ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2015
ΒΡΑΒΕΙΑ, ΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

Εξέπληξαν οι επιλογές της κριτικής επιτροπής του Γερμανικού Βραβείου Βιβλίου το 2015
Εξέπληξαν οι επιλογές της κριτικής επιτροπής του Γερμανικού Βραβείου Βιβλίου το 2015 | © Petra Gass/Börsenverein

Το 2015 επεφύλασσε σε κριτικούς και αναγνώστες μερικές εκπλήξεις. Σηματοδότησε επίσης μια αλλαγή γενιάς στους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, η οποία σαφώς θα επηρεάσει τα λογοτεχνικά πράγματα στο μέλλον.

Ολοένα περισσότερο –και σίγουρα εντονότερα από ποτέ– η λογοτεχνική χρονιά χαρακτηρίζεται και παίρνει τον τόνο των μεγάλων λογοτεχνικών βραβείων. Όσον αφορά το 2015, όλες οι επιλογές των κριτικών επιτροπών μπορούν να εκληφθούν ως δηλώσεις που, με βάση την κάθε μεμονωμένη περίπτωση, στόχο είχαν να σχολιάσουν την κατάσταση, το επίπεδο και τα σημεία εστίασης του ενδιαφέροντος της σύγχρονης λογοτεχνίας. Έτσι η κριτική επιτροπή του βραβείου της Έκθεσης Βιβλίου της Λειψίας βράβευσε για πρώτη φορά στην κατηγορία της Λογοτεχνίας μια ποιητική συλλογή: Το Regentonnenvariationen [Παραλλαγές πάνω σε βαρέλια συλλογής βρόχινου νερού] του Jan Wagner είναι ένα πολύ ξεχωριστό έργο, μια παιγνιώδης αντιμετώπιση της φυσιολατρικής ποίησης, αλλά και ένα έργο που εκπροσωπεί την τεράστια ποιοτική άνοδο και την αφθονία που είδαμε στην παραγωγή απαιτητικών ποιητικών έργων τα τελευταία χρόνια. 

ΠΙΣΤΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ

Το φθινόπωρο, το αντίστοιχο, ακόμη σημαντικότερο βραβείο, το Γερμανικό Βραβείο Βιβλίου, το οποίο απονέμεται στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, δόθηκε στο 800 σελίδων μυθιστόρημα του Frank Witzel Die Erfindung der Roten Armee Fraktion durch einen manisch depressiven Teenager im Sommer 1969 [Η επινόηση της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός» από έναν μανιοκαταθλιπτικό έφηβο το καλοκαίρι του 1969]. Ήταν και αυτό μια μεγάλη έκπληξη, μεταξύ άλλων επειδή οι περισσότεροι από εκείνους που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τον λογοτεχνικό χώρο περίμεναν πως η κριτική επιτροπή θα προκρίνει είτε το προσφυγικό μυθιστόρημα της Jenny Erpenbeck Gehen, ging, gegangen [Φεύγω, έφυγα, έχω φύγει] είτε το Das bessere Leben [Η καλύτερη ζωή], την κατάδυση του Ulrich Peltzer στις συνειδησιακές ροές των θιασωτών του χρηματιστικού καπιταλισμού. Στα υπέρ αμφότερων ήταν το επίκαιρο θέμα τους, στη μεν Erpenbeck επιπλέον η εξαιρετικά θετική στάση απέναντι στους πρόσφυγες και τους αρωγούς τους, στον δε Peltzer κυρίως η αταλάντευτη επιμονή του σε ένα μοντέρνο, αν όχι μοντερνιστικό, ύφος γραφής. Με την επιλογή του Witzel η κριτική επιτροπή έδειξε την πίστη της στην πρωτοτυπία – τόσο τη δική της όσο και αυτήν του βιβλίου, το οποίο, από την οπτική γωνία ενός 13χρονου, συνδέει τις μουχλιασμένες αντιλήψεις της επαρχίας της Έσσης με τα θέλγητρα της ποπ κουλτούρας και τη ριζοσπαστικοποίηση της Αριστεράς σε ένα τολμηρό συνονθύλευμα αφήγησης, συνειρμικής γραφής και δοκιμιακού λόγου.

Έτσι, ο θεσμός ενός σημαντικού βραβείου αγνόησε εκ νέου τον Peltzer, έναν από τους πιο συνεπείς και αφοσιωμένους στην τέχνη τους συγγραφείς της μεσαίας γενιάς (είναι γεννημένος το 1956). Ως ακόμη μεγαλύτερο σκάνδαλο θεώρησαν πολλοί κριτικοί το γεγονός ότι το Die Stunde zwischen Frau und Gitarre [Η ώρα ανάμεσα στη γυναίκα και την κιθάρα] του Clemens J. Setz δεν περιλήφθηκε καν στη βραχεία λίστα του βραβείου. Πολλοί είπαν για το 1.000 σελίδων μυθιστόρημα του νεαρού, ιδιοφυούς Αυστριακού ότι ήταν το βιβλίο της χρονιάς, καθώς με αυτό ο Setz αποδείχτηκε, για άλλη μια φορά, ως ένας από τους συγγραφείς που εκπροσωπούν όχι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Οι σκηνές του σε ένα ψυχιατρικό άσυλο, όπως περιγράφονται από τη σκοπιά μιας όχι και τόσο «φυσιολογικής» νοσηλεύτριας, δημιουργούν μια πολύ ιδιαίτερη γοητεία του τρόμου, που διαφοροποιείται από όλες τις γνωστές κατηγορίες του είδους. Η φαντασία και η αποστροφή, η ίντριγκα και το χιούμορ συνδυάζονται με έναν τρόπο μοναδικό.

ΔΙΕΥΡΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ της ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Εκτός από τα βραβεία των δύο εκθέσεων βιβλίων, η προσοχή του λογοτεχνικού κόσμου στρέφεται, όπως είναι φυσικό, και στο Βραβείο Georg Büchner, το οποίο τιμά συγγραφείς για το σύνολο του έργου τους και τους εντάσσει στον λογοτεχνικό κανόνα. Ύστερα από πολλές όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες επιλογές των προηγούμενων χρόνων, φέτος το βραβείο απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε έναν συγγραφέα που ανήκει στην ποπ κουλτούρα, τον Rainald Goetz, ο οποίος τουλάχιστον με τα διαδικτυακά του ημερολόγια Abfall für alle [Σκουπίδια για όλους] και Klage [Διαμαρτυρία] διεύρυνε την έννοια της λογοτεχνίας. Ως απόλυτα σύγχρονος συγγραφέας, ο Goetz επιλέγει να γράφει κυρίως για την εποχή του. Ο φανατικός αναγνώστης εφημερίδων πραγματεύεται με λογοτεχνικό τρόπο φαινόμενα όπως το πανκ και η τέκνο, αλλά και επίκαιρα θέματα της πολιτικής. Στο μυθιστόρημά του Johann Holtrop ασχολείται με έναν τύπο επιχειρηματία, που έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Ο συγγραφέας διερευνά το ερώτημα του τι αποκαλύπτει για την κοινωνία μας η κυριαρχία αυτού του τύπου του «νικητή».

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΝΕΑ ΞΕΚΙΝΗΜΑΤΑ

Ο Günter Grass ήταν ένας από τους τελευταίους τιτάνες της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας – πέθανε το 2015. Ο κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ του 1999 και συγγραφέας ενός από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της νεαρής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Τενεκεδένιου ταμπούρλου, σφράγισε με τα βιβλία του και τις πολιτικές δηλώσεις-παρεμβάσεις του τον πνευματικό βίο της Γερμανίας όσο κανένας άλλος. Το βιβλίο που εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του Vonne Endlichkait [Περί της περατότητας] περιέχει στοχασμούς για τα ουσιώδη θέματα της ζωής – με μια ελαφρότητα που δεν θα περίμενε κανείς από τον Grass. Από τους εκπροσώπους της γενιάς του Grass ο μόνος εν ζωή είναι ο Martin Walser, που εξακολουθεί ακάθεκτα να είναι ένας δραστήριος και παραγωγικός συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του Ein sterbender Mann [Ένας άντρας που πεθαίνει] κυκλοφόρησε λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου, στις αρχές Ιανουαρίου του 2016.

Μιλώντας με καθαρά βιολογικούς όρους, η αναζωογόνηση της γερμανικής λογοτεχνίας με νέο αίμα είναι αναπόφευκτη και αυτή τη στιγμή σε πλήρη εξέλιξη. Η αλλαγή γενιάς είναι πλέον γεγονός και στους μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Στον Suhrkamp η πολυετής δικαστική διαμάχη των ιδιοκτητών έλαβε τέλος, η Ulla Unseld-Berkéwicz αποχώρησε από τη διεύθυνση των εκδόσεων παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Jonathan Landgrebe. Με τον Jonathan Beck (εκδόσεις C.H. Beck) και τον Jo Lendle (στον Hanser από το 2014) νέοι άνθρωποι ήρθαν στα πράγματα, και μάλιστα σε σημαίνοντες εκδοτικούς οίκους. Τον Μάρτιο του 2016 η κριτικός λογοτεχνίας Felicitas von Lovenberg, προερχόμενη από διαφορετικό χώρο, θα αναλάβει τη διεύθυνση του Piper. Το έργο τους δεν θα είναι εύκολο, η ψηφιοποίηση και οι δομικές αλλαγές στην αγορά βιβλίου δημιουργούν δυσκολίες σε ολόκληρο τον κλάδο. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν διαβάζουν λιγότερο – όπως δείχνουν οι στατιστικές. Ούτε και γράφουν λιγότερο – ειδικά από τη στιγμή που όλο και πιο πολλοί κριτικοί λογοτεχνίας δοκιμάζονται στη συγγραφή μυθιστορημάτων – άλλο ένα αξιοπρόσεκτο γεγονός του 2015. Έτσι, εκδόθηκαν μυθιστορήματα από τους Volker Hage (Spiegel), Hajo Steinert (Deutschlandfunk), Verena Lueken (Frankfurter Allgemeine Zeitung), Ursula März (Die Zeit) και Adam Soboczynski (Die Zeit), μεταξύ άλλων. Βεβαίως, χωρίς να διακριθούν (ακόμη) με λογοτεχνικά βραβεία.