΣΕΩΝ ΕΧΟΥΝ ΣΤΕΝΕΨΕΙ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ»

Joseph Vogl
Φωτογραφία (λεπτομέρεια): Stephanie Kiwitt

Ότι η πολιτική και η οικονομία είναι δύο ξεχωριστές σφαίρες, με σαφή όρια ανάμεσά τους, είναι ένας «μύθος του φιλελευθερισμού», λέει ο θεωρητικός των επιστημών του πολιτισμού Joseph Vogl στο βιβλίο του Der Souveränitätseffekt [Το φαινόμενο της κυριαρχίας]. Πολλές και ποικίλες συμμαχίες καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών χώρων. 

Κύριε Vogl, στο βιβλίο σας «Der Souveränitätseffekt» σκιαγραφείτε τις σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, ποια είναι τα ερωτήματα που εξετάζετε;

Ένα ερώτημα που θέτω στο βιβλίο μου είναι το πού δημιουργούνται σήμερα τα κέντρα εξουσίας για τη λήψη αποφάσεων και την ανάληψη δράσης. Αυτό εξετάζεται μέσα από μια διττή προοπτική: Καταρχάς διαπιστώνει κανείς ότι στο πλαίσιο μιας στενής σχέσης ανταλλαγών ανάμεσα σε οικονομικούς παίκτες και σε πολιτικούς θεσμούς, σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, λαμβάνονται πάρα πολλές αποφάσεις που αφορούν την κοινωνία στο σύνολό της. Υπάρχουν ορισμένα πολύ βασικά στοιχεία της σύγχρονης κυβερνητικής εξουσίας τα οποία δεν μπορούμε να συλλάβουμε με βάση τον παραδοσιακό διαχωρισμό κράτους και αγοράς.

Η δεύτερη προοπτική είναι ιστορικής φύσης: Εκεί επιχειρώ να καταδείξω σε ποιο βαθμό η στενή συνύπαρξη πολιτικής και οικονομικής δύναμης αποτέλεσε προϋπόθεση για να προκύψει το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τις αντίστοιχες διαδικασίες τις βλέπουμε ήδη από τον όψιμο Μεσαίωνα, όπως στη Δημοκρατία της Γένοβας στη Βόρεια Ιταλία, όπου τον 12ο αιώνα ιδιώτες χρηματοδότες συμμετείχαν στην άσκηση πολιτικής. Στις αρχές των Νεότερων Χρόνων, για παράδειγμα στην Ολλανδία του 17ου αιώνα και αργότερα στην Αγγλία, τα κρατικά χρέη και η κρατική χρηματοδότηση εξελίχθηκαν στους σημαντικότερους παράγοντες σχηματισμού μιας οικονομικής δύναμης με μεγάλη πολιτική επιρροή.

ΤΟ ΔΟΓΜΑ της ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Περιγράφετε τη διαδικασία γένεσης των κεντρικών τραπεζών ξεκινώντας από τον 17ο αιώνα και φτάνοντας ως τις μέρες μας. Σε ποιο βαθμό αποτελούν οι κεντρικές τράπεζες παράδειγμα της σύμπραξης πολιτικής και οικονομίας;

Οι κεντρικές τράπεζες έχουν αναλάβει έναν σημαντικό ρόλο «συνδέσμου» στο πλαίσιο του χρηματοοικονομικού συστήματος. Κατ’ αρχάς συγκέντρωσαν ιδιώτες πιστωτές (όπως έκανε, επί παραδείγματι, η ιδρυθείσα το 1694 Τράπεζα της Αγγλίας), οι οποίοι δάνειζαν χρήματα στο κράτος και επωφελούνταν με τη σειρά τους από τα δάνεια αυτά μέσω της παραχώρησης δασμολογικών και φορολογικών προνομίων. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε ένα δημόσιο-ιδιωτικό πλέγμα συσχετισμών, ένα κράμα κυβερνητικών θεσμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Οι κεντρικές τράπεζες αφενός εκτελούσαν δημόσια καθήκοντα και αφετέρου λειτουργούσαν σαν ανώνυμες εταιρείες και επιπλέον εξαιρούνταν του πολιτικού ελέγχου. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η αποστολή των κεντρικών τραπεζών άλλαξε. Πλέον, ο ρόλος τους είναι κατά κύριο λόγο αυτός μιας δικλείδας ασφαλείας του χρηματοοικονομικού και νομισματικού συστήματος.

Ο ρόλος αυτός συνδέεται τις πιο πολλές φορές με το δόγμα μιας ριζοσπαστικής ανεξαρτησίας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, π.χ., ως ένα από τα πλέον ανεξάρτητα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, έχει οικειοποιηθεί πλήρως ένα αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα, τον έλεγχο δηλαδή πάνω στο νόμισμα και τη ρευστότητα. Στη Συνθήκη του Μάαστριχτ ορίζεται ρητά ότι η ΕΚΤ δεν δέχεται υποδείξεις από κανένα εθνικό Κοινοβούλιο και κανένα ευρωπαϊκό όργανο. Με τις αποφάσεις της καθορίζει άμεσα το εκάστοτε πλαίσιο κυβερνητικής πολιτικής, ανεξάρτητα ωστόσο από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Επομένως, είναι –αν θέλετε– ένα «παρα-δημοκρατικό» ίδρυμα.

Ωστόσο, και στις χρηματοπιστωτικές αγορές συμπράττουν πολιτικές και οικονομικές αρχές. Για την αλληλόδραση αυτή, χρησιμοποιείτε τον όρο «ρυθμιστικός καπιταλισμός». Ποια είναι τα γνωρίσματα αυτού του ρυθμιστικού καπιταλισμού;

Υπάρχει η άποψη ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ελεύθερες, δήθεν «αποδεσμευμένες» αγορές. Ο όρος «ρυθμιστικός καπιταλισμός» συμπυκνώνει μια αντίθετη θέση, με την οποία υποστηρίζεται ότι αντιθέτως οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ένας άκρως ρυθμισμένος χώρος της οικονομικής ζωής, στον οποίο κράτη, ιδρύματα ημικρατικής φύσης, όπως οι κεντρικές τράπεζες, διεθνείς οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ιδιωτικοί φορείς με επιρροή στην παγκόσμια σκακιέρα και αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, όπως είναι οι οίκοι αξιολόγησης, διεθνείς συμβάσεις και μεγάλοι ιδιώτες επενδυτές, όπως είναι οι επενδυτικές εταιρείες και οι τράπεζες, αλληλεπιδρούν μέσα σε ένα εξαιρετικά σύνθετο πλέγμα κανόνων με πολλούς αστερίσκους. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλάμε για μια «ελεύθερη», προσβάσιμη σε όλους αγορά, αλλά για μια συστηματική παραχώρηση προνομίων στο μεγάλο κεφάλαιο.

ΑΝΑΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ προς ΤΑ ΚΑΤΩ

Στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008, εκδηλώθηκε μεγάλο ενδιαφέρον και προθυμία εκ μέρους της πολιτικής να στηριχθούν οι πληγείσες τράπεζες με δημόσια χρήματα. Στο ζενίθ της ελληνικής κρίσης, εν έτει 2015, έγινε σαφές ότι η εξυγίανση των κρατικών προϋπολογισμών εξαρτάται από σημαντικά υψηλότερες προϋποθέσεις. Δρουν εδώ οι συμμαχίες ανάμεσα σε πολιτική και οικονομία, τις οποίες περιγράψατε προηγουμένως;

Μια θέση που υποστηρίζω στο βιβλίο μου είναι ότι βασικό στοιχείο της κυριαρχίας στο σύγχρονο χρηματοοικονομικό σύστημα είναι ο λεγόμενος «πιστωτής έσχατης ανάγκης». Ο ρόλος αυτός, τον οποίο παραδοσιακά επιτελούσαν οι κεντρικές και εκδοτικές τράπεζες, μεταβιβάστηκε προοδευτικά στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Έτσι, οι ιδιώτες επενδυτές και οι τάσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας ορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη συνολική ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί. Με βάση αυτό το δεδομένο καθιερώθηκε και η πολιτική λογική που λέει ότι, σε κρίσιμες καταστάσεις και προκειμένου να διασφαλιστούν βασικές προϋποθέσεις της οικονομικής επιβίωσης, πρώτο και κύριο μέλημα είναι να σωθούν οι επενδυτές.

Ένα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα από το 2008 μέχρι σήμερα είναι αυτό που συνέβη με τις μεγάλες εταιρείες παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στις ΗΠΑ, τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες δηλαδή, οι οποίες είχαν επενδύσει μεγάλα ποσά σε στεγαστικά δάνεια και έπρεπε να εξυγιανθούν με δημόσια χρήματα, επειδή διαχειρίζονται μεγάλο μέρος των συνταξιοδοτικών ταμείων των ΗΠΑ. Το κράτος επέτρεψε να τεθεί υπό τη συγκεκριμένη οικονομική πίεση του ιδιωτικού τομέα, η οποία δεν αφήνει άλλη επιλογή παρά τη διάσωση των μεγάλων επενδυτών, για να αποτρέψει την ολοκληρωτική κατάρρευση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Και ναι, έχετε δίκιο, το σύγχρονο χρηματοοικονομικό καθεστώς παγιώνει αυτή την ασυμμετρία: Οι ιδιώτες μεγαλοεπενδυτές επαναχρηματοδοτούνται, τις πιο πολλές φορές άνευ όρων, με δημόσια χρήματα, ενώ οι «κρατικοί οφειλέτες» μόνο κάτω από ανελέητους όρους. Οι κίνδυνοι των χρηματοπιστωτικών αγορών ανακατανέμονται, θα λέγαμε, προς τα κάτω.

ΕΞΑΓΟΡΑ ΧΡΟΝΟΥ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΚΙΝΗΣΕΩΝ

Αυτά τα πολιτικά αδιέξοδα περιγράφει και ο πολιτικός επιστήμονας Charles Lindblom, τον οποίο μνημονεύετε στο βιβλίο σας παραθέτοντας τη φράση του «Καμία κοινωνία της αγοράς δεν μπορεί να αναπτύξει μια πλήρως εξελιγμένη δημοκρατία, γιατί το σύστημα της αγοράς φυλακίζει την πολιτική διαδικασία λήψης αποφάσεων». Αυτό σημαίνει ότι οι διαδικασίες της αγοράς περιορίζουν αναπόδραστα τις δημοκρατικές διαδικασίες;

Η άποψη αυτή στρέφεται κατ’ αρχάς εναντίον της θέσης ότι καπιταλισμός και δημοκρατία πάνε μαζί, ότι είναι κατά κάποιον τρόπο δίδυμες έννοιες. Η Ιστορία έχει δείξει ότι ο καπιταλισμός δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά για προσοδοφόρα επιχειρηματικά μοντέλα και, κατά συνέπεια, ότι μπορεί να συνάψει συμμαχίες με κυβερνητικά σχήματα κάθε χώρου και είδους. Χρειάζεται ωστόσο έναν ελάχιστο βαθμό ασφαλείας δικαίου, όπως την προστασία της ιδιοκτησίας.

Εκείνο που ο Lindblom περιγράφει ως «φυλακή της αγοράς» φαίνεται, π.χ., στον ανταγωνισμό περί φήμης των χωρών του ευρώ στις αγορές, ο οποίος τους έχει επιβληθεί. Ένα από τα κεντρικά προβλήματα των κυβερνήσεων είναι να εξαγοράσουν χρόνο στις χρηματοπιστωτικές αγορές προκειμένου να έχουν πολιτικά περιθώρια κινήσεων. Εδώ η φερεγγυότητα των κρατών αξιολογείται διαρκώς από οίκους αξιολόγησης. Μόλις ένα κράτος διολισθήσει, υποβαθμίζεται, η δανειοληπτική του αξιοπιστία μειώνεται, οι τόκοι των κρατικών ομολόγων αυξάνονται, πράγμα που περιορίζει τις δυνατότητες αναχρηματοδότησης στις αγορές. Ένας φαύλος κύκλος δηλαδή. Το μόνο που απομένει να κάνουν οι κυβερνήσεις τότε είναι να προχωρήσουν σε περικοπές των δημόσιων παροχών, σε μείωση των επενδύσεων, στη διάβρωση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, στην παραμέληση των δημόσιων υποδομών. Έτσι ανακτά κανείς – κατά τη γνωστή επωδό– την «εμπιστοσύνη των αγορών». Μέσω της πολιτικά εσκεμμένης συσσώρευσης δύναμης για την ανάληψη δράσης και τη λήψη αποφάσεων σε φορείς της ιδιωτικής οικονομίας, έχουν στενέψει πολύ τα περιθώρια κινήσεων για τις κυβερνήσεις.

ΕΞΑΡΤΗΣΗ από ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

Πώς θα μπορούσε το κράτος να ανακτήσει την εξουσία πολιτικής δράσης, την κυριαρχία του δηλαδή; Θα προϋπέθετε αυτό ίσως το διαχωρισμό πολιτικής και οικονομίας;

Δεν πρόκειται για έναν αγώνα ανάμεσα στις αγορές και την πολιτική. Το ζητούμενο είναι η πολιτική να θέσει εκ νέου συγκεκριμένες οικονομικές προτεραιότητες και να ταχθεί εναντίον της επιβολής ενός, ας το πούμε, νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου σε όλους τους τομείς. Στον πυρήνα του σύγχρονου χρηματοοικονομικού καθεστώτος υπάρχει μια σύγκρουση ή μια ταξική πάλη ανάμεσα στη δημόσια σφαίρα των χρηματοπιστωτικών αγορών, δηλαδή τη χρηματοοικονομική βιομηχανία και τους μεγαλοεπενδυτές, και το κοινό των δημοκρατικών ψηφοφόρων.

Τις τελευταίες δεκαετίες το χρηματοοικονομικό καθεστώς ενισχύθηκε πολιτικά με μια θύελλα μέτρων και αποφάσεων: Φρένα χρέους, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση του τοκοφόρου κεφαλαίου, άρση των ελέγχων των αγορών, άρνηση να επιβληθεί φόρος επί των συναλλαγών, ιδιωτικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών, μεταστροφή των καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης από την αρχή της αλληλεγγύης σε μοντέλα βασισμένα στην αγορά. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα μικρότερα πολιτικά στοιχήματα που θα μας απασχολήσουν στο μέλλον – ένας πολιτικός αγώνας για το εάν και σε ποιο βαθμό η κοινή ωφέλεια και οι βιοτικές συνθήκες μας εξαρτώνται τελικά από τα συμφέροντα της οικονομίας.

<div class="infoBox hellGrau"> Ο <b>Joseph Vogl</b> είναι θεωρητικός των επιστημών του πολιτισμού και της λογοτεχνίας. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου και στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Το 2015 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Der Souveränitätseffekt» στον Diaphanes Verlag.</div>