Γρήγορη πρόσβαση:

Απευθείας μετάβαση στο περιεχόμενο (Alt 1) Απευθείας μετάβαση στην κύρια πλοήγηση (Alt 2)

Γερμανοελληνική (-ές) ιστορία (-ες) φυγής
Ο Andreas Kossert και το βιβλίο του Φυγή. Μια ιστορία της ανθρωπότητας

© Goethe-Institut Thessaloniki/George Kogias

Η Ελλάδα και η Γερμανία υποδέχτηκαν κατά τη νεότερη ιστορία τους περισσότερους πρόσφυγες ή εκτοπισμένους ανθρώπους από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη. Αυτό δεν συνεπάγεται απαραιτήτως περισσότερη συμπόνια για τους πρόσφυγες. Ο René Wildangel μίλησε με τον Andreas Kossert και παρουσιάζει το βιβλίο του τελευταίου με τίτλο Flucht. Eine Menschheitsgeschichte («Φυγή. Μια ιστορία της ανθρωπότητας»).

Δύσκολα θα βρει κανείς άλλο θέμα που να προκαλεί τέτοια αναστάτωση τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα όπως η λεγόμενη «προσφυγική κρίση». Η γλώσσα καμιά φορά είναι αποκαλυπτική, λέει ο Andreas Kossert. Γιατί πρόκειται για τη γλώσσα των μόνιμων κατοίκων, κι αυτοί κάνουν λόγο για «κρίση» επειδή νιώθουν πως απειλούνται από τους πρόσφυγες – παρότι η συνήθως αθέλητη απώλεια της πατρίδας, οι στερήσεις της φυγής και η δύσκολη άφιξη σε μια άλλη χώρα συνιστούν για τους ίδιους τους πρόσφυγες τον πυρήνα της δικής τους κρίσης, που δεν έχει τέλος.

Την Ιστορία την αφηγούνται οι μόνιμοι κάτοικοι. Οι ίδιοι που φτιάχνουν φράχτες για να κρατήσουν μακριά τους πρόσφυγες. Αυτοί ορίζουν τα αφηγήματα. Για τον λόγο αυτό, ο Andreas Kossert θέλησε με το βιβλίο του να δοκιμάσει να συμπεριλάβει την οπτική των προσφύγων και να τους αφήσει να μιλήσουν οι ίδιοι για τις εμπειρίες τους. Σε μια εποχή κατά την οποία έχουμε ένα υψηλότατο επίπεδο προσφυγικών ρευμάτων –το 2022, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, καταγράφηκε το θλιβερό ρεκόρ των 100 εκατομμυρίων και πλέον ανθρώπων οι οποίοι παγκοσμίως έχουν πάρει τον δρόμο της φυγής.

Τον Νοέμβριο του 2021, ο Kossert παρουσίασε το βιβλίο του, που είναι αφιερωμένο στους ανθρώπους αυτούς, σε μια εκδήλωση του Goethe-Institut στην Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης.
Έπειτα από ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, στο βιβλίο τον λόγο παίρνουν κυρίως πρόσφυγες και εκτοπισμένοι, γνωστοί και άγνωστοι, που βρίσκουν θέση σε ένα πραγματικά ατελείωτο ψηφιδωτό από ρεπορτάζ, ημερολόγια, λογοτεχνικά αποσπάσματα, απομνημονεύματα και ποιήματα. Με τον τρόπο αυτό, ο Kossert θέλει να προσεγγίσει το φαινόμενο της φυγής και του εκτοπισμού, αλλά και της άφιξης, της συνέχισης της ζωής και της μνήμης. Η Ελλάδα αναφέρεται συχνά πυκνά. Ο Kossert έχει πλήθος αναφορών, ξεκινώντας από την Αιολική Γη (1943) του Ηλία Βενέζη και φτάνοντας μέχρι το μυθιστόρημα «Middlesex» (2002) του Τζέφρυ Ευγενίδη (ο πατέρας του Ευγενίδη κατάγεται από την Ελλάδα). 

Ο Kossert διακρίνει έντονες ομοιότητες ανάμεσα στη γερμανική και την ελληνική εμπειρία: «Δεν υπάρχουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες η υποδοχή προσφύγων και εκτοπισμένων ανθρώπων να σήμανε μια τέτοιου είδους κοινωνική τομή» λέει ο Kosssert. Στη Γερμανία, 14 εκατομμύρια άνθρωποι ήρθαν στη χώρα κυρίως από τις ανατολικές περιοχές. Στην Ελλάδα ήρθαν πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι εκτοπίστηκαν από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας. Σήμερα, υπολογίζεται ότι το 40% των Ελλήνων έχουν μικρασιατικές ρίζες.  

Η Ελληνίδα καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η οποία ειδικεύεται στην αναγκαστική μετανάστευση, Ευτυχία Βουτυρά συζήτησε στην Έκθεση Βιβλίου με τον Kossert. Επαίνεσε την προσπάθειά του να κάνει αυτή την αλλαγή οπτικής, κάτι που, όπως σημείωσε η Βουτυρά, συμβαίνει πολύ σπάνια. Ειδικά στην Ελλάδα, μια χώρα που φέρει έντονα τη σφραγίδα των προσφύγων και τους χρωστά τόσο πολλά, συνέχισε: «Η Βόρεια Ελλάδα δεν θα υπήρχε σήμερα έτσι όπως την ξέρουμε». Στην περιοχή αυτή εγκαταστάθηκαν ιδιαίτερα πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από τα τουρκικά παράλια του Αιγαίου και από τον Εύξεινο Πόντο. Τα πολλά τοπωνύμια στα οποία προτάσσεται το επίθετο «Νέα» μαρτυρούν αυτό ακριβώς το γεγονός.

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα θέλησε επί πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου να υλοποιήσει τη «Μεγάλη Ιδέα», το όραμα μιας μεγάλης Ελλάδας που θα περιλάμβανε όλες τις περιοχές στις οποίες υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί. Η έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου υπήρξε ολέθρια, με τη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή  της ελληνικής μικρασιατικής μητρόπολης Σμύρνης και πολλών άλλων ελληνικών οικισμών. Μουσουλμάνοι που επί δεκαετίες ζούσαν στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια εκτοπίζονται, αντιστρόφως, από την πατρίδα τους και εξαναγκάζονται να πάνε στην Τουρκία. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, το 1923 ορίζεται μια «ανταλλαγή πληθυσμών» η οποία νομιμοποιεί τον αναγκαστικό εκτοπισμό εκατομμυρίων ανθρώπων μέσω μιας διεθνούς συνθήκης. Η έξοδος από την Τουρκία συνεχίζεται για τους Έλληνες δεκαετίες μετά την «ανταλλαγή» αυτή. Το 1955 και το 1964 οι Έλληνες εγκαταλείπουν τις εστίες τους μετά τα βίαια επεισόδια, όμοια με πογκρόμ, που σημειώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη – κι αυτό ενώ οι εκεί κοινότητες θα έπρεπε κανονικά να προστατεύονται, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης.

Το αποτέλεσμα των διώξεων είναι μια εν πολλοίς «εθνικά ομοιογενής» Ελλάδα. Παρότι οι αφιχθέντες πληθυσμοί φέρνουν μαζί τους έναν δικό τους πολιτισμό, δικές τους παραδόσεις, ενώ πολλοί μιλούν τουρκικά – κάτι που η κοινωνία της πλειοψηφίας στο μεγαλύτερο μέρος της απορρίπτει. «Οι αφιχθέντες δεν ήταν ευπρόσδεκτοι, ούτε εδώ ούτε εκεί. Υπέστησαν φοβερές διακρίσεις» λέει ο Kossert. Ωστόσο αυτό, σημειώνει, σε μεγάλο βαθμό αποσιωπήθηκε στο εθνικό αφήγημα μιας δήθεν «επιτυχημένης ένταξης».

Κάτι παρόμοιο βίωσε ο Kossert κατά τις έρευνές του για το βιβλίο Kalte Heimat. Οι συνεντευξιαζόμενοι τού μίλησαν για την παλιά πατρίδα, για τις δυσάρεστες εμπειρίες της φυγής. Όμως για το πόσο άσχημα τους συμπεριφέρθηκαν μετά την άφιξή τους δεν ήθελαν να μιλήσουν. Στη Γερμανία, όπου ο εθνικοσοσιαλισμός προπαγάνδιζε λίγο πριν τη γερμανική «Volksgemeinschaft» (λαϊκή κοινότητα), αντιμετώπιζαν με απαξίωση τους συμπατριώτες από τα ανατολικά, που όλοι τους προκαλούσαν στους μόνιμους κατοίκους ένα είδος γενικής υποψίας. Στην Ελλάδα, η άφιξή τους χαρακτηρίστηκε από μια παρόμοια στάση απόρριψης. Στη Γερμανία τους νεοαφιχθέντες Γερμανούς τους αποκαλούν «Pollacken», αυτόν τον ρατσιστικό-υβριστικό χαρακτηρισμό, στην Ελλάδα τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία «Τουρκόσπορους».

Πολλοί από αυτούς παραμένουν στην Ελλάδα, απομονωμένοι κοινωνικά και οικονομικά. Άλλοι συνεχίζουν τον δρόμο της φυγής – μεταξύ άλλων πηγαίνουν στη Γερμανία ως «γκάσταρμπαϊτερ». Το 1960 υπογράφεται μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας το σύμφωνο «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία», έναν χρόνο δηλαδή πριν από εκείνο με την Τουρκία. Ο Kossert αφηγείται την ιστορία της Εύας και του Σωκράτη Σαρόγλου που φτάνουν στη Γερμανία το 1967, τρία χρόνια αφότου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους: Προέρχονται από την ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης όπου όλη τους τη ζωή ήταν «οι Έλληνες» και έζησαν την ανεξέλεγκτη ανθελληνική βία. Όταν φτάνουν στη Γερμανία, συγκαταλέγονται στους «Τούρκους». Κανείς δεν τους ρωτά για την ιστορία τους.

Η Ευτυχία Βουτυρά επεσήμανε στη συζήτησή της με τον Kossert και τη δύναμη της απώθησης: «Οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεχάσουν τις δυσάρεστες μνήμες. Συχνά οι παππούδες μας μάς μετέφεραν μια ρομαντική εικόνα της παλιάς τους πατρίδας στη Μικρά Ασία. Όλα τα άλλα απωθούνται». Ταυτόχρονα, ξεθωριάζουν κι οι μνήμες. «Όταν σήμερα ρωτώ τους φοιτητές μου ποιος προέρχεται από οικογένεια με μεταναστευτικό υπόβαθρο, σπανίως πλέον παίρνω απάντηση… Η εποχή κατά την οποία οι ιστορίες των παππούδων μεταδίδονταν στις επόμενες γενιές σαν αληθινά παραμύθια, σαν ζωντανοί μύθοι, έχουν παρέλθει».

Το ίδιο έχει παρατηρήσει και ο Andreas Kossert, ότι για τη νέα γενιά η ιστορία των παππούδων ή, συνήθως, των προπάππων, φαντάζει πολύ μακρινή. Αυτό, όμως, δίνει την ευκαιρία σε αυτή τη γενιά –σημειώνει ο Kossert– να βρει τη δική της πρόσβαση στο θέμα, να ανακαλύψει εκ νέου τις οικογενειακές ιστορίες, κατά συνέπεια και τη δική της ταυτότητα. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τη Γερμανία. Η Ευτυχία Βουτυρά αποδίδει ευθύνες στο εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο έχει αποτύχει – και αναφέρεται και στην Ελλάδα. Έτσι, μένει μόνο η οικογένεια ως τόπος της μεταβίβασης αυτών των βιωμάτων, λέει. «Είναι καταστροφικό. Γιατί η ένταξη των προσφύγων είναι πολιτισμικό κεφάλαιο. Μόνο εάν το δεχτούμε αυτό μπορεί να προκύψει μια γνήσια συμπόνια για τους σημερινούς πρόσφυγες».

O Andreas Kossert θεωρεί την πανδημία του κορωνοϊού ως ένα ακόμη πρόβλημα, καθώς το ούτως ή άλλως ήδη ανεπαρκές ενδιαφέρον για τα βιώματα των προσφύγων λιγόστεψε ακόμη περισσότερο. Όταν έπιασε φωτιά ο καταυλισμός στη Μόρια, λέει ο Kossert, υπήρξε μια σύντομη μόνο αφύπνιση: «Α ναι, οι άνθρωποι στους προσφυγικούς καταυλισμούς...». Στην οικονομία του ενδιαφέροντος για τις παγκόσμιες κρίσεις και καταστροφές, το θέμα της φυγής βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις, εκτός και αν εργαλειοποιηθεί από λαϊκιστές για τους δικούς τους σκοπούς. Οι πρόσφυγες δεν έχουν λόμπι, υπογραμμίζει ο Kossert. Υπάρχουν θεσμοθετημένα δικαιώματα, όπως η Σύμβαση της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων – όμως όσο λείπει η θεμελιώδης κατανόηση, η ενσυναίσθηση για τις βιογραφίες των προσφύγων, αυτά δεν επαρκούν, συνεχίζει ο Kossert.   

Τα ίχνη των ατομικών αφηγήσεων συναρπάζουν τον Kossert, ο οποίος παρουσιάζει με δυνατές εικόνες τι σημαίνει να πρέπει να εγκαταλείψει κανείς την πατρίδα του. Ο ελληνικός μικρασιατικός πολιτισμός σχεδόν δεν υπάρχει πλέον σήμερα, το ίδιο και εκείνος της γερμανικής Ανατολικής Πρωσίας ή της Σιλεσίας. Ύστερα, οι τελευταίοι επιζώντες εκείνης της εποχής πεθαίνουν. Βεβαίως, συνεχίζει να ζει η μνήμη: Η συλλογική μνήμη, είτε στις μνήμες του Ιμάνουελ Καντ στην Καινιξβέργη, είτε στην αθηναϊκή συνοικία της Νέας Σμύρνης, είτε στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους όπως είναι ο ΠΑΟΚ της Θεσσαλονίκης (ΠΑΟΚ σημαίνει Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών). Και η ατομική μνήμη, στις οικογενειακές βιογραφίες.  

«Πιστεύω ότι στη Γερμανία και στην Ελλάδα υπάρχουν ιδιαίτεροι χώροι απήχησης αυτών των βιωμάτων» λέει ο Kossert. Όπως είναι η λογοτεχνία, ακόμη και νεότερων συγγραφέων. Η Βουτυρά θυμίζει τους πρόσφυγες από τη Συρία που το 2015 έφτασαν στα νησιά διακινδυνεύοντας τη ζωή τους. Τότε, κάποιοι από αυτούς τους πολύ ηλικιωμένους Έλληνες στέκονταν πλάι στις βάρκες με δάκρυα στα μάτια κι έλεγαν: «Είναι σαν να σώζουμε τα δικά μας παιδιά». Αυτή η πρώτη γενιά προσφύγων σίγουρα μπορούσε να ταυτιστεί με τους αφιχθέντες. Γιατί όταν κάποτε, έχοντας πάρει τον ίδιο δρόμο, ξεκινώντας από την Τουρκία μέσα στις διόλου ασφαλείς βάρκες, έφτασαν στα ελληνικά νησιά, κάποιοι από αυτούς λιθοβολήθηκαν.

Τέλος, ο συγγραφέας, δεδομένων των πολλών ομοιοτήτων ανάμεσα στην ελληνική και τη γερμανική εμπειρία στο θέμα της φυγής, θα ήθελε πολύ να δει μια μετάφραση του βιβλίου του στα ελληνικά. Πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη για να καταστούν «ορατές» οι πολύπτυχες εμπειρίες των προσφύγων – στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Ίσως αυτό να αναζωογονούσε και την πολιτικά δύσκολη συχνά συζήτηση ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα. Λαμβάνοντας υπόψη την ενίσχυση ακροδεξιών λαϊκιστών και κομμάτων αλλά και την αδυναμία της ευρωπαϊκής προσφυγικής πολιτικής, θα ήταν ένα σημαντικό πολιτικά και ηθικά βήμα.