Μνήμες 
Ευρωπαϊκός Πόλεμος και Εθνικός Διχασμός

Κατοχή της Αθήνας από Γαλλικά στρατεύματα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: Γάλλος στρατιώτης αναπαύεται στο θέατρο του Διονύσου. Φωτογραφία της Section Photographique de l'Armée Française (25/06/1917)
Κατοχή της Αθήνας από Γαλλικά στρατεύματα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: Γάλλος στρατιώτης αναπαύεται στο θέατρο του Διονύσου. Φωτογραφία της Section Photographique de l'Armée Française (25/06/1917) | ELIA-MIET Fotoarchiv

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έχει για την Ελλάδα τη σημασία που έχει για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η 11 Νοεμβρίου (1918) εορτάζεται ως εθνική επέτειος. Εντάσσεται ως ένα επεισόδιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας στην πολεμική δεκαετία που ξεκινά με τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912) και λήγει με τη Μικρασιατική Καταστροφή, την συντριπτική ήττα του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία, το τραγικό τέλος και τον βίαιο εκτοπισμό των ελληνικών πληθυσμών και εν τέλει την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1922-1923). Η ιστορικός Χριστίνα Κουλούρη μας εξηγεί το πως συνυφαίνονταν οι ευρωπαϊκές και ελληνικές πολιτικές εξελίξεις εκείνης της μοιραίας περιόδου.
 

Είναι εξάλλου εξαιτίας αυτής ακριβώς της τραγικής κατάληξης που υποβαθμίζεται το γεγονός ότι η Ελλάδα ανήκε στους νικητές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας επιπλέον λόγος είναι ο Εθνικός Διχασμός: η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ ήταν το αποτέλεσμα ενός εμφύλιου, στην ουσία, πολέμου ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που είχε οδηγήσει στη διχοτόμηση της Ελλάδας σε δύο κράτη.

Ο Εθνικός Διχασμός απεικόνιζε τη σύγκρουση των δύο αντιπάλων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιδεολογική, πολιτική αλλά και πολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Ελλάδας: ο Βενιζέλος με τις Συμμαχικές Δυνάμεις της Αντάντ, ο Κωνσταντίνος με τις Κεντρικές Δυνάμεις: «Νέες Χώρες» εναντίον «Παλαιάς Ελλάδας». Για την Ελλάδα εξάλλου, ο πόλεμος είχε βαλκανικά χαρακτηριστικά και συνδεόταν με τη Μεγάλη Ιδέα της, την αλυτρωτική ιδεολογία που από τα μέσα του 19ου αιώνα έθετε ως στόχο τη διεύρυνση των συνόρων σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Ευρώπη ως πυριτιδαποθήκη με φυτίλι τα Βαλκάνια

Το γεγονός εξάλλου ότι για μια ακόμη φορά επρόκειτο για ανάφλεξη της «βαλκανικής πυριτιδαποθήκης» έκανε πολλούς να θεωρούν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τον Γ΄ Βαλκανικό. Στην πραγματικότητα όμως, πυριτιδαποθήκη ήταν η Ευρώπη και τα Βαλκάνια το φυτίλι. Ο πόλεμος ξεκίνησε πράγματι στα Βαλκάνια, στο Σαράγεβο, με τη δολοφονία του διαδόχου του θρόνου των Αψβούργων.

Ο Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος είναι ένα τραγικό πρόσωπο της ιστορίας. Γνωστός για το οξύθυμο του χαρακτήρα του, παρά το καλό του γούστο και τις καλλιτεχνικές του τάσεις, σλαβόφιλος και εχθρικός προς τους Ούγγρους, σχεδίαζε να αναθεωρήσει, σε όφελος των Σλάβων, το σύστημα της Δυαδικής Μοναρχίας που ίσχυε από το 1867. Δολοφονήθηκε μαζί με τη σύζυγό του κατά έναν παράδοξο και μοιραίο τρόπο από αυτούς που υποστήριζε, τους Νοτιοσλάβους εθνικιστές. Φαίνεται ότι η εθνικιστική τρομοκρατική ομάδα «Μαύρη Χείρα», στην οποία ανήκε ο δολοφόνος, διέπονταν από το γιουγκοσλαβικό ιδεώδες και αντιτίθετο στην ένωση των Σλάβων εντός της Αυστρο-ουγγαρίας, δηλ. στο τριαδικό σχήμα που προωθούσε ο Διάδοχος.

Στα Βαλκάνια, οι εμπόλεμοι του 1912-3 θα ενταχθούν στους δύο συνασπισμούς ανανεώνοντας τις ήδη διαμορφωμένες εχθρότητες: Σερβία, Ρουμανία και Ελλάδα με την Αντάντ, Βουλγαρία και Τουρκία με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Η βαλκανική ισορροπία δυνάμεων που είχε δημιουργηθεί με τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν ακόμη εύθραυστη και οπωσδήποτε αμφισβητούνταν, τουλάχιστον από τους ηττημένους. Το ελληνικό κράτος είχε βεβαίως βγει νικητής και από τους δύο πολέμους και είχε διπλασιάσει εδάφη και πληθυσμό, αλλά η Μεγάλη Ιδέα εξακολουθούσε να θεωρείται ανολοκλήρωτη. Η αυτοπεποίθηση που είχαν εμπνεύσει οι βαλκανικές νίκες μάλλον ενίσχυε και ανανέωνε τα μεγαλοϊδεατικά όνειρα.

