Berlinale 2017
Η Ζακλιν Λεντζου και το ελληνοφιλιππινεζικο ονειρο

HIWA
HIWA | © Ζακλίν Λέντζου

Η διαφορετικότητα, οι πρόσφυγες, οι περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες και ο αντισυμβατικός έρωτας ήταν τα θέματα στα οποία δόθηκε έμφαση στην 67η Μπερλινάλε. Από τις 9 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2017 το μεγάλο κινηματογραφικό γεγονός της γερμανικής πρωτεύουσας φιλοξένησε 400 συνολικά ταινίες. Ανάμεσά τους, στο διαγωνιστικό τμήμα Berlinale Shorts, και την μικρού μήκους HIWA της Ζακλίν Λέντζου – τη μοναδική ελληνική συμμετοχή στη φετινή Μπερλινάλε.

Η 27χρονη σκηνοθέτις, έπειτα από τη συμμετοχή της στο Talent Campus και στο Short Film Station το 2015 με την Αλεπού, ξαναβρέθηκε στο Βερολίνο για να παρουσιάσει τη νέα της ταινία. Την συναντήσαμε στην Potsdamer Platz και μιλήσαμε για την ταινία της, για όνειρα, για τραύματα, για την Αθήνα.
 
Πες μας λίγα λόγια για την ταινία.
 
Ήθελα να κατασκευάσω ένα όνειρο, ενός ανθρώπου από τις Φιλιππίνες, με φόντο την Αθήνα. Αρχικά, πριν το στάδιο του μοντάζ η ταινία μας λεγόταν Filipino Dream. Στο μοντάζ, όμως, εκεί όπου η ταινία πήρε την τελική της μορφή και το όνειρο έγινε εφιάλτης, αποφάσισα να την ονομάσω HIWA, που σημαίνει πληγή στα Tagalog. Ένας εφιάλτης άλλωστε, πάντα έχει τη βάση του σε ένα βαθύ τραύμα. Το τραύμα του κεντρικού χαρακτήρα, του Τζέι, είναι το κενό. Το κενό από την απουσία του πατέρα του, το οποίο προκαλεί άγχος και σκέψεις τώρα που ο ίδιος βρίσκεται στο ρόλο του πατέρα. Με αυτό το όχημα, λοιπόν, της αφήγηςης του ονείρου, «χτίζουμε» ένα πορτρέτο για την πόλη. Για μένα πρωταγωνιστής δεν είναι ο Τζέι αναγκαστικά, αλλά η Αθήνα. Ήθελα να δείξω γωνιές της Αθήνας, οι οποίες δεν έχουν εικονογραφηθεί επαρκώς, με έναν διαφορετικό τρόπο, κι ελπίζω να το κατάφερα έως ένα βαθμό.

Jacqueline Lentzou Ζακλίν Λέντζου | © Heinrich Voelkel / Agentur OSTKREUZ Γιατί οικογένεια από τις Φιλιππίνες;
 
Για προσωπικούς λόγους, έχω πολύ στενή σχέση με έναν Φιλιππινέζο, τον Αλφρέντο. Αν και η κόρη του είναι τριάντα, είναι ακόμη υπερπροστατευτικός απέναντί της, σε αντιδιαστολή με τον Έλληνα πατέρα, που εμπειρικά και μόνο, μου φαίνεται πιο αδιάφορος. Μέσω του Αλφρέντο, ήρθα σε επαφή με τη φιλιππινέζικη κοινότητα και κατάλαβα πόσο ισχυρή είναι η έννοια της οικογένειας.
 Επίσης, επειδή με ενδιαφέρει πολύ η ψυχανάλυση και πιο συγκεκριμένα το κατασκεύασμα του ονείρου. Βρήκα σαν αφορμή να μελετήσω το συλλογικό ασυνείδητο. Καθιστώντας πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο από μια ήπειρο και χώρα τόσο μακρινή από τις δικές μου παραστάσεις, έδωσα παραπάνω χώρο και ελαστικότητα σε αυτό που ήθελα να φτιάξω. Τα αρχέτυπα μάνα, πατέρας, φεγγάρι, νερό όπως είναι πανανθρώπινα. Αντίστοιχα, κάποιες ιδέες και κάποια συναισθήματα, είναι ριζωμένα μέσα μας τόσο βαθιά, όπως η ενοχή ή η ευθύνη, πράγμα με το οποίο ήθελα να παίξω στη συγκεκριμένη ταινία.

Επουλώνονται κάποια στιγμή οι πληγές ή μένουν για πάντα σημάδια;
 
Με ενδιαφέρει πολύ το τραύμα στη δουλειά μου. Πιστεύω ότι οι πληγές δεν επουλώνονται ποτέ. Ωστόσο, παράλληλα, ο καθένας έχει ευθύνη προς τον εαυτό του να τις κρατήσει μεν, αλλά να καταφέρει να αντλήσει δύναμη από τις πληγές του. Δεν έχω καμία απολύτως αισιοδοξία, ούτε θετικιστική προσέγγιση, αυτό που λέω σχετίζεται με την επιβίωση και μόνο.  Δεν ξεχνιέται, ούτε ξεπερνιέται ποτέ, μια μεγάλη απώλεια ή ένα μεγάλο σοκ που έχει περάσει κάποιος, ειδικά σε νεαρή ηλικία, όπως η απώλεια πατέρα στην οποία αναφέρεται ο Τζέι στην ταινία. Αλλά μπορεί να μετατραπεί και διοχετευτεί αλλού, στο να γίνει ο ίδιος, ας πούμε, ο πατέρας που δεν είχε.
Εν τέλει, το τραύμα, η πληγή τείνει να κάνει, κατά ένα παράδοξο τρόπο, το άτομο πλουσιότερο. Για μένα άνθρωπος χωρίς βίωμα είναι κενός άνθρωπος.
 
Τί σημαίνει για σένα σπίτι;
 
Σε λογική συνέχεια με την παραπάνω ερώτηση, έχοντας βιώσει την έννοια του σπιτιού αρκετά τραυματικά, έχει καταλήξει να σημαίνει για εμένα πολλά. Γεννήθηκα και πέρασα το πιο βασικά μου παιδικά χρόνια στην Αθήνα, και μετακόμισα με τη μητέρα μου στο πατρικό της στη Θεσσαλονίκη, σε κομβική ηλικία. Έχασα το δικό μου σπίτι, και ενώ μετακόμισα στης μητέρας μου, ποτέ ακριβώς δεν ήταν το σπίτι που είχα στην Αθήνα. Πάντα με ενδιέφερε τι καθιστά τελικά το σπίτι. Κατέληξα στο ότι τελικά σπίτι είναι η οικογένεια. Τώρα θα είχε ενδιαφέρον να αναλύσουμε τι σημαίνει οικογένεια, αλλά είναι αρκετά πολυσχιδές και προτιμώ να το συζητώ μέσω της δουλειάς μου.


 
Η εικόνα της Αθήνας που παρουσιάζεις μοιάζει σχεδόν σαν μετά από πόλεμο, αυτή είναι για σένα η σημερινή εικόνα της ή έτσι τη φαντάζεσαι στο μέλλον;
 
Πιστεύω ότι αυτή είναι η εικόνα της Αθήνας σήμερα, δυστυχώς. Δε θα μπορούσα ποτέ να κάνω ένα πορτρέτο για την Αθήνα και να την αναδείξω διαφορετικά. Μένω στο κέντρο, στα Εξάρχεια, οπότε ό,τι συμβαίνει το βλέπω πάρα πολύ καθαρά, δεν το βλέπω από απόσταση. Η Αθήνα βιώνει μία παρακμή. Όταν αναζητούσαμε χώρους για τα γυρίσματα της ταινίας στο κέντρο των Αθηνών, γύρω από την Ομόνοια π.χ., βρεθήκαμε μπροστά σε εξαιρετικά αφημένα κτίρια, στα οποία ωστόσο διακρίνεις μια παλιά αίγλη. Πριν από πενήντα ή εκατό χρόνια θα ήταν αριστουργήματα, ενώ τώρα κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Δε μιλάω για το αισθητικό κομμάτι, μιλάω για το τι σημαίνει επί της ουσίας να συντηρείς.
Η ταινία γυρίστηκε στην αρχή των capital controls, κάτι που μας επηρέασε όλους. Ήταν μετά το δημοψήφισμα, επικρατούσε φοβερή ανασφάλεια, άγχος και πανικός. Κι εμείς κάναμε μια ταινία για την Αθήνα. Πιστεύω ότι χωρίς να έχω τέτοιο σκοπό, η συνθήκη αυτή, πολύ οργανικά και ύπουλα έπαιξε ρόλο. Χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί δεν είχα σκεφτεί ποτέ να κάνω μια ταινία που να «κουνάει το δάκτυλο» στο πρόβλημα, αλλά τελικά αποτυπώθηκε αυτή η αίσθηση ενεργειακά.

Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο;
 
Όταν ήμουν μικρή ήθελα να γίνω συγγραφέας. Όταν το δήλωσα, γύρω στα 8, μου είπανε ότι συγγραφέας γίνεται ο καθένας,  ότι δεν είναι δουλειά. Απογοητεύτηκα πάρα πολύ. Παράλληλα, ο πατέρας μου μου είχε αγοράσει όταν ήμουν δέκα χρονών μια κάμερα Hi8. Όντας μοναχοπαίδι έκανα πολύ παρέα με την κάμερά μου. Εκεί άρχισε να μου μπαίνει η σκέψη, και η σκέψη έγινε απόφαση όταν είδα το Elephant του Gus Van Sant στα δεκατέσσερα. Ήταν μια αποκαλυπτική στιγμή. Όλα έγιναν ξεκάθαρα, θα έκανα ή έστω θα προσπαθούσα, να έκανα σινεμά. 
 
Πώς ήταν η ατμόσφαιρα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια της προβολής;
 
Σε κάθε προβολή είμαι πολύ αγχωμένη και συνήθως φεύγω, αυτή τη φορά όμως έμεινα. Ήταν sold out σχετικά νωρίς, πράγμα πολύ ενδιαφέρον- δεν ήξερα ότι στη Μπερλινάλε υπάρχει τέτοια ζήτηση για το πρόγραμμα των μικρού μήκους- σε ένα φεστιβάλ που έχει κινηματογραφικούς αστέρες και ταινίες τέτοιου βεληνεκούς. Υπήρχε στην αρχή ένα μικρό Q&A με την programmer και μετά ένα αναλυτικότερο με το κοινό, που έκανε ερωτήσεις επί της ουσίας. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει, να δω ότι κάποιοι άνθρωποι μπήκαν πραγματικά μέσα στην ταινία, τους άγγιξε, και κατάφεραν να αποκομίσουν και κάτι. Ήμουν πολύ χαρούμενη που ήμουν και με τις συνεργάτιδές μου, την Εύα Γουλάκου, τη σκηνογράφο και ενδυματολόγο και τη μοντέρ μου, Σμαρώ Παπαευαγγέλου.
 
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του κοινού;
 
Ένα παιδί ενθουσιάστηκε και μου είπε ότι ήταν σαν να έβλεπε ο ίδιος ένα όνειρο. Αυτό για μένα είναι επιτυχία γιατί ο στόχος μου εξαρχής ήταν ο θεατής να έχει αυτήν ακριβώς την αίσθηση. Κάποιος άλλος από το κοινό ρώτησε τι σημαίνουν τα όνειρα για μένα και από πότε ασχολούμαι με αυτά, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους συνδύασα λόγο και εικόνα. Μια κοπέλα, από αραβική χώρα, βρήκε ενδιαφέρον το ότι ήμασταν τρεις γυναίκες για να εκπροσωπήσουμε την ταινία και αυτό στάθηκε σαν αφορμή να κάνουμε μία συζήτηση για τις γυναίκες στο σινεμά, που είναι κάτι πολύ επίκαιρο. Στο τέλος με ρώτησαν για το νεοελληνικό κινηματογράφο και αν πιστεύω ότι ανήκω σε αυτόν.
 
Ποιό είναι το επόμενο πρότζεκτ σου;
 
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου, με παραγωγό τη Φένια Κοσοβίτσα. Το σενάριο έγινε δεκτό στο Torino Film Lab, στο οποίο θα έχω tutor τον Razvan Radulescu, δημιουργό του Νέου Ρουμάνικου Ρεύματος. Η ταινία καταγράφει μια ιστορία ενηλικίωσης μιας σχέσης.  Μιας σχέσης πατέρα-κόρης. Η κόρη επιστρέφει από το Λονδίνο και μαθαίνει κάποιες σκληρές αλήθειες για τον πατέρα της που προσπαθεί να επεξεργαστεί. Είμαι υπέρμαχος της άποψης ότι πρέπει να γράφουμε γι’ αυτά που γνωρίζουμε σε βάθος, με σκοπό να καταλήγουμε σε έναν κινηματογράφος πηγαίο και ειλικρινή.