Το re:publica Θεσσαλονικης
Η Ελλαδα στην ψηφιακη εποχη

Αυτή τη χρονιά για πρώτη φορά εκτός Βερολίνου: πρώτα στο Δουβλίνο, ύστερα στην Θεσσαλονίκη.
Αυτή τη χρονιά για πρώτη φορά εκτός Βερολίνου: πρώτα στο Δουβλίνο, ύστερα στην Θεσσαλονίκη. | Goethe-Institut Athen/Florian Schmitz

Τον περασμένο Σεπτέμβριο πραγματοποιήθηκε η πρώτη ελληνικη re:publica στη Θεσσαλονίκη. Το συνέδριο εστίασε στη διεθνή ανταλλαγή γνώσεων, αλλά και στο ερώτημα ποιες προκλήσεις και προοπτικές επιφυλάσσει το ψηφιακό μέλλον της Ελλάδας. Η διοργάνωση παρουσίασε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία και δυνατότητες, ωστόσο φέτος δεν είχε πολλούς επισκέπτες.

Φουσκωτά μαξιλάρια δαπέδου, ένα βαν για γραφείο, ένα ιστιοφόρο από τη Γερμανία…Ήταν ολοφάνερο ότι κάτι διαφορετικό συνέβαινε στις παλιές εγκαταστάσεις του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Από τις 11 ως τις 13 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε εδώ η πρώτη ελληνική έκδοση της re:publica. Στη Γερμανία, ίσως και σε όλη την Ευρώπη, είναι η πιο σημαντική εκδήλωση για επαγγελματίες της ψηφιακής τεχνολογίας, δηλαδή κομπιουτεράδες, δημοσιογράφους, νέους επιχειρηματίες και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον ψηφιακό χώρο, για τους οποίους η παγκόσμια ανταλλαγή γνώσεων και ιδεών έχει γίνει ένα είδος φιλοσοφίας ζωής.
 
Στο Βερολίνο η διοργάνωση έχει περισσότερους επισκέπτες απ’ όσους αντέχει. Αυτός άλλωστε ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε να παρουσιαστεί φέτος και στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Μετά το επιτυχημένο ντεμπούτο της re:publica στο Δουβλίνο, και η Θεσσαλονίκη προσέφερε ενδιαφέρουσες διαλέξεις και προσκάλεσε σε ανταλλαγή απόψεων, ωστόσο, η re:publica στην Ελλάδα είχε δυστυχώς λίγους επισκέπτες. «Ήταν η πρώτη re:publica στην Ελλάδα. Δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο στη χώρα. Υπολογίζαμε κι εμείς σε περισσότερους επισκέπτες, αλλά δεδομένου ότι ήταν η πρώτη χρονιά είμαστε πολύ ικανοποιημένοι», συνοψίζει η Τένια Μενεγάκη, υπεύθυνη της διοργάνωσης στη Θεσσαλονίκη.

Σημαντικα θεματα, πολλες δυνατοτητες

Παρ’ όλα αυτά, η έλλειψη επισκεπτών δεν φάνηκε να επηρεάζει την ποιότητα των διαλέξεων και των εργαστηρίων. Διακεκριμένοι ομιλητές από πολλές χώρες είχαν προσκληθεί προκειμένου να ενημερώσουν το κοινό για τα προβλήματα της εποχής μας. Πέραν αυτών, όμως, αναφέρθηκαν και σε μια σημαντική λεπτομέρεια για την οποία πείστηκαν οι επισκέπτες: πλήθος καινοτόμων ιδεών προέρχονται από την Ελλάδα.
Προσκεκλημένοι ήταν, για παράδειγμα, ο Γεώργιος Γρηγοριάδης και ο Γιώργος Μπουζιανάς, ιδρυτές και οι δύο εξαιρετικά επιτυχημένων εταιριών λογισμικού με «μεγάλους» πελάτες στο εξωτερικό. «Στην Ελλάδα οι νόμοι αλλάζουν πολύ συχνά» παραπονέθηκε ο Μπουζιανάς σε μια συζήτηση. «Αυτό δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στις επιχειρήσεις όσον αφορά το σχεδιασμό» συμπλήρωσε θίγοντας ένα βασικό πρόβλημα με το οποίο έρχονται αντιμέτωπες κυρίως οι startup στην Ελλάδα. 
 
Από την άλλη μεριά, η κουλτούρα των νεοφυών επιχειρήσεων είναι σχετικά καινούργια στη χώρα. «Η σκηνή των startup είναι μια “θετική” επίδραση της κρίσης. Η όλη ιστορία ξεκίνησε γύρω στο 2011. Πλέον υπολογίζουμε ότι μόνο στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν μεταξύ 300 και 500 startup» λέει ο Παντελής Αγγελίδης, πρόεδρος του Thessaloniki Innovation Zone, μιας πρωτοβουλίας για την οικονομική ανάπτυξη. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις που αντιμετώπιζαν την επιχειρηματικότητα αυτή καθεαυτή με δυσπιστία, η Αθήνα αρχίζει να καταλαβαίνει σιγά σιγά, εξηγεί. «Έχει εκδοθεί ένας νόμος που στόχο έχει να βοηθήσει τις startup. Δεν έχουμε καταλάβει ακόμα ακριβώς πώς υποτίθεται ότι θα λειτουργήσει όλο αυτό, αλλά είναι μια αρχή». Εκείνο που είναι σημαντικό, κατά τον Αγγελίδη, είναι πάνω απ’ όλα η δικτύωση, γι’ αυτό και σχεδιάζεται μια μελλοντική συνεργασία με το Βερολίνο.
 
Μεταξύ των θεμάτων που συζητήθηκαν ήταν επίσης τα πλεονεκτήματα της Θεσσαλονίκης ως επιχειρηματικής έδρας, η ομορφιά της πόλης και το καλό φαγητό. Ωστόσο, δεν δόθηκε η απαραίτητη σημασία στα σοβαρά προβλήματα που ωθούν ειδικά τους νέους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους. Πάνω πάνω στη λίστα των προβλημάτων των αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα είναι οι εξωφρενικά υψηλοί φόροι.
«Αν ζεις εδώ πρέπει απλώς να πληρώνεις υψηλούς φόρους. Είναι κάτι σαν φόρος ηλιοφάνειας» σχολιάζει ο Γρηγοριάδης, συνιδρυτής της Baresquare, μιας startup που έχει πια εξελιχθεί σε διεθνή επιχείρηση. Βέβαια, εύκολα λες κάτι τέτοιο όταν έχεις την ασφάλεια οικονομικά ισχυρών πελατών από το εξωτερικό και ενός αρκετά υψηλού τζίρου.
 
Στην πραγματικότητα, η αύξηση της φορολογίας δεν ωφελεί την Ελλάδα. Πολλές νεοφυείς επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν στη χώρα έχουν στο μεταξύ μεταφέρει την έδρα τους στο εξωτερικό. Χιλιάδες νεαρά ταλέντα συλλέγουν τις πρώτες εμπειρίες τους σε ελληνικές εταιρείες και ύστερα φεύγουν από τη χώρα. «Εκπαιδεύουμε αυτούς τους επαγγελματίες εδώ, στη χώρα μας, στα πανεπιστήμιά μας και στις επιχειρήσεις μας. Όμως τους μισθούς που τους υπόσχονται χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία ή η Αγγλία εμείς δεν μπορούμε να τους δώσουμε» λέει ο Γιάννης Στεφανίδης, ιδιοκτήτης της εταιρείας προώθησης ψηφιακών υπηρεσιών IP Digital.

Η δικτυωση ειναι ατου

Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι μια καλά δικτυωμένη, ψηφιακή κοινωνία έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι οι υψηλοί φόροι ή η πολιτική λιτότητας. Έτσι, η Θεσσαλονίκη δεν επιλέχθηκε τυχαία από τους διοργανωτές της re:publica. Εάν δεν υπήρχε ένα δίκτυο που συνδέει τη βορειοελλαδίτικη μητρόπολη με το Βερολίνο, η re:publica δεν θα έστηνε πιθανότατα ποτέ τις σκηνές του στην πόλη με θέα τον μυθικό Όλυμπο. Γι’ αυτό και η απουσία επισκεπτών δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ενδεικτική του στάτους κβο της καινοτομίας στην Ελλάδα, που ακόμα πλήττεται από την οικονομική κρίση. «Η Θεσσαλονίκη είναι σε κάθε περίπτωση μια “δεξαμενή εγκεφάλων”» εξηγεί ο Παντελής Αγγελίδης. «Εδώ υπάρχουν πολυάριθμα πανεπιστήμια και η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι υψηλού επιπέδου, ακόμα και σε σύγκριση με την Ευρώπη».  
 
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι η γενιά της εποχής των φθηνών πτήσεων δεν αρκείται στο Facebook ή το Twitter σε ό,τι αφορά την επικοινωνία εντός Ευρώπης. Πάμπολλες πτήσεις συνδέουν τη Θεσσαλονίκη με άλλες σημαντικές ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο επισκέπτονται τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Παρότι το φαινόμενο της λεγόμενης «διαρροής εγκεφάλων», η μετανάστευση δηλαδή στο εξωτερικό άρτια καταρτισμένων ειδικών, επιβαρύνει την ελληνική οικονομία, η ζωηρή ανταλλαγή ιδεών, που επηρεάζει καθοριστικά τη ζωή των σημερινών νέων μεταξύ 20 και 35 ετών, αφύπνισε την πόλη από μια μακρά περίοδο στασιμότητας.
 
Άλλωστε υπάρχουν κι εκείνοι που παραμένουν στη χώρα. Ή εκείνοι που επιστρέφουν και θα επιστρέψουν, και που έτσι, παρ’ όλη τη δύσκολη κατάσταση, στέλνουν ένα μήνυμα ενάντια στη μαζική μετανάστευση και τη συλλογική απαισιοδοξία. Η Θεσσαλονίκη έχει ακόμα ένα πλεονέκτημα που έπεισε τους διοργανωτές για την καταλληλότητά της: τη γεωγραφική θέση. Η πόλη στον Θερμαϊκό κόλπο βρίσκεται πολύ κοντά στην ΠΓΔΜ, την Αλβανία και τη Βουλγαρία. Τα τουρκικά σύνορα απέχουν μόλις τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο. «Εμάς δεν μας ενδιαφέρει η δικτύωση με την Ευρώπη μόνο, αλλά και με τον αραβικό κόσμο και με την Αφρική» εξηγεί ο Andreas Gebhard, στον οποίο ανήκει η πρωτοβουλία για τη διοργάνωση της re:publica στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη και η Ελλάδα είναι, όπως πρόσθεσε, ένας σημαντικός γεωπολιτικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.

Φυσικα και υπαρχουν εναλλακτικες

Κι έτσι τελικά ο ελληνικός ψηφιακός κόσμος συμμετείχε στις ιδέες και τα ερεθίσματα που εκφράστηκαν στη re:publica. Παντού τρεμόπαιζε το φως από τις οθόνες των κινητών και των φορητών υπολογιστών. Ο κόσμος τουίταρε και αναρτούσε blogs με τα μηνύματα των ομιλητών στον Παγκόσμιο Ιστό, προσπαθώντας, παράλληλα με την κριτική απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, να αφήσει και περιθώρια για εναλλακτικές. Όπως ο Ιταλός συγγραφέας και ακτιβιστής Lorenzo Marsili, ο οποίος στη διάλεξή του με τίτλο «Citizens of Nowhere» («Πολίτες του πουθενά») ρωτούσε τι συνδέει τις έννοιες «Ευρώπη» και «δημοκρατία» και εξήγησε ότι και οι δύο πρέπει διαρκώς να εφευρίσκονται εκ νέου. «Αυτή τη στιγμή, έχει κανείς την εντύπωση ότι μπορεί να επιλέξει μόνο ανάμεσα στα όλο και πιο ισχυρά λαϊκιστικά-εθνικιστικά ρεύματα και στο κατεστημένο, εκείνους δηλαδή που δημιούργησαν τα σημερινά προβλήματα» είπε συγκεκριμένα και τόνισε την ανάγκη να δημιουργήσουμε εναλλακτικές και να αφήσουμε πίσω μας τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος.  
 
Το πώς μπορεί να γίνει αυτό το εξήγησε ο Έλληνας ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος», Μιχάλης Βαφόπουλος. Σκιαγράφησε τον πυρήνα του κοινωνικού επιχειρηματικού πνεύματος ως εναλλακτική πρόταση απέναντι στην υπερεξουσία του κεφαλαίου και του προσωπικού πλουτισμού: «Ο στόχος δεν μπορεί να είναι μόνο το κέρδος, αλλά και το να ανταποδώσει κανείς κάτι στην κοινωνία».
 
Αυτό ακριβώς ήταν και το μήνυμα της πρώτης ελληνικης re:publica. Ειδικά στην Ελλάδα, που σήμερα έχει να παλέψει τόσο με τη σκληρότητα της παγκόσμιας αγοράς όσο και με τη διαφθορά και τον προσωπικό πλουτισμό, η συμβολική παρουσία της βερολινέζικης διοργάνωσης δίνει ένα σημαντικό μήνυμα. Ίσως θεματικά οι ομιλητές να εστίασαν στην εξιδανικευμένη ιδέα της κοινής προσπάθειας και να μην αναφέρθηκαν όσο έπρεπε σε συγκεκριμένα προβλήματα του παρόντος. Όμως η re:publica στη Θεσσαλονίκη πρέπει να εκληφθεί πάνω απ’ όλα ως μια αρχή και μια παρότρυνση να ιδωθεί η Ελλάδα όχι μόνο ως θύμα της κρίσης, αλλά και ως πολύτιμος εταίρος στο ψηφιακό μέλλον της Ευρώπης.