Η γέννηση του Εθνικού Διχασμού και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Όταν ταχύτατα ο ευρωπαϊκός πόλεμος γενικεύθηκε, η Ελλάδα είχε δύο επιλογές: είτε να τηρήσει ουδετερότητα, λύση που υποστήριζε το Παλάτι, είτε να μπει στον πόλεμο συμμαχώντας με εκείνον που εξυπηρετούσε καλύτερα τα ελληνικά συμφέροντα. Για τον Βενιζέλο, ήταν προφανές ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας ήταν συνδεδεμένα με τις Δυτικές Δυνάμεις και κατεξοχήν τη Βρετανία, η οποία, ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στην Κεντρική Ευρώπη, θα παρέμενε, σύμφωνα με την εκτίμησή του, κυρίαρχη στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ο Βενιζέλος θεωρούσε αναπόφευκτο τον πόλεμο με την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο της οριστικής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η απόρριψη της συμμαχίας με τη Γερμανία οφειλόταν στην εκτίμησή του ότι τα συμφέροντα της Γερμανίας συνεπάγονταν στήριξη της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, δηλαδή των δύο βασικών εχθρών της Ελλάδας. Σε κάθε περίπτωση, οικονομικοί και γεωπολιτικοί λόγοι υπαγόρευαν, κατά τη γνώμη του, τη συμμαχία με τη Βρετανία και τη Γαλλία.

Ο Κωνσταντίνος, θαυμαστής του γερμανικού πολιτικού προτύπου και με ακλόνητη πεποίθηση στο αήττητο του γερμανικού στρατού, επηρεαζόταν από τις συμβουλές τόσο της συζύγου του Σοφίας, αδελφής του Κάιζερ, όσο και του υπουργού των εξωτερικών Γ. Στρέιτ, καθηγητή του Διεθνούς και Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πολιτική ανάλυση του Στρέιτ στηριζόταν στα δεδομένα της παραδοσιακής ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων, η οποία τασσόταν υπέρ της διατήρησης τόσο της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βασικό κριτήριο για την επιλογή στρατοπέδου ήταν εξάλλου ο κίνδυνος του πανσλαβισμού. Θεωρώντας τον ως σημαντικότερη απειλή, ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας ευθυγραμμίζονταν με εκείνα των Κεντρικών Δυνάμεων. Ωστόσο, στην ασφυκτική πίεση του Γουλιέλμου Β΄ να προσχωρήσει η Ελλάδα στο συνασπισμό της Γερμανίας, ο βασιλιάς επέμεινε στη πολιτική της ουδετερότητας ως τη μόνη που θα διασφάλιζε την Ελλάδα από το κόστος ενός ριψοκίνδυνου και εν τέλει μάταιου πολέμου.

Αρχικά η Ελλάδα επέλεξε πράγματι την ουδετερότητα, την οποία όμως ο Βενιζέλος εκλάμβανε ως «προσωρινή» ενώ ο Κωνσταντίνος ήθελε να είναι «διαρκής». Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσχώρησε στις Κεντρικές Δυνάμεις, ο Βενιζέλος διείδε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει η Ελλάδα τα επεκτατικά της σχέδια. Προϋπόθεση ήταν βεβαίως η εγκατάλειψη της ουδετερότητας. Στις αρχές του 1915, οι Σύμμαχοι επιχείρησαν εκστρατεία εναντίον της Τουρκίας στα Δαρδανέλλια και ο Βενιζέλος πρότεινε τη συμμετοχή της Ελλάδας με αποστολή στρατιωτικού σώματος. Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από τον Κωνσταντίνο και ο Βενιζέλος υπέβαλε την παραίτησή του.

Μέσα στη δίνη της βαθιάς πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα, που είχε λάβει τη μορφή Εθνικού Διχασμού, το μποϋκοτάζ των εκλογών το Δεκέμβριο του 1915 από τους Φιλελεύθερους του Βενιζέλου ήταν το πρώτο βήμα για πιο ριζοσπαστικές πράξεις. Στη Θεσσαλονίκη, το κίνημα της Εθνικής Άμυνας που προετοιμάστηκε από Βενιζελικούς όπως ο Αλέξανδρος Ζάννας, ο Περικλής Αργυρόπουλος, ο υποστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος και ο συνταγματάρχης Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης, με τη στήριξη του Γάλλου αρχηγού των συμμαχικών στρατευμάτων στρατηγού Σαράιγ, εκδηλώθηκε στις 30 Αυγούστου 1916. Στο μεταξύ η κατάσταση στα Βαλκάνια είχε αλλάξει, με την είσοδο της Ρουμανίας στον πόλεμο και τη γερμανοβουλγαρική επίθεση στη Μακεδονία. Αυτό που θα συγκλονίσει όμως την ελληνική κοινή γνώμη θα είναι η παράδοση της Καβάλας και του 4ου Σώματος Στρατού στους Βουλγάρους. Η άρνηση του Κωνσταντίνου να κινηθεί εναντίον των Βουλγάρων αποτέλεσε την κρίσιμη καμπή για την απόφαση του Βενιζέλου. Στις 9 Οκτωβρίου, θα σχηματίσει προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη με πυρήνα της τη λεγόμενη «τριανδρία» (Ελ. Βενιζέλος, Π. Δαγκλής, Π. Κουντουριώτης). Με αυτή την επαναστατική πράξη του Βενιζέλου, ο Εθνικός Διχασμός αποκτά πολύ πιο συγκεκριμένη μορφή: η Ελλάδα διχάζεται σε δύο κράτη.

Η «μάχη των Αθηνών»

ε μια ύστατη προσπάθεια να εξαναγκάσουν τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την ουδετερότητα, συμμαχικές δυνάμεις θα αποβιβαστούν στον Πειραιά και στο Φάληρο στα τέλη Νοεμβρίου. Ως αποτέλεσμα της «μάχης των Αθηνών», ο Κωνσταντίνος συμφώνησε να παραδώσει μέρος του ελληνικού πολεμικού υλικού που του είχε αρχικά ζητηθεί. Με την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από την Αθήνα, ξέσπασαν τα λεγόμενα «Νοεμβριανά», κύμα αντιβενιζελικής τρομοκρατίας, με φόνους, συλλήψεις, λεηλασίες και πράξεις εκφοβισμού εναντίον των Βενιζελικών. Κορυφαία πράξη υπήρξε ο αφορισμός του Βενιζέλου, το περίφημο «ανάθεμα», από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.

Η ένοπλη σύρραξη με τους Συμμάχους στη «μάχη των Αθηνών» αλλά και η απόφαση του Κωνσταντίνου να οργανώσει ανταρτικές ομάδες σε Ήπειρο και Θεσσαλία με την υποστήριξη των Γερμανών οδήγησαν σε σκέψεις για εκθρόνιση του Κωνσταντίνου ως τη μόνη δυνατή λύση. Τον Μάιο 1917, συμμαχικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Θεσσαλία, ιταλικές δυνάμεις προωθήθηκαν στην Ήπειρο και κατέλαβαν τα Γιάννενα, ενώ ο στόλος υπό τον ύπατο αρμοστή των Συμμάχων C.C. Jonnart κατέλαβε τον Ισθμό. Ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε ορίζοντας διάδοχό του τον Αλέξανδρο και αναχώρησε με την οικογένειά του για το εξωτερικό. Η Ελλάδα, ως ενιαίο πλέον κράτος, κηρύσσει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις στις 15 Ιουνίου 1917.

Ωστόσο, η συγκρότηση ενός αξιόμαχου ελληνικού στρατού που θα πολεμούσε στο πλευρό την Αντάντ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η «Παλαιά Ελλάδα» (Νότια Ελλάδα) ήταν φιλοβασιλική στην πλειονότητά της, οι επεμβάσεις των Συμμάχων είχαν βιωθεί ως εθνική ταπείνωση και η ελληνική κοινωνία ήταν εν γένει εχθρική απέναντι στη συμμετοχή σ’ αυτόν τον πόλεμο που έμοιαζε τρομακτικός και «μεγάλος» για μια μικρή χώρα. Ο Βενιζέλος θα προχωρήσει σταδιακά στη γενική επιστράτευση μέχρι τον Μάρτιο 1918. Στάσεις, ομαδικές λιποταξίες, ακόμη και αυτομολίες εκδηλώνονται σε όλο αυτό το διάστημα. Τελικά τα ελληνικά στρατεύματα θα μετάσχουν μαζί με συμμαχικές δυνάμεις στις τελευταίες μάχες που θα γίνουν στο Μακεδονικό μέτωπο και θα οδηγήσουν στη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει τυπικά στις 11 Νοεμβρίου 1918 με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Ωστόσο, τα επόμενα πέντε χρόνια, θα υπάρχουν σποραδικές αναφλέξεις αλλά και κανονικοί πόλεμοι όπως η Μικρασιατική εκστρατεία. Μια σειρά από συνθήκες, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν η Συνθήκη των Βερσαλλιών, θα επαναχαράξουν το χάρτη της Ευρώπης εκατό χρόνια μετά το Συνέδριο της Βιέννης. Οι αυτοκρατορίες είχαν διαλυθεί με βάση την αρχή του ομοιογενούς έθνους-κράτους, η οποία όμως είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια τη δημιουργία του προβλήματος των μειονοτήτων, που έμειναν εγκλωβισμένες μέσα στα νέα σύνορα. Για την Ελλάδα, η Συνθήκη των Σεβρών της έδινε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τη Μεγάλη Ιδέα της, και θα συνεχίσει τον πόλεμο έως ότου η Συνθήκη της Λωζάννης (1923) να σηματοδοτήσει και γι’ αυτήν, με τραγικό τρόπο, το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου