Γρήγορη πρόσβαση:

Απευθείας μετάβαση στο περιεχόμενο (Alt 1) Απευθείας μετάβαση στην κύρια πλοήγηση (Alt 2)

Berlinale Blogger 2018
​ΤΡΟΜΟΣ ΣΕ ΑΣΠΡΟ-ΜΑΥΡΟ

“Season of the Devil” (Ang Panahon ng Halimaw) του Lav Diaz
“Season of the Devil” (Ang Panahon ng Halimaw) του Lav Diaz | Στιγμιότυπα ταινιών: © Giovanni D. Onofrio

Η τύχη θέλησε να μπει ο μπλόγκερ μας στην προβολή της ταινίας Season of the Devil (Ang Panahon ng Halimaw) του Lav Diaz και η τύχη θέλησε και να μην μπορεί να βγει.

Γεράσιμου Μπέκα

Καμιά φορά είναι καλύτερο να μην κάνεις σχέδια. Μπαίνω στο Μπερλινάλε Παλάστ, δείχνω και ξαναδείχνω την κάρτα διαπίστευσης και ανεβαίνω και ξανανεβαίνω σκάλες, ώσπου ένας ευγενικός νεαρός με κοντά γένια μού επισημαίνει ότι δεν μπορώ να μπω χωρίς εισιτήριο. Είναι παγκόσμια πρεμιέρα.
Εντάξει, τουλάχιστον το προσπάθησα, σκέφτομαι, και γυρίζω να φύγω, αποφασισμένος να πάω να πιω μπόλικο δωρεάν καφέ και στη συνέχεια να σπάσω πλάκα μ’ εκείνους που ξεροσταλιάζουν στα κάγκελα της περίφραξης έξω στο κρύο, μπας και δουν κάποιον διάσημο.

Η καλυτερη θεση

Δεν προφταίνω να κάνω μερικά βήματα και στέκεται ξαφνικά μπροστά μου ένας μικρόσωμος άντρας μιας κάποιας ηλικίας, με την αύρα του Γιόντα, και μου δίνει με συνωμοτικό ύφος ένα εισιτήριο. «Για δοκίμασε με αυτό» λέει. Γυρίζω πίσω στην είσοδο και πράγματι μου κάνουν νόημα να περάσω. Η εκδήλωση έχει κιόλας ξεκινήσει, μπορώ να καθίσω όπου θέλω, μου λένε, μόνον να βιαστώ. Το βλέμμα μου πέφτει σε μια σχεδόν άδεια σειρά καθισμάτων που έχει την καλύτερη θέα στην οθόνη. Η τύχη μοιάζει να είναι με το μέρος μου. Τα φώτα σβήνουν, η μουσική αρχίζει.
 
Στη σκηνή στέκεται μια παρουσιάστρια με πολύ αριστοκρατική αμφίεση και ανακοινώνει την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας του Lav Diaz Ang panahon ng halimaw/Season of the Devil. ‘Ως εδώ τα έχεις καταφέρει περίφημα, σκέφτομαι. Ύστερα μπαίνει στην αίθουσα ο Διευθυντής της Μπερλινάλε Dieter Kosslick, ακολουθούμενος από τον σκηνοθέτη Lav Diaz και το καστ της ταινίας που έχει έρθει στο Βερολίνο. Χειροκροτήματα. Χειροκροτήματα. Φτου! Κάθομαι στις θέσεις των συντελεστών της ταινίας. Το συνειδητοποιώ αρκετά γρήγορα, τους κάνω χώρο, αλλά βρίσκομαι περικυκλωμένος από το team. Η προβολή αρχίζει. Ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στο πρόγραμμα και διαπιστώνω ότι με περιμένουν 234 ολόκληρα λεπτά φιλιππινέζικου εμφυλίου σε άσπρο-μαύρο. SOS. Από πρεμιέρα ταινίας δεν σηκώνεσαι να φύγεις έτσι πριν τελειώσει η προβολή, πόσο μάλλον όταν οι περήφανες ηθοποιοί της κάθονται –εκεί που όντως δικαιωματικά κάθονται– δίπλα σου. Κάτι τέτοιο θα μου φαινόταν σούπερ αγένεια. Αλλά και 234 λεπτά;!

Φυση και βαναυσοτητα

Ο Diaz χαρακτηρίζει την καινούργια του ταινία «ροκ όπερα», εγώ πάλι βρίσκω ότι ο όρος «μιούζικαλ τρόμου» θα ήταν πιο ταιριαστός. Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου διαλογικά μέρη, οι ηθοποιοί τραγουδάνε κυρίως. Ο ποιητής ψάχνει τη γυναίκα του. Μνημειώδεις εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη. Άνθρωποι δολοφονούνται και ταπεινώνονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η βουή της φύσης, ηχητικό υπόβαθρο, πανταχού παρούσα. Όλοι οι γκρίζοι τόνοι χάνονται στο εκτυφλωτικό φως. Υπάρχει μόνο το μαύρο και το άσπρο. Μόνο τα παράσιτα και τα ζιζάνια μπορούν να αναμετρηθούν με την ανθρώπινη βαναυσότητα. Η βία δεν παρουσιάζεται ανάγλυφα, συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες ή με εκείνη τη φυσικότητα που προσιδιάζει σε μια κοινωνία εμφυλίου πολέμου και σε κάνει να σαστίζεις. Αυτές ακριβώς οι οικουμενικές σκηνές ανθρώπινης αυθαιρεσίας είναι που κάνουν την ταινία αφόρητη και την ίδια στιγμή τής προσδίδουν μια απίστευτη ακτινοβολία.