Φεστιβαλ Αθηνων & Eπιδαυρου
Αθηναϊκο αφιερωμα στη Volksbühne του Βερολινου

Ματτίας φον Χαρτς και Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Ματτίας φον Χαρτς και Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος | © Haris Sfakianakis

Λίγο πριν από το τέλος της εποχής Κάστορφ, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου έχει συμπεριλάβει στο πρόγραμμα ένα ολόκληρο αφιέρωμα στη βερολινέζικη Volksbühne. Aποχαιρετισμός ή δήλωση πολιτικής θέσης; Αυτό και πολλά άλλα ρωτήσαμε τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο και τον Ματτίας φον Χαρτς, σύμβουλο για τις διεθνείς παραγωγές.

Το αφιέρωμα που ετοιμάσατε για τη βερολινέζικη Volksbühne, το οποίο περιέχει πολύ περισσότερα από τρεις θεατρικές παραγωγές, έρχεται στο τέλος μιας εποχής που σφράγισε ο Φρανκ Κάστορφ και η ομάδα του. Η επιλογή σας αυτή έχει ίσως μια διάσταση που αφορά την πολιτιστική πολιτική; Ή, τι άλλο σας παρακίνησε σε αυτήν;

Θεοδωρόπουλος/φονΧαρτς:
Ασφαλώς θα είχε κανείς την τάση να αποδώσει μια πολιτική διάσταση σε μια τέτοια εστίαση του προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πρόκειται για κάτι πολύ πιο απλό: Η Volksbühne είναι ένα από τα πιο σημαντικά ευρωπαϊκά θέατρα των τελευταίων χρόνων. Εκείνο που μας παρακίνησε ήταν το ερώτημα: Ποια επιρροή –και πιστεύουμε ότι ήταν αξιοσημείωτη– έχει ασκήσει ο συγκεκριμένος θεσμός και το έργο του στο ευρωπαϊκό θεατρικό τοπίο και σε όσους δραστηριοποιούνται σε αυτό; Το καλοκαίρι του 2017 είναι, ας το πούμε έτσι, η τελευταία ευκαιρία να προσφέρουμε στο ελληνικό κοινό το υλικό για να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα. Για την ίδια την ομάδα της Volksbühne είναι βεβαίως πραγματικός άθλος να έρθει στην Αθήνα για ένα τόσο πολύπλοκο και απαιτητικό πρόγραμμα, τις τελευταίες εβδομάδες πριν από την αλλαγή φρουράς. Η ιδέα όμως βρήκε μεγάλη απήχηση στο θίασο και έτσι δέχθηκαν την πρόκληση. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι είναι η πρώτη φορά μέσα σε 25 χρόνια που η Volksbühne προσκαλείται στο εξωτερικό ως εκπρόσωπος μιας συγκεκριμένης αντίληψης του θεάτρου και με ένα τόσο πλούσιο πρόγραμμα.
Αρχικά αποφασίσαμε ότι θα θέλαμε να έχουμε τη μορφή του αφιερώματος και στη συνέχεια επιλέξαμε τη Volksbühne, για τους λόγους που αναφέραμε. Στόχος μας ήταν να προσκαλέσουμε όχι μόνο παραγωγές του συγκεκριμένου θεάτρου –τρεις, στην περίπτωση αυτή–, αλλά να πραγματοποιηθούν και παράλληλες εκδηλώσεις, που με τον τρόπο τους θα έριχναν φως και θα εξηγούσαν το καλλιτεχνικό έργο του Φρανκ Κάστορφ την τελευταία 25ετία. Όσον αφορά την Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, είναι η πρώτη φορά που πραγματοποιείται μια τόσο πολύπλευρη παρουσίαση ενός θεάτρου και των αισθητικών-κοινωνικοπολιτικών του στόχων.
  Murmel Murmel / Μουρμουρητό Murmel Murmel / Μουρμουρητό | © Thomas Aurin Στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ γίνεται λόγος για μια «"φολκσμπυνική" εμπειρία»! Τι μπορούμε να φανταστούμε πως θα περιέχει αυτή η εμπειρία;
 

Θεοδωρόπουλος/φονΧαρτς: Πέραν των όσων εντάσσει στο πρόγραμμά της η Volksbühne, υπάρχει σε αυτήν και ένας άλλος στοχασμός γύρω από το θέατρο, τόσο ως μορφή έκφρασης όσο και ως θεσμό. Αν κοιτάξει κανείς το πρόγραμμα της Volksbühne, θα δει ότι γράφει: «άκου», «δες», «διάβασε», «μίλα», και όχι, π.χ., 1, 2, 3 Ιουνίου. Η Volksbühne λειτουργεί με μία πολύ ευρύτερη οπτική ως προς αυτό που θεωρεί δική της ευθύνη και σκέφτεται διαφορετικά πάνω στο θεσμό του θεάτρου. Η ίδια άλλωστε έχει λειτουργήσει ως χώρος όπου απλά συνέβαιναν πράγματα, στο Roter Salon, στο Φουαγιέ και εν μέρει και στη σκηνή, αλλά η συνολική εμπειρία υπερβαίνει τις επιμέρους εκδηλώσεις, πηγαίνει πιο πέρα. Αυτήν ακριβώς τη σύνθεση θεατρικής ερμηνείας, συζήτησης, μουσικής, περφόρμανς, κινηματογράφου κ.λπ., που επινόησε η Volksbühne κατά κάποιον τρόπο ως «Gesamtkunstwerk», συνολικό έργο τέχνης, θέλουμε να μεταφέρουμε και στην Αθήνα με αυτό το αφιέρωμα.

Πώς θα αντιδράσει άραγε το αθηναϊκό κοινό μέσα στα ελληνικά συμφραζόμενα σε έργα όπως το Σ’αγαπώ, αλλά επέλεξα την αποδραματοποίηση του Ρενέ Πόλλες;

Σ’ αγαπώ, αλλά επέλεξα την αποδραματοποίηση Σ’ αγαπώ, αλλά επέλεξα την αποδραματοποίηση | © Lenore Blievernicht
Θεοδωρόπουλος/φονΧαρτς: Μπορεί το γερμανικό κοινό να κατανοήσει ένα τέτοιο έργο εύκολα, χωρίς καμία προσπάθεια; Πιστεύουμε ότι δεν έχει τόση σημασία το αν μπορεί κανείς να παρακολουθήσει σε κάθε του λεπτομέρεια το κείμενο, πέραν του ότι σίγουρα αποτελεί τεράστια πρόκληση για το μεταφραστή. Πολύ πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Πόλλες προσπαθεί στα έργα του, πέραν αυτών που λέγονται επί σκηνής, να εδραιώσει μια σχέση του θεάτρου με τη σύγχρονη συγκυρία – ως συγκείμενο, κατά κάποιον τρόπο. Γιατί ειδικά ο Πόλλες πιστεύει ότι τα σημερινά προβλήματα δεν μπορούν να εκφραστούν σε έργα, γιατί δεν είναι ψυχολογικά, πιο πολύ απορρέουν από σύνθετα δομικά προβλήματα. Και εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να βρει μια μορφή έκφρασης, να αναπτύξει μια γλώσσα για αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα και ως παρόν. Αυτό μπορεί να το «περάσει» σε κάθε κοινό, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό μας πλαίσιο. Γιατί ό,τι κι αν συμβαίνει στην Αθήνα εντάσσεται περισσότερο από ποτέ στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα, εξ ου και τέτοια κείμενα και έργα είναι προσιτά τόσο εδώ όσο και στη Γερμανία ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι τα εισιτήρια για όλες τις παραστάσεις και τις εκδηλώσεις του αφιερώματος έχουν σχεδόν ή έχουν ήδη εξαντληθεί. Αυτό, αν μη τι άλλο δείχνει πως υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ίσως να έχει συμβάλει βέβαια και η σχεδόν θρυλική φήμη της Volksbühne.
 
Η Volksbühne θέλει να κάνει θέατρο στην πόλη για την πόλη, σε αυτή την περίπτωση το Βερολίνο. Πώς εξηγείτε ότι ειδικά ένα θέατρο που έχει επιλέξει συνειδητά την τοπική δράση γνωρίζει μια τέτοια διεθνή επιτυχία;
 

Θεοδωρόπουλος/φονΧαρτς: Το να επικοινωνείς με την πόλη στην οποία ζεις και εργάζεσαι θα έπρεπε να είναι εν γένει βασικό ζητούμενο και αισθητικό κριτήριο. Σε εποχές όπου η τέχνη δεν είναι κάτι το αυτονόητο για όλους τους ανθρώπους, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς παρά να εμπλακείς στη δημόσια ζωή, όπως κάνει και η Volksbühne. Η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να είναι γνώρισμα μιας μεμονωμένης περίπτωσης. Έτσι για εμάς είναι απόλυτα λογικό ότι και η φετινή documenta πραγματοποιεί ένα άνοιγμα στην πόλη.
Σε ό,τι αφορά τώρα τον τοπικό χαρακτήρα, πιστεύουμε ότι σε τελική ανάλυση πάντα έτσι είναι: Τα δυνατά πράγματα έχουν πάντα πολύ συγκεκριμένη εστίαση. Μόνο οι παραγωγοί που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ψυχαγωγίας επιχειρούν να βρουν μια θέση σε μια μη συγκεκριμένη, παγκόσμια αγορά, στην οποία όλα μπορούν να λειτουργήσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Στην τέχνη άλλωστε τα πράγματα πάντα είναι «τοπικά», κάτι που δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι δεν θα γίνεις κατανοητός και έξω από το τοπικό πλαίσιο. Ο πολεοδομικός εξευγενισμός, η αναβάθμιση περιοχών δηλαδή, υπάρχει και εκτός Βερολίνου, και εκτός Γερμανίας, όπως και η κουλτούρα της μνήμης και η διαχείριση ενός δικτατορικού παρελθόντος. Η ιδεολογική πραγμάτευση μιας συγκεκριμένης μορφής οικονομίας δεν απασχολεί μόνο τον Πόλλες. Όλα αυτά είναι παγκόσμια θέματα, τα οποία μπορεί να τα πραγματεύεται κανείς με βάση το τοπικό παράδειγμα, αλλά τα πραγματεύονται και άλλοι, σε άλλα μέρη. Ο εξειδικευμένος, τοπικός χαρακτήρας τέτοιων θεμάτων δεν τα καθιστά, με άλλα λόγια, λιγότερο προσιτά, αλλά μάλλον πιο παραστατικά ως προς την παρουσίασή τους, ακόμη και αν οι συνθήκεςτου Βερολίνου διαφέρουν από εκείνες της Αθήνας.

Η ελληνική πλευρά βλέπει τη Γερμανία κυρίως μέσα από ένα οικονομικοπολιτικό πρίσμα ή στο πλαίσιο μιας κάθε άλλο παρά ιδανικής κοινής κουλτούρας μνήμης. Τώρα λοιπόν έρχεται η Volksbühne να παρουσιάσει, μεταξύ άλλων, και όλα τα κοινωνικά και πολιτισμικά πολιτικά στοιχεία που την συνθέτουν. Πώς προσλαμβάνει άραγε η Αθήνα την εμφάνιση αυτή;
 
Θεοδωρόπουλος/φον Χαρτς: Το θέατρο είναι, κατά κάποιον τρόπο, πάντα πολιτική πράξη και θέση. Υπό αυτή την έννοια, και το αφιέρωμα αυτό είναι πολιτική πράξη και θέση. Το θέατρο είναι πολιτικός χώρος, ένας από τους τελευταίους δημόσιους χώρους που βρίσκονται έξω από την εμπορευματοποίηση. Πώς αλλιώς μπορεί να διευθύνει κανείς έναν πολιτιστικό θεσμό, αν όχι ως χώρο στον οποίο συζητιούνται κοινωνικά θέματα; Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μας αντίληψη της ευθύνης που έχουμε ως δρώντες στο χώρο του πολιτισμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούμε παρά να χαιρόμαστε για όλα όσα κάνουν δυνατή οποιαδήποτε επικοινωνία με τη Γερμανία η οποία δεν θα είναι η επίσημη πολιτική επικοινωνία. Αν κοιτάξει κανείς τη νοτιοανατολική Ευρώπη από τη σκοπιά της Γερμανίας, η ελληνική κρίση χρέους είναι ένα τεράστιο θέμα πανευρωπαϊκής εμβέλειας. Αντιθέτως, αν διαβάσει κανείς τον αγγλικό Τύπο, διαπιστώνει πολύ γρήγορα ότι η Γερμανία είναι μάλλον μόνη της με τη στάση της απέναντι στο «κούρεμα» του χρέους. Κάθε μορφή συνάντησης σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο –και αυτό ακριβώς εκπροσωπεί η Volksbühne –  δεν μπορεί παρά να βοηθήσει στην προσέγγιση και στην αμοιβαία κατανόηση των δύο πλευρών.

Ο Παίκτης Ο Παίκτης | © Thomas Aurin Κύριε Θεοδωρόπουλε, πέρυσι αναλάβατε την τελευταία στιγμή το Φεστιβάλ. Ποια είναι η κατάσταση του Φεστιβάλ σήμερα, προς τα πού οδεύει;
 
Θεοδωρόπουλος: Το 2016 είχαμε μόλις πέντε εβδομάδες περιθώριο για να το ετοιμάσουμε. Για τα γερμανικά δεδομένα ήταν μια «mission impossible». Όταν, από την αρχή κιόλας της θητείας μου, ρώτησα τον Ματτίας αν θα τον ενδιέφερε μια συνεργασία, η πρώτη του αντίδραση ήταν: Ναι, πολύ, αλλά όχι με τέτοιες προθεσμίες. Μπόρεσα να τον πείσω και μαζί τα καταφέραμε παρ’ όλα αυτά ─ ήταν λίγο πολύ μια επιχείρηση διάσωσης, κάτι το οποίο προσυπογράφουμε χωρίς κανέναν ενδοιασμό, ποσοτικά και ποιοτικά. Αυτή τη χρονιά μπορέσαμε να διευρύνουμε το θεσμό, να κάνουμε επιλογές και να διαμορφώσουμε το πρόγραμμα σύμφωνα με τις δικές μας ιδέες και αντιλήψεις, και το κοινό αντιδρά, όπως φαίνεται, εξαιρετικά θετικά σε αυτό. Μελλοντικά, το Φεστιβάλ θα χρειαστεί να δώσει το στίγμα του και να σταθεί σε ένα χώρο στον οποίο δραστηριοποιούνται ιδιωτικής πρωτοβουλίας θεσμοί με μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες, όπως για παράδειγμα η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση ή το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», που, μεταξύ άλλων, διαθέτουν έναν εντελώς διαφορετικό προϋπολογισμό για την προβολή των εκδηλώσεών τους απ’ ό,τι το δικό μας Φεστιβάλ.

Κύριε φον Χαρτς, τι μάθατε από την Αθήνα;
 
Φον Χαρτς.: Την περασμένη χρονιά, η πρόσκληση από την Αθήνα ήρθε σε μια στιγμή στην οποία μέσα σε δέκα μέρες έπρεπε να στηθεί ένα πρόγραμμα με διεθνείς παραγωγές. Η πρώτη, αυθόρμητη πρότασή μου ήταν η εξής: Ας αφήσουμε καλύτερα το Φεστιβάλ για φέτος και ας το κάνουμε του χρόνου όπως πρέπει – αυτό θα είναι το καλύτερο για όλους. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν υπήρχε τέτοια επιλογή. Κάτω από συνθήκες που μόνο τρελές μπορεί να τις χαρακτηρίσει κανείς, το περυσινό φεστιβάλ ήταν πραγματικά φανταστικό, κι εγώ έμαθα ότι υπάρχει εκεί μια εντελώς διαφορετική στάση και μια εντελώς διαφορετική ενέργεια: «We do it the greek way», μου έλεγαν. Που προφανώς σημαίνει ότι στο τέλος όλα πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Εάν σε οποιοδήποτε άλλο μέρος μία εβδομάδα πριν από την εκδήλωση δεν υπήρχε ούτε ένα όρντινο, οποιοσδήποτε υπεύθυνος για αυτήν θα την ακύρωνε απλά και θα πήγαινε σπίτι του, ή θα έκλαιγε όλη μέρα. Το ότι μπορείς να τα καταφέρεις και μάλιστα να παράγεις ποιότητα, όχι να κάνεις πασαλείμματα, να τι έμαθα από πρώτο χέρι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο που δουλεύω με αυτή την ομάδα.  
 

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος διευθύνει από τον Απρίλιο του 2016 το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Είναι σκηνοθέτης θεατρικών έργων και διευθυντής του αθηναϊκού «Θεάτρου του Νέου Κόσμου».
 
Ο Ματτίας φον Χαρτς είναι σκηνοθέτης θεατρικών έργων και έχει διατελέσει διευθυντής πολυάριθμων γερμανικών φεστιβάλ. Από τον Απρίλιο του 2016 είναι σύμβουλος διεθνών παραγωγών του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ενώ από το 2018 θα αναλάβει τη διεύθυνση του φεστιβάλ της Ζυρίχης Theaterspektakel.