Συνέντευξη με τον Uwe Hinrichs
Multi-Kulti-Deutsch

Uwe Hinrichs
Uwe Hinrichs | © Uwe Hinrichs

Στο βιβλίο του Multi Kulti Deutsch [«Πολύ-πολιτισμικά Γερμανικά »] ο καθηγητής στο Ινστιτούτο Σλαβικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Λειψίας Uwe Hinrichs εξετάζει κατά πόσο οι γλώσσες των περίπου 16 εκατ. μεταναστών στη Γερμανία έχουν επηρεάσει την καθομιλουμένη. Ο καθηγητής μίλησε στο Goethe.de για την τάση απλοποίησης και το μέλλον της γερμανικής γλώσσας.

Κύριε Hinrichs, ερευνάτε εδώ και χρόνια την επιρροή που ασκούν στη γερμανική γλώσσα οι γλώσσες των μεταναστών, κυρίως τα τούρκικα, τα αραβικά, τα ρώσικα και οι γλώσσες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Γιατί η γλωσσολογία δεν ασχολήθηκε νωρίτερα με το θέμα αυτό;

Στη Γερμανία υπάρχει προφανώς ως προς το θέμα αυτό ένας ενδοιασμός, που εξηγείται ιστορικά, στο να βγάλει κανείς τις παρωπίδες και να δει τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν. Πολλοί επιστήμονες φοβούνται πως, αν περιγράψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις γλωσσικές συγκρούσεις και επαφές, θα κατηγορηθούν πως κάνουν διακρίσεις κατά των μεταναστών, πως τοποθετούνται κατά της μετανάστευσης. Επιπλέον ελάχιστοι άνθρωποι μιλούν ή καταλαβαίνουν τις εν λόγω γλώσσες, ενώ παράλληλα πολλές από τις γλώσσες αυτές, όπως τα τούρκικα ή τα ρώσικα για παράδειγμα, απέχουν τόσο από τη γερμανική, ώστε δεν μπορεί κανείς να τις μάθει εύκολα και γρήγορα.

Στο βιβλίο σας «Multi Kulti Deutsch» διαπιστώνετε μια τάση απλοποίησης σε ό,τι αφορά την καθομιλουμένη γερμανική. Γιατί αποδίδετε αυτή την αλλαγή κυρίως στην επιρροή των γλωσσών των μεταναστών;

Ο βασικός λόγος είναι η πολυγλωσσία, η χρήση δηλαδή δύο ή και περισσότερων γλωσσών στην καθημερινή ζωή. Όταν κυριαρχεί η πολυγλωσσία παραμερίζονται όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν είναι απαραίτητα για την απλή συνεννόηση. Κατά συνέπεια, η περίπλοκη γραμματική καταργείται και οι δομές της γλώσσας απλοποιούνται – όχι μόνο στα γερμανικά, παρεμπιπτόντως, αλλά και στις μητρικές γλώσσες των μεταναστών.

Τα γερμανικά γίνονται μια γλώσσα «φτωχή σε πτώσεις»

Τι καταργείται ή χάνει τη σημασία του;

Το καλύτερο και σημαντικότερο παράδειγμα είναι οι πτώσεις, που σιγά σιγά χάνονται. Οι πτώσεις συγχέονται – για παράδειγμα, στη φράση «wir fahren im Urlaub» χρησιμοποιείται δοτική αντί της ορθής αιτιατικής «wir fahren in den Urlaub», κάτι που στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «φεύγουμε στις διακοπές» αντί για «φεύγουμε για διακοπές». Ή «ich verspreche es ihn» («τον υπόσχομαι») αντί για «ich verspreche es ihm» [του υπόσχομαι]. Ύστερα, καταργούνται οι καταλήξεις των πτώσεων, π.χ. «das Haus von mein Vater» («το σπίτι του πατέρας») αντί «das Haus von meinem Vater» («το σπίτι του πατέρα»), ή «die Bedeutung Deutschland» («η σημασία της Γερμανία») αντί του «die Bedeutung Deutschlands» («η σημασία της Γερμανίας»). Κατ’ αυτό τον τρόπο όμως χάνεται και η εσωτερική συνοχή της φράσης: «Die Kinder spielen mit ein niedlichen Eisbär» [«τα παιδιά παίζουν ένα χαριτωμένο αρκουδάκι»] αντί για «einemniedlichen Eisbären» [«με ένα χαριτωμένο αρκουδάκι»]. Έτσι εξοικονομείται πολλή γλωσσική «ενέργεια», η οποία χρησιμοποιείται κάπου αλλού, π.χ. στο σχηματισμό νέων λέξεων.

Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι υπάρχει μια σαφής προκατάληψη απέναντι στα «Γερμανικά των μεταναστών», γιατί θεωρούνται χυδαία ή πολύ χαμηλού επιπέδου. Γιατί λοιπόν να υιοθετηθεί κάτι που δεν έχει καθόλου κύρος;

Κύρος αποκτά στην καθημερινή ζωή συνήθως αυτό που είναι χρήσιμο, αποτελεσματικό και δεν απαιτεί μεγάλο κόπο. Και αυτά τα γνωρίσματα τα έχουν συνήθως τα γλωσσικά μορφώματα που προκύπτουν από τη νέα φάση αλληλεπίδρασης της γερμανικής γλώσσας με τις πολλές γλώσσες των μεταναστών. Νομίζω πως οι τρόποι έκφρασης πολλών μεταναστών λειτουργούν εδώ ως κινητήρια δύναμη, κατά κάποιον τρόπο.

Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι τα Γερμανικά των μεταναστών θεωρούνται σήμερα «cool», ειδικά λόγω του αξάν τους;

Ο χονδροειδής ακρωτηριασμός των λέξεων και η λανθασμένη προφορά ασφαλώς και μπορεί να φανούν «cool», γιατί σηματοδοτούν μια αλληλεγγύη, την αίσθηση πως ανήκει κανείς σε μια ομάδα. Αυτό που δηλώνεται είναι ίσως: Είμαι χαλαρός και άνετος, πολιτισμικά ανοιχτός και όχι προσκολλημένος σε κάποιους άκαμπτους κανόνες. Πολλοί Γερμανοί νέοι μάλιστα μιμούνται την ξενική προφορά των μεταναστών, λένε, π.χ. isch αντί για ich [εγώ], για να δείξουν ότι ανήκουν κι αυτοί σε μια ιδιαίτερη ομάδα.

Όμως και τα Γερμανικά που μιλά ο μέσος Γερμανός σπανίως είναι σωστά!

Η πτώση του επιπέδου σε ό,τι αφορά την ανάγνωση σε συνδυασμό με κάποια συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα έχουν ως αποτέλεσμα να κάνουν και οι Γερμανοί συχνά γραμματικά λάθη. Πρόκειται για μία τάση που δυστυχώς γίνεται ολοένα πιο έντονη. Μια άλλη τάση αφορά τις γερμανικές διαλέκτους, που διεισδύουν στη γλώσσα των μεγαλουπόλεων (στη βερολινέζικη διάλεκτο, για παράδειγμα: «Ick nehm dir in‘n Arm!», «Θα σε πάρω αγκαλιά!»). Και τα δύο αυτά φαινόμενα εμφανίζουν συχνά ομοιότητες με την τρίτη τάση, την καθομιλουμένη των μεταναστών και μη μεταναστών δηλαδή, που αλλάζει μεν, αλλά η αλλαγή αυτή ανάγεται κυρίως στη γλωσσική επαφή και την πολυγλωσσία. Όλα αυτά δυστυχώς περιπλέκουν την κατάσταση. Είναι ωστόσο σημαντικό να γίνεται η διάκριση μεταξύ των τριών εξελίξεων στη γερμανική γλώσσα.

Να γίνει αντιληπτή η γλωσσική αλλαγή

Μπορεί και πρέπει να επηρεαστεί η μελλοντική εξέλιξη της γερμανικής γλώσσας;

Δεν μπορεί να επηρεαστεί «εκ των άνω», και αν ναι, τότε σε πολύ μικρό βαθμό (για παράδειγμα, μέσω μιας μέριμνας για τη γλώσσα ή μιας γλωσσικής πολιτικής). Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να παρουσιαστεί αυτή η εξέλιξη στο σχολείο, μέσω παραδειγμάτων, ούτως ώστε να γίνει αντιληπτή. Έτσι θα υπάρξει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση απέναντι στις διαφορετικές «καταγραφές» της γερμανικής γλώσσας και θα αποφευχθεί μια ανεξέλεγκτη εξέλιξη.

Θα μπορούσατε μήπως να κάνετε μια σύντομη πρόγνωση για τη γερμανική γλώσσα στο μέλλον; Οι άνθρωποι που θα μαθαίνουν Γερμανικά σε 30 χρόνια, θα…

… μαθαίνουν ότι η προφορική χρήση της γλώσσας μπορεί να αποκλίνει έντονα από τη γραμματική του γραπτού λόγου. Ότι δεν υπάρχει μία μόνο εκδοχή μιας γραμματικής κατηγορίας ή ενός μορφήματος. Και θα καταλάβουν μιλώντας τη γλώσσα ότι πολλά «λάθη» δεν γίνονται αντιληπτά ως τέτοια, ούτε τους διορθώνουν όταν τα κάνουν. Κυρίως, όμως, δεν θα παιδεύονται πια με τις πτώσεις.