Η Claudia Schmölders στην Αