Ο κοσμος εκει εξω
Εντυπώσεις από το 19o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ

19o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
19o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης | © Goethe-Institut Athen/Florian Schmitz

Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είναι μία από τις σημαντικότερες διοργανώσεις στο χώρο. Σε αυτήν, οι θεατές δεν αποκτούν μόνο μια εμπεριστατωμένη εικόνα της ελληνικής σκηνής ντοκιμαντέρ, αλλά βγάζουν και πολύτιμα συμπεράσματα, όπως ότι οι κρίσεις αυτού του κόσμου συνδέονται μεταξύ τους.

Από τις 3 ως τις 12 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 19ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Συνολικά παρουσιάστηκαν 213 συμμετοχές από όλο τον κόσμο. Το Φεστιβάλ εστίασε και αυτή τη χρονιά συνειδητά σε θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον, η πολιτική και το προσφυγικό. Από τη θεματολογία δεν έλειπε βεβαίως και η παγκόσμια κρίση. Σε αντίθεση όμως με προηγούμενες χρονιές δόθηκε μικρότερη έμφαση στη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα.
 
Επιδίωξη των διοργανωτών ήταν να αποτυπωθεί περισσότερο το ευρύτερο πλαίσιο και να καταδειχθούν οι διάφοροι συσχετισμοί εντός του. Πώς βιώνει μια Ελληνογερμανίδα την κατάσταση στη Θεσσαλονίκη; Για ποιο λόγο ενδιαφέρεται μια Ολλανδή για το ελληνικό πετρέλαιο θέρμανσης; Και πώς σχετίζεται η γενοκτονία των Γεζίντι στο Ιράκ με την Ευρώπη; Ακόμη και αν το φεστιβάλ δεν έδωσε απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, προσέφερε πληροφορίες και γνώσεις γύρω από αυτά.

Η ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ

Όπως πολλοί Ελληνογερμανοί, έτσι και η σκηνοθέτιδα Στέλλα Νικολέττα Δροσσά έχει γεννηθεί στην περιοχή του Ρουρ. Εδώ και πολλά χρόνια ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Η Ελλάδα ήταν για εκείνη ανέκαθεν ο τόπος που νοσταλγούσε, η πατρίδα των γονιών της, η χώρα του καλοκαιριού. Όταν το 2008 ξέσπασαν οι μαζικές διαδηλώσεις στην Ελλάδα, πήρε την κάμερά της και έφυγε για εκεί, θέλοντας να καταλάβει τι συνέβαινε. Από το ταξίδι αυτό προέκυψε η πρώτη «ψυχολογική» μακροπρόθεσμη θεώρηση της κρίσης, κάτι που ωστόσο δεν είχε προσχεδιαστεί έτσι. «Στην ουσία ήθελα να γυρίσω ένα σύντομο ντοκιμαντέρ για τις αιτίες και τις πηγές της κρίσης» εξηγεί η Δροσσά.
 

Τα γυρίσματα διήρκεσαν πάνω από έξι χρόνια και το αμοντάριστο υλικό είχε διάρκεια 170 ώρες. Από αυτό γεννήθηκε η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Δροσσά, με τίτλο Wie Bojen im Meer. Αντί να διερευνήσει τα αίτια της κατάστασης, η σκηνοθέτιδα αποφάσισε να κατανοήσει την κρίση εκ των έσω. Πώς επηρεάζουν οι πολιτικές αποφάσεις την ιδιωτική ζωή; Παίρνοντας ως παράδειγμα τις ζωές πέντε γυναικών γύρω στα 30, η ταινία αναζητά απαντήσεις στο ερώτημα. Οι πρωταγωνίστριες της Δροσσά είναι κόρες Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία. Έχουν επιλέξει συνειδητά να ζήσουν στην πατρίδα των γονιών τους. Το Wie Bojen Im Meer είναι η καταγραφή μιας σύγκρουσης που φέρνει τις πέντε γυναίκες αντιμέτωπες με το ερώτημα αν μια ζωή στην Ελλάδα των χαμηλών μισθών έχει νόημα ή όχι.
 
Η ταινία της Δροσσά δείχνει τα δεινά της μεσαίας τάξης. Στο Wie Bojen im Meer παρουσιάζει ανθρώπους στους οποίους κάποιοι υποσχέθηκαν προοπτικές και αντ’ αυτών τους άφησαν μέσα σε ένα οικονομικό και πολιτικό χάος. Την ταινία διαπερνά σαν λάιτ-μοτίφ το ερώτημα του κατά πόσον περιορίζονται οι ελευθερίες επιλογής στην Ευρώπη της κρίσης. Όσον αφορά το θεατή, η ταινία του προσφέρει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με την ελληνική καθημερινότητα της κρίσης, πέρα από τα συνήθη κλισέ. Αυτό η σκηνοθέτιδα το επιτυγχάνει, μεταξύ άλλων, χάρη στη διπλή καταγωγή της. Το Wie Bojen im Meer είναι μια ταινία-στοχασμός, από γερμανοελληνική σκοπιά, πάνω στην κατάσταση στην Ευρώπη και στα συναισθήματα νέων ανθρώπων που νιώθουν προδομένοι από την πατρίδα τους.

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Σημαντική ήταν η συμβολή του Αθηναίου σκηνοθέτη Άγγελου Ράλλη στην ευρωπαϊκή διαμάχη για το προσφυγικό, με το Πού είσαι, Σινγκάλ;. Για δύο μήνες ο ίδιος και ο Αυστριακός συν-σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ κινηματογραφούσαν στην περιοχή ενός έρημου ορυχείου άνθρακα στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Εκεί είχαν καταφύγει Ιρακινοί Γεζίντ, αφότου εκδιώχθηκαν από την πόλη τους από τους πολεμιστές του ISIS. Οι ισλαμιστές είχαν απαγάγει εκατοντάδες γυναίκες. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Ράλλης χρειάστηκε να βασιστεί κυρίως στη διαίσθησή του: «Ουσιαστικά, κινηματογραφούσα συνέχεια, χωρίς να καταλαβαίνω τι λένε. Γι’ αυτό κι έπρεπε να κινηθώ με γνώμονα την ενσυναίσθηση και να κρίνω από την ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε». Τη βοήθεια μεταφραστών την αναζήτησε αργότερα, στο στάδιο του μοντάζ, όπως λέει, και πολλές καταστάσεις τις κατάλαβε εκ των υστέρων.
 

Αυτό δεν είχε καμία επίδραση στην ποιότητα της ταινίας του. Το αντίθετο. Ο Ράλλης τηρεί μια απόσταση σεβασμού με την κάμερά του. Την ίδια στιγμή, όμως, εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του θεατή άκρως δραματικές σκηνές: απαχθείσες γυναίκες που επιστρέφουν, σχέδια που καταστρώνονται για την απελευθέρωση άλλων γυναικών, διαπραγματεύσεις με «μεσάζοντες» που προσφέρουν τη βοήθειά τους έναντι χρηματικού αντιτίμου, άνθρωποι που συγκεντρώνονται και πενθούν με μουσική και τραγούδι τους δολοφονηθέντες και τη χαμένη τους πατρίδα. Η ταινία μεταφέρει αφτιασίδωτα τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών στη μεγάλη οθόνη. Ο Ράλλης αφήνει τις καταστάσεις να μιλήσουν από μόνες τους, χωρίς την προσθήκη αφηγητή, χωρίς δακρύβρεχτες συνεντεύξεις, χωρίς κάποια σκηνοθετημένη άποψη των πραγμάτων.
 
Το Πού είσαι, Σινγκάλ; το αφιερώνει στη γιαγιά του, η οποία είχε έρθει ως πρόσφυγας από την Τουρκία στην Ελλάδα. Πολλοί έχουν ξεχάσει ότι και η Ελλάδα έχει σημαδευτεί από προσφυγικές ροές, όπως εξηγεί ο Ράλλης. Πράγματι, το 1923 η  αναγκαστική μετακίνηση των Ελλήνων από τη σημερινή Τουρκία (και αντίστοιχα του οθωμανικού πληθυσμού της Ελλάδας) υπήρξε ένα τραυματικό βίωμα, ο αντίκτυπος του οποίου φτάνει ως τις μέρες μας. Παρ’ όλα αυτά, ο σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρεται μόνο να κάνει ιστορικούς παραλληλισμούς. Περισσότερο θέλει να υπενθυμίσει στους θεατές ότι η προσφυγική κρίση είναι πολυεπίπεδη, όπως και να στρέψει την προσοχή τους σε μια αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ γενοκτονία, για την οποία μικρό ενδιαφέρον υπάρχει στην Ευρώπη που έχει επικεντρωθεί στην κρίση. «Η Ελλάδα είναι μέρος της Εγγύς Ανατολής, τη συνδέει με την Ευρώπη. Πρέπει να δούμε τη μεγάλη εικόνα» σχολιάζει συμπερασματικά ο Ράλλης.   

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ

Πολλές από τις ταινίες που προβλήθηκαν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης επιδιώκουν εκείνη την αλλαγή οπτικής γωνίας που απαιτείται εάν θέλει κανείς να στοχαστεί ουσιαστικά πάνω στις πραγματικές ρίζες των προβλημάτων του καιρού μας. Η Ολλανδή σκηνοθέτιδα Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν παρακολούθησε για την ταινία της Ένας ελληνικός χειμώνας δυο αδέλφια, έναν Έλληνα και μια Ελληνίδα, που πωλούν πετρέλαιο θέρμανσης, και άντλησε έτσι πληροφορίες για την καθημερινότητα της κρίσης, στο πλαίσιο ενός μικρόκοσμου. Ο Βερολινέζος σκηνοθέτης Τσάρλι Πέτερσμαν αντιπαραθέτει στο Δέλτα, Επιστροφή στις ακτές δύο πεπρωμένα: την ιστορία ενός Αφρικανού πρόσφυγα που θέλει να πάει στην Ευρώπη και εκείνη ενός Πορτογάλου ψαρά που η κρίση τον αναγκάζει να πάει να δουλέψει σε οικοδομές στο Ρότερνταμ. Εκείνο που καθίσταται σαφές στην ταινία είναι κυρίως το εξής στοιχείο: Καμία κρίση δεν είναι αποκομμένη από ένα ευρύτερο πλαίσιο.
 
Αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση ήταν που ενδιέφερε και τη νέα γενική διευθύντρια του φεστιβάλ, τη Γαλλίδα Ελίζ Ζαλαντό: «Όταν βλέπει κανείς ταινίες, διαπιστώνει ότι δεν μετρά μονάχα η δική του η ζωή, αλλά ότι εκεί έξω υπάρχει και ένας άλλος κόσμος. Κι ότι μπορεί να υποφέρει κανείς από τις επιπτώσεις της κρίσης, αλλά ίσως υπάρχουν κι άλλοι που υποφέρουν. Αυτό ακριβώς μπορεί να προσφέρει το ντοκιμαντέρ. Μας ανοίγει τα μάτια και μας επιτρέπει να συμμετέχουμε σε αυτό τον άλλο κόσμο». Έτσι δεν μένει παρά να ελπίσουμε ότι το φεστιβάλ προσέφερε στο θεατή οπτικές πέρα από τα στενά όρια της ατομικής ζωής του, εικόνες που εντυπώθηκαν βαθιά στη μνήμη του. Στο μεταξύ, η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι απασχολημένη με την κρίση, την αναζωπύρωση του δεξιού λαϊκισμού και τους πολέμους στην Εγγύς Ανατολή. Ακόμη και αν το ντοκιμαντέρ δεν έχει τη δύναμη να επιλύσει τα προβλήματα αυτά, τουλάχιστον μας υπενθυμίζει ότι ο κόσμος κάθε άλλο παρά μονοδιάστατος είναι.