Απ’ το καβαλέτο στο Μέτωπο
«1914. Οι πρωτοπορίες στη μάχη»

Εκατό χρόνια μετά από την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου επιχειρείται ένας αναστοχασμός γύρω απ’ το θέμα αυτό, που εκφράζεται μέσα από ένα πλήθος νέων εκδόσεων, εκθέσεων, εκδηλώσεων. Μια μεγάλη έκθεση στην Πινακοθήκη Bundeskunsthalle της Βόννης καταγίνεται με το ερώτημα, κατά πόσον η «πρωταρχική καταστροφή» του 20ού αιώνα επέφερε ριζικές αλλαγές και στην Τέχνη

Ο Uwe M. Schneede, επιμελητής της έκθεσης και πρώην διευθυντής της Αίθουσας Kunsthalle του Αμβούργου, επέλεξε 300 έργα ζωγραφικής, γλυπτά και σχέδια, που αποτυπώνουν τα συναισθήματα των καλλιτεχνών απέναντι στον πόλεμο: μια διαίσθηση ότι είναι προ των πυλών, μια επιθυμία ή έναν φόβο. Επίσης, πώς τον βίωσαν –στο Μέτωπο, στην εξορία ή στο στρατιωτικό νοσοκομείο– και πώς καταγράφηκαν αυτές οι συναισθηματικές αντιδράσεις μέσα στην τέχνη τους. 

Ο πόλεμος – μια περιπέτεια της πρωτοπορίας;

Ήδη πολύ πριν πέσουν οι σφαίρες στο Σεράγεβο το καλοκαίρι του 1914, ο Πόλεμος και η Αποκάλυψη δίνουν τον παρόν στην Τέχνη: στο γύρισμα του αιώνα, ο Alfred Kubin εκτυλίσσει τις σουρεαλιστικές του φαντασιώσεις για τον πόλεμο, ο Ludwig Meidner ζωγραφίζει από το 1910 αστικά τοπία που καταρρέουν μέσα στις φλόγες, ενώ δυο χρόνια αργότερα ο Wassily Kandinsky φιλοτεχνεί το προγραμματικό έργο Κατακλυσμός ΙI.

Η αίσθηση ότι βρίσκονται επάνω ακριβώς στο γύρισμα μιας εποχής, ένωνε όλους τους καλλιτέχνες της περιόδου του εξπρεσιονισμού, που νοσταλγούσαν το τέλος ενός «υλισμού υπερεκχειλίζοντος» (Max Liebermann) ή ένα νέο «βασίλειο του πνεύματος» (Wassily Kandinsky). Ο ίδιος λόγος έκανε τον Franz Marc να χαρακτηρίσει το ξέσπασμα του πολέμου σημάδι μιας «μεγάλης δόνησης», που για χάρη της «αξίζει να ζει κανείς και να πεθαίνει». Ακόμα κι ο Max Beckmann είπε στην αρχή πως «δεν θα ΄ταν καθόλου άσχημα για τον μαραζωμένο πολιτισμό μας, να βρεθεί πάλι κάτι ενδιαφέρον να μαγέψει τα ένστικτα και τις ορμές μας». Ο ίδιος πρόσφερε τις υπηρεσίες του στις πρώτες βοήθειες και ζωγράφιζε παράλληλα όλη τη φρίκη που έβλεπε στα πεδία της μάχης: κατακερματισμένα σώματα, θύματα αερίων που παλεύουν να πάρουν ανάσα, ανθρώπους σε απόλυτη διασάλευση. Αυτή η επικίνδυνη ζεύξη του κλονισμού και της έμπνευσης τον έκαναν να γράψει τον Απρίλιο του 1915 στη γυναίκα του, Μίνα: «Η Τέχνη μου βρίσκει φαΐ εδώ πέρα».

Διεθνής καλλιτεχνική σκηνή – εθνικιστική πολεμική ευφορία

Αν και σήμερα είναι πια σαφές ότι δεν υποδέχτηκαν όλοι οι Γερμανοί με ενθουσιασμό τον πόλεμο, ωστόσο ειδικά οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς στο «Πνεύμα του 1914». Ο Otto Dix, ο Ernst Ludwig Kirchner, ο Erich Heckel και ο Franz Marc κατατάχτηκαν οικειοθελώς στο στρατό, ενώ ο Ernst Barlach, ο Franz von Stuck και ο Max Liebermann συμμετείχαν στην πατριωτική προπαγάνδα. Στη Γαλλία και στη Ρωσία κυκλοφόρησαν έντυπα γραφικά του Kasimir Malewitsch, του Wladimir Majakowski και του Raoul Dufy, ενώ οι Ιταλοί φουτουριστές εξύμνησαν τον πόλεμο ως την «μοναδική υγιεινή στάση στον κόσμο». Καλλιτέχνες με άριστες διεθνείς διασυνδέσεις και στενούς φιλικούς δεσμούς μεταξύ τους έγιναν εχθροί απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Η στάση απέναντι στον πόλεμο κατέστρεψε φιλίες και έφερε πολλούς καλλιτέχνες στα όριά τους. Πώς ένιωθαν άραγε καλλιτέχνες όπως ο August Macke ή ο Franz Marc πηγαίνοντας στον πόλεμο κατά της Γαλλίας;

Οδύνη, κατάρρευση, θάνατος

Αυτός ο πόλεμος, που –μεταφορικά έστω– τον αποζήτησαν πολλοί, αποδείχτηκε γρήγορα πως δεν ήταν παρά μια ανελέητη, βιομηχανοποιημένη μηχανή θανάτου που επρόκειτο να πάρει τη ζωή 17 εκατομμυρίων ανθρώπων, κι ανάμεσά τους πολλών νεαρών καλλιτεχνών: ο August Macke, ο Franz Marc, ο Albert Weisgerber, ο Waldemar Rösler, ο Hermann Stenner και πολλοί ακόμα δεν επέστρεψαν ποτέ. Όσοι επέζησαν αποτύπωσαν την καταστροφή, τις πληγές και το θάνατο σε συγκλονιστικά σχέδια. Ο Erich Heckel, ο Max Slevogt, ο Hans Richter και ο Otto Dix κατέγραψαν στα έργα τους όσα το ΄φεραν οι περιστάσεις να δουν και να ζήσουν από κοντά. Ωστόσο: είναι δυνατόν ν’ αποτυπώσει κανείς πραγματικά τη φρίκη στο πεδίο της μάχης; Ο Felix Vallotton ζωγράφισε τοπία χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Ο George Grosz ξέσπασε το θυμό του σε γκροτέσκα γκράφιτι. Ο Wilhelm Lehmbruck κατέγραψε τις εμπειρίες της κατάρρευσης και του αδιεξόδου στην ανατομία του μεγαλειώδους του Πεσόντος. Τέλος, ο Ernst Ludwig Kirchner έφτιαξε το πορτρέτο του με στολή, πρόσωπο άδειο σαν μάσκα κι ένα αιμάσσον ακρωτηριασμένο χέρι: έναν ζωγράφο, που η αχαλίνωτη βαρβαρότητα του πολέμου τον έκανε να μην μπορεί πια να ζωγραφίζει. Μήπως ο πόλεμος έφερε και το τέλος της Τέχνης;

Πίσω στο ατελιέ

Τόσο αυτοί που κουβαλούσαν το τραύμα του πολέμου, όσο και εκείνοι που πρόλαβαν να διαφύγουν πριν ξεσπάσει, αποφάσισαν να ξεκινήσουν πάλι. Το 1915 ο Max Beckmann φτιάχνει το πορτρέτο του. Έχει ξαναπάρει τη θέση του μπροστά στο καβαλέτο, φορώντας ακόμα τη στολή του τραυματιοφορέα. Αποστρέφει το βλέμμα του απ’ τον πόλεμο και κοιτάζει έξω απ’ το κάδρο: Τίποτα δεν είναι πια όπως ήταν. 

Στη Ζυρίχη γεννιέται το κίνημα Νταντά – μια αντι-τέχνη, που τρομάζει τους αστούς χλευάζοντας ό,τι ήταν κάποτε ιερό και όσιο. Η Τέχνη κατεβαίνει από το βάθρο της: ο Marcel Duchamp εκθέτει στα μουσεία αντικείμενα της καθημερινότητας, που τα ανακηρύσσει σε αντικείμενα τέχνης. Ο Malewitsch ζωγραφίζει το μαύρο του τετράγωνο, ορίζοντας έτσι το όριο-μηδέν της ζωγραφικής.

Τι συνέβη λοιπόν; Λειτούργησε πράγματι ο πόλεμος ως καταλύτης για την Τέχνη; Η δυναμική της εκμηδένισης ενέπνευσε πράγματι τις δυνάμεις της δημιουργίας; Τέτοια ερωτήματα δεν έχουν βάση: οι πρωτοπορίες είχαν δώσει ήδη πριν απ’ τον πόλεμο τις δικές τους «μάχες στο χρώμα και στην πέτρα» (Max Pechstein).