Ελληνικο Ντοκιμαντερ
Ο πιο μακρυς δρομος

Αλσαλέχ και Τζασήμ στο θαλαμο της φυλακής
Αλσαλέχ και Τζασήμ στο θαλαμο της φυλακής (Still) | © 2015 The Longest Run

Tο ελληνικό μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου DER STEINIGE WEG NACH EUROPA (Ο πιο μακρύς δρόμος), με θέμα δύο ανήλικους παράτυπους μετανάστες που κρατούνται ως διακινητές παράτυπων μεταναστών στην φυλακή του Βόλου, προβληθεικε στο DOK.Leipzig  και σε τηλεοπτικη πρεμιέρα στο γερμανογαλλικό κανάλι ΑΡΤΕ. Η  Δήμητρα Κουζή μίλησε με την σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ Μαριάννα Οικονόμου.

 Η ταινία ξεκίνησε πριν από δύο περίπου χρόνια, όταν έπεσε στα χέρια της Μαριάννας το «Στο σχολείο ξεχνώ την φυλακή» (του καθ. Κώστα Μάγου) που περιλαμβάνει αφηγήσεις  ανήλικων μεταναστών κρατούμενων από το ‘εργαστήριο αφήγησης’ που συντόνιζε ο καθηγητής Κώστας Μάγος στη φυλακή. «Το βιβλίο με συγκλόνισε» λέει η Μαριάννα Οικονόμου. «Ταυτόχρονα μου δημιούργησε πάρα πολλά ερωτήματα. Πώς ήταν δυνατόν αυτά τα παιδιά που προσπαθούν να σωθούν από διάφορες καταστάσεις στις πατρίδες τους να βρεθούν στις φυλακές, να δικαστούν από ένα ξένο δικαστήριο σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουν και πολλά από αυτά να καταλήξουν να εκτίουν απίστευτα μεγάλες ποινές, μέχρι και 25 ετών;»
 
Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε στις φυλακές ήταν ο καθηγητής. «Αν καταφέρεις να πάρεις άδεια, εγώ είμαι μέσα για το ντοκιμαντέρ», της είπε αυτός ο ξεχωριστός εκπαιδευτικός. Μετά από εκείνον, βρέθηκε στο γραφείο του Διευθυντή των Φυλακών. Χρειαζόταν την άδεια του, όπως και άδεια από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, για να κάνει γυρίσματα στη φυλακή. Ο Διευθυντής ήταν από την αρχή θετικός, μια και η ταινία θα αναδείκνυε την εκπαίδευση των ανήλικων φυλακισμένων. Έξι μήνες χρειάστηκαν για να βγει η πολυπόθητη άδεια κινηματογράφησης από το Υπουργείο, κάτι που δεν είχε ποτέ πριν ή έκτοτε, και ήταν πολλές οι συγκυρίες και οι άνθρωποι που βοήθησαν. Στο Υπουργείο βρέθηκε «μια εξαιρετική γυναίκα», όπως λέει η σκηνοθέτις, «η Ευτυχία Κατσιγαράκη, που είχε ασχοληθεί με το θέμα της θυματοποίησης των ανηλίκων από τους διακινητές παράτυπων μεταναστών, καθώς και το γεγονός ότι οι φυλακές είχαν γεμίσει με ανήλικους μετανάστες και πρόσφυγες. Ήταν ένα θέμα που είχε αρχίσει να απασχολεί και την Ευρώπη, είχε φτάσει και στις Βρυξέλλες.»
 

Πώς όμως φτάνουν αυτά τα παιδιά να ενοχοποιούνται και να καταλήγουν στη φυλακή;

«Τα σύνορα έχουν γίνει πιο δύσκολα να τα περάσει κανείς, κυρίως στον Έβρο λόγω του τείχους. Οι διακινητές είναι οργανωμένοι σαν πυραμίδα, πάνω ο αρχηγός διακινητής και μετά οι τοπικοί. Ο τελευταίος διακινητής, που τους φέρνει στην Ελλάδα, δεν θέλει να διακινδυνεύσει πλέον. Ξέρει πολύ καλά ότι αν τον πιάσουν θα καταλήξει μάλλον ισόβια στην φυλακή. Τι κάνει λοιπόν; Φέρνει τον κόσμο, βρίσκει ένα εύκολο θύμα, ένα παιδί ή έναν ανήλικο, και τους εκβιάζει με διάφορους τρόπους. Τους λένε: ‘Αν δεν τους πας εσύ απέναντι και δεν γυρίσεις πίσω να πάρεις και τους άλλους θα πάμε στο χωριό σου και θα σκοτώσουμε τη μάνα σου’. Ή, ‘Βλέπεις αυτή τη γυναίκα με αυτό το παιδί; Θα τους πνίξω μέσα στο νερό αν δεν πας’. Παίζουν τέτοια εκβιαστικά παιχνίδια. Και βέβαια το άλλο που χρησιμοποιούν πολύ είναι ότι τους λένε ‘Αν εσύ μεταφέρεις άτομα απέναντι δεν θα πληρώσεις κόμιστρο’. Και έτσι τους πείθουν, και βρίσκονται ουσιαστικά να κάνουν αυτή τη δουλειά και να τους συλλαμβάνουν οι ελληνικές αρχές. Ο νόμος στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ αυστηρός: για κάθε μεταφερόμενο άτομο τρως 10 χρόνια φυλάκισης.»
 
«Τα πρώτα γυρίσματα τα έκανα κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Από εκεί άρχισα να εντοπίζω ποιες ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες και ποια παιδιά μπορούσαν να σηκώσουν όλο αυτό το βάρος κινηματογραφικά.» Ο Τζασίμ ήταν ο μικρότερος· ήταν 17. Ήταν τελείως χαμένος και φοβισμένος, μη μπορώντας να καταλάβει τι του συνέβη και έχει βρεθεί τέσσερις μήνες υπόδικος. «Ήταν ένα άβγαλτο παιδί», θυμάται η Μαριάννα Οικονόμου. «Ερχόταν από ένα μικρό χωριό στο Βόρειο Ιράκ, και είχε βρεθεί σε μια χώρα, την Ελλάδα, που δεν ήξερε καν την ύπαρξή της· νόμιζε ότι θα πάει κατευθείαν στη Γερμανία στον αδερφό του. Ο Αλσαλέχ από τη Συρία ήταν ήδη 14 μήνες υπόδικος. Μιλούσε καλά ελληνικά και ήταν αυτός που βοηθούσε τον Τζασίμ με τις μεταφράσεις. Μοιραζόντουσαν και το κελί, και μέσα στους μήνες στην φυλακή δημιούργησαν φιλία.»

Φωνές από την άλλη μεριά της γραμμής, από το υπερπέραν 

Η ταινία ξεκινάει με τα παιδιά να περιμένουν στη σειρά για να τηλεφωνήσουν στους γονείς τους. Ήταν για τη Μαριάννα Οικονόμου η πιο συγκλονιστική από όλες τις σκηνές στη φυλακή. «Τους έβλεπα με πόση αγωνία περίμεναν να έρθει η σειρά τους να πάρουν τηλέφωνο και με χίλιους κόπους να πιάσουν γραμμή στο Ιράκ ή στη Συρία. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τίποτα, απλά έβλεπα τα μάτια τους και τις εκφράσεις τους, και όταν τους ρώταγα μου λέγανε  «Οι γονείς μας είναι σε άθλια κατάσταση. Είναι σε χειρότερη κατάσταση από εμάς. Είναι στον πόλεμο». Εκείνη την εποχή το Κομπάνι βομβαρδιζόταν, ενώ στο Βόρειο Ιράκ οι Ίσις αποκεφάλιζαν τους Γιαζίντι, τη φυλή από την οποία κατάγεται ο Τζασίμ. Όλη του η οικογένεια είχε ανέβει στα βουνά για να σωθεί. Αποφάσισα ότι τα τηλεφωνήματα ήταν καθοριστικά όταν άκουσα τις φωνές των γονιών από την άλλη μεριά της γραμμής, από το υπερπέραν, να μιλάνε με τόση ένταση, με τέτοια απελπισία, να τους λένε για τον πόλεμο και συγχρόνως να τους λένε ‘Παιδί μου είσαι καλά; Σ’ αγαπάω, δεν μπορώ να ζήσω που είσαι μακριά μου· πρόσεξε!’ Ήταν πάντα μια μαμά που μιλούσε στο παιδί της. Αυτά τα παιδιά έχουν από πίσω μια οικογένεια· δεν είναι απλώς ‘ένας παράτυπος μετανάστης’, είχαν όλα μια μαμά και έναν μπαμπά που νοιάζεται για αυτά, που τα αγαπάει. Θα μπορούσαν να είναι τα δικά μας παιδιά.»
 
Η ταινία πετυχαίνει κάτι μοναδικό, να πάρει άδεια κινηματογράφησης για την υπόθεση του ενός από τους δύο ενώπιον του δικαστηρίου στην Κομοτηνή. «Είναι τεράστιο θέμα αυτό του νομικού πλαισίου και της εκδίκασης αυτών των ανηλίκων στα δικαστήρια της Ελλάδας. Πάρα πολύ λίγα παιδιά έχουν αντιπροσώπευση. Πέντε λεπτά πριν τη δίκη, το δικαστήριο τους ορίζει έναν δικηγόρο. Σπανίως υπάρχουν καλοί διερμηνείς», λέει η σκηνοθέτις. «Αισθάνθηκα ότι τίθεται σοβαρό θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι κοινωνικοί λειτουργοί κάνουν ό,τι μπορούν για να τα στηρίξουν μέσα στην φυλακή, αλλά σταματάει εκεί.»
 
Η ταινία ξεκίνησε, όπως οι περισσότερες στην Ελλάδα, με δύο αιτήσεις: μία προς την ΕΡΤ και μία προς το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Λίγο μετά, έκλεισαν την ΕΡΤ. Όταν τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να έρθουν σε επαφή με ξένα κανάλια, funds κτλ. Όπως γίνεται πάντα, όμως, έπεφταν στον σκόπελο της ερώτησης: «Τι χρηματοδότηση έχετε πάρει ήδη από τη χώρα σας την Ελλάδα;» Ακολούθησε το πρώτο βραβείο στο Docs in Progress στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και η συμμετοχή στα co-production meetings του Φεστιβάλ Dok Leipzig, όπου η γενική αντιμετώπιση ήταν: «Προχωρήστε, κρατήστε μας ενήμερους και θα δούμε». Η απόφαση που πήραν βασίστηκε ότι είχε ξεκινήσει όλη η ιστορία του προσφυγικού και ήταν στην επικαιρότητα. Έτσι, η ταινία έπρεπε να βγει και η ιστορία αυτών των παιδιών να ακουστεί. Με δικά τους έξοδα άρχισαν το μοντάζ, με στόχο να την υποβάλουν στο φεστιβάλ της Λειψίας. Η ταινία έγινε πράγματι δεκτή και έκανε πρεμιέρα στις 27/10/2015 στο DOK Leipzig, όπου και διαγωνίστηκε στο International Competition for Long Documentary and Animated Film. Απέσπασε δύο βραβεία, το PRIZE OF THE UNITED SERVICES TRADE UNION VER.DI και το INTERNATIONAL COMPETITION LONG HONORARY MENTION.

«Τελικά, ήταν αποκάλυψη στη Λειψία», συμπληρώνει η Μαριάννα Οικονόμου: «Μια μεγάλη δικαίωση και, χάρη κυρίως στη βοήθεια της Madeleine Avramoussis, η ταινία θα παίξει και στο ARTE στις 2 Φεβρουαρίου 2016. Εκ των υστέρων, το Κέντρο Κινηματογράφου ενέκρινε και αυτό την πρόταση. Αλλά δεν γίνεται έτσι. Ελπίζω αυτή η ταινία να μου ανοίξει τον δρόμο στο εξωτερικό. Αν όμως δεν ξανανοίξει η δυνατότητα συμπαραγωγών και ξένων συμπαραγωγών με την ΕΡΤ, δεν ξέρω πώς θα είναι τα πράγματα στην Ελλάδα για το ντοκιμαντέρ.»
  Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα τον Μάρτιο 2016, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της  Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια θα βγει σε κινηματογραφική διανομή από το CineDoc (στις 22 και 24 Απριλίου στην Αθήνα).