Ο Ράινερ Σίμον στην Αθηνα
Φωναζουν παντα τα λαθος ατομα

2/3/2016: Η Τατιάνα Λύγαρη και ο Rainer Simon συναντιούνται και πάλι μετά από 26 χρόνια στο Goethe-Institut Athen
2/3/2016: Η Τατιάνα Λύγαρη και ο Rainer Simon συναντιούνται και πάλι μετά από 26 χρόνια στο Goethe-Institut Athen | © Goethe-Institut Athen / Βαγγέλης Πατσιαλός

Παιδί του πολέμου, ο Ράινερ Σίμον ξέρει πολύ καλά «τι σημαίνει ένα ποτήρι γάλα ή μια βραστή πατάτα». Και αντιλαμβάνεται τι σημαίνει να είσαι πρόσφυγας σήμερα, να σε έχει διώξει ο πόλεμος από τη χώρα σου και να έρχεσαι να βρεις καταφύγιο σε μια Ευρώπη ταραγμένη και διχασμένη. 

Ο 74χρονος σκηνοθέτης που γεννήθηκε στο Hainichen (Σαξωνία), έζησε και δημιούργησε στην Αν. Γερμανία, είναι σήμερα ένας ενεργός πολίτης και ανήσυχος ταξιδιώτης ενώ συνεχίζει και την ενασχόλησή του με το σινεμά. Μετά την πτώση του Τείχους γνώρισε τη Ν. Αμερική, ιδιαίτερα το Εκουαδόρ και στράφηκε στο ντοκιμαντέρ.
Η πλούσια σε εμπειρίες και μετακινήσεις ζωή του περιλαμβάνει και ένα «πέρασμα» από την Ελλάδα. Το 1990 γύρισε στους Δελφούς την «Περίπτωση του Οιδίποδα», που τοποθετείται στη γερμανική κατοχή (1944) με πρωταγωνιστές Έλληνες και Γερμανούς ηθοποιούς. Είναι η μοναδική συμπαραγωγή Α. Γερμανίας (DEFA), Δ. Γερμανίας και Ελλάδος. Πρόκειται να προβληθεί, 23 χρόνια μετά την ελληνική πρεμιέρα της στο Goethe-Institut Athen από τον Μάρτιο του 2016 στον κινηματογράφο «Αλκυονίδα».

Τον συναντήσαμε στο Goethe-Institut Athen. Ήταν το πρώτο πρωινό του στην Αθήνα. Επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα και κυρίως τα ελληνικά νησιά για διακοπές. Η κουβέντα μας ξεκίνησε με το καυτό θέμα της προσφυγικής κρίσης:

Ακούσαμε σε μια συνέντευξή σας ότι ως παιδί του πολέμου ζήσατε μια στερημένη παιδική ηλικία που όμως σας βοήθησε να εκτιμήσετε το τι σημαίνει να έχεις και να τρως μια βραστή πατάτα ή να έχεις ένα φλιτζάνι γάλα. Σας κάνει αυτό να νιώθετε πιο κοντά στις μετακινήσεις των πληθυσμών σήμερα, να καταλαβαίνετε πώς νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι;

Καταλαβαίνω απολύτως και θα σας πω γι’ αυτό μια ιστορία. Ήμουν 4 χρονών στο τέλος του πολέμου όταν μπροστά στο σπίτι μας εμφανίστηκε μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα και με μαντήλι στο κεφάλι της, με τα παιδιά της. Ήταν πρόσφυγες από την Ουγγαρία. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει ‘και βέβαια θα τους πάρουμε κοντά μας’. Είχαμε ένα μεγάλο σπίτι, σα βίλα, αδειάσαμε τον τελευταίο όροφο και τους εγκαταστήσαμε εκεί. Μείναμε φίλοι για όλη μας τη ζωή. Ένα από εγγόνια αυτής της οικογένειας είναι τώρα δήμαρχος στην πόλη που γεννήθηκα
 
Θα ανοίγατε κι εσείς το σπίτι σας, όπως έκανε στον πόλεμο η γιαγιά σας, σε μια οικογένεια Σύρων;
 
Δυστυχώς έχω ένα πολύ μικρό διαμέρισμα. Αν διέθετα ένα μεγάλο σπίτι, θα έκανα ό,τι και η γιαγιά μου. Εμείς οι Ανατολικογερμανοί δεν είμαστε τόσο πλούσιοι όσοι οι άλλοι της Δύσης. Στο Πότσνταμ που ζω στρατεύομαι μαζί με άλλους υπέρ των προσφύγων. Οι σιωπηλοί άνθρωποι στρατεύονται και βοηθούν, οι άλλοι που φωνάζουν είναι οι νεοφασίστες. Πάντα ήθελα να καταλάβω πως γεννήθηκε ο γερμανικός φασισμός, τώρα ξέρω. Τώρα καταλαβαίνω και φοβάμαι για πρώτη φορά. Κι όχι μόνον τον γερμανικό φασισμό, αλλά και τον κύριο Τράμπ στην Αμερική».
 
Πώς βλέπετε αυτήν τη στιγμή την καγκελάριο Μερκελ; Διακρίνετε στην Άγκελα  Μέρκελ στοιχεία μιας γυναίκας που προέρχεται από την ανατολική Γερμανία;
 

Τώρα τελευταία, ναι. Δεν έχω ψηφίσει ποτέ CDU και ούτε θα ψηφίσω. Αλλά αυτό που κάνει η Μέρκελ αυτήν τη στιγμή, η στάση της στο προσφυγικό θέμα,  είναι πολύ μεγάλη έκπληξη και θετική. Παρότι ορισμένοι από το κόμμα της καταφέρονται εναντίον της.
 
Θεωρείτε τον ουμανισμό, συνώνυμο της Αν.  Γερμανίας;

Όχι, δεν μπορούμε να το πούμε έτσι είναι πολύ απλοϊκό. Ο συνάδελφός μου Φρανκ Μπάγιερ είχε πει στην πρώτη, μετά την πτώση του Τείχους, Μπερλινάλε, ότι υπάρχει η λογοκρισία της πολιτικής και η λογοκρισία του χρήματος. Και η λογοκρισία του χρήματος είναι χειρότερη. Κι αυτό το έχω βιώσει κι εγώ.  Έγινα κινηματογραφιστής γιατί με ενδιέφεραν τα κοινωνικά θέματα. Ήθελα να θέσω κοινωνικά ερωτήματα. Θα μπορούσα μετά την πτώση να γυρίζω χαζές κωμωδίες – και θα εύρισκα χρήματα. Το ίδιο βίωσαν και πολλοί αλλοί σκηνοθέτες της γενιάς μου, σχεδόν όλοι.

Ζούμε σε μια εποχή που καταρρέουν συστήματα πολιτικά και ιδεολογίες. Τι παίρνει τη θέση τους;

Μακάρι να ήξερα! Αλλά ένα πράγμα μπορούμε να δούμε πολύ καθαρά: οι νεοφιλελεύθεροι μηχανισμοί θα οδηγήσουν τον κόσμο στην καταστροφή. Αρκεί να δει κανείς τι λόγους μπορεί να βγάζει ένας υποψήφιος για την προεδρία της Αμερικής. Κι όχι μόνο. Μπορεί και να τον ψηφίσουν για τους λόγους αυτούς. Ο λαός χειραγωγείται πολύ εύκολα.

Πώς θα ορίζατε τον λαϊκισμό;

Σε μια ταινία μου υπάρχει η ατάκα «ο λαός είναι ένα τέρας με πολλά κεφάλια». Οι πολιτικοί χειραγωγούν, εξαρτάται όμως από τον καθένα μας πόσο θα το επιτρέψουμε αυτό ή όχι.

Τι πιστεύετε ότι κερδίσατε ζώντας στο Αν. Βερολίνο που δεν θα το είχατε αν ζούσατε στο Δυτικό;

Είναι πολύ υποθετικό το ερώτημα… Δύσκολο να πει κανείς. Οι γονείς μου, οι συγγενείς μου, ήταν πολύ απλοί άνθρωποι. Δεν υπέφερα πολύ, δεν πείνασα. Εκ των υστέρων, μπορώ να πω ότι όλες οι εμπειρίες που έζησα ήταν πολύτιμες. Είχα προβλήματα με το καθεστώς, κάποια ταινία μου είχε απαγορευτεί, άλλες ταινίες μου δεν έγιναν καν. Βρήκα στη ΣΤΑΖΙ πάνω από χίλιες σελίδες που αναφέρονται σε μένα…  Αλλά αυτό που με ενοχλούσε, τότε, περισσότερο απ’ όλα, ήταν ότι δεν μπορούσα να ταξιδεύω. Αυτό που με ενοχλεί, τώρα, με τη μεγάλη αλλαγή που ήρθε με την πτώση του Τείχους, είναι ότι δεν μπορώ πια να κάνω τις ταινίες που έκανα τότε, στην Αν. Γερμανία…

Γι’ αυτό σταματήσατε να γυρίζετε ταινίες;

Μετά την πτώση του Τείχους δεν ήθελα να κάνω αυτό που ποτέ δεν θα είχα κάνει πριν από την πτώση. Δεν γύρισα ανοησίες δεν θα γύριζα ούτε μετά.  Ήθελα να προχωρήσω. Στη Ν. Αμερική γύρισα πολλές ταινίες χωρίς χρήματα, έκανα εργαστήρια για ιθαγενείς σκηνοθέτες και κάπως έτσι πορευόμουν… Αυτό που έκανα στο Εκουαδόρ είχε νόημα και εξακολουθεί να έχει. Εκεί έκλεισα κι έναν κύκλο ζωής. Έγινα ανάδοχος 10 παιδιών!

Ας μιλησουμε για την ταινια

Ο Ράινερ Σίμον σχολιάζει χαμογελώντας ότι δεν έχουμε, όμως, μιλήσει καθόλου  για την ταινία  που θα προβληθεί, η οποία είναι και ο λόγος της επίσκεψής του στην Αθήνα. Για την «Περίπτωση του Οιδίποδα» , εξάλλου, έχει πει ο ίδιος σε παλαιότερη συνέντευξή του ότι «είναι μια καλή ταινία που γυρίστηκε σε λάθος εποχή». Εξακολουθεί να το υποστηρίζει; «Δεν ενδιέφερε κανέναν, παρότι ήταν επίκαιρη», απαντά.
Η ιστορία διαδραματίζεται το καλοκαίρι του ’44 στην Ελλάδα. Το βλέμμα του Ράινερ Σίμον είναι αμείλικτο απέναντι στην ιστορία και στην διάλυση που φέρνει ο πόλεμος.

Είχατε χαρακτηρίσει τον «Οιδίποδα» μια «ταινία με ανθρωπιστικές ιδέες σε μια απάνθρωπη εποχή». Θα το επαναλαμβάνατε και σήμερα;

Είναι η πιο απαισιόδοξη ταινία μου, νομίζω. Την ξαναείδα πρόσφατα… Βέβαια τότε, ακόμη κι αν δεν υπήρχαν απαντήσεις, υπήρχε ελπίδα. Σήμερα, ο πόλεμος είναι πολυμέτωπος και δεν ξέρει κανείς που να αναζητήσει την ελπίδα.

Αυτή η φράση σας θα μπορούσε να είναι και ένας τίτλος για τη σημερινή εποχή;

Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχει ελπίδα… Σε μια ταινία μπορεί να μιλήσει κανείς για την απουσία  ελπίδας, όχι όμως στην ίδια τη ζωή…

Από πού περιμένετε την ελπίδα;

Η ελπίδα έρχεται από τις συναντήσεις, από τα συναπαντήματα με τους ανθρώπους… Το είδα να συμβαίνει στο Εκουαδόρ, σε μέρη με μεγάλη φτώχεια.

Η αφιξη της Ιοκαστης

Λίγο πριν από το τέλος της συνέντευξης, ήρθε η ηθοποιός Τατιάνα Λύγαρη. Ο Ράινερ Σίμον πετάχτηκε από τη θέση του για να την υποδεχτεί πολύ συγκινημένος. «Ύστερα από 25 χρόνια!..», είπε η Τ. Λύγαρη. «Όχι 25, 26!...», τη διόρθωσε εκείνος.

Κάθισε δίπλα του σιωπηλή, μέχρι να ολοκληρώσει την απάντηση του στο τελευταίο ερώτημα, και ύστερα, για λίγη ώρα, μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις και αναμνήσεις, από τη συνεργασία της στον «Οιδίποδα», όπου υποδύεται την Ιοκάστη:

«Θεωρώ την ταινία του Ράινερ Σίμον ιστορική, έναν επίλογο-αφιέρωμα στην τραγωδία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και κάθε πολέμου που ακυρώνει την ανθρώπινη υπόσταση. Στο καστ υπήρχαν ηθοποιοί από την πρώην Ανατολική Γερμανία, την τότε Δυτική Γερμανία και την Ελλάδα. Όλοι μαζί από τον Ομφαλό της Γης, το μαντείο των Δελφών, όπου γυρίστηκαν πολλές σκηνές της ταινίας, αισθανόμασταν ότι στέλναμε ένα ηχηρό μήνυμα παγκόσμια: ‘Εμείς που βιώσαμε τα καταστροφικά αποτελέσματα, ας δώσουμε ένα τέλος στους πολέμους!’. Κανείς μας δεν φανταζόταν τότε, ότι το ανθρώπινο γένος μπορεί να έχει τόσο κοντή μνήμη που μπορεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να επωάζει ξανά, από την αρχή, ιδέες και αντιλήψεις που οδηγούν σε αδιανόητες πρακτικές την ανθρωπότητα.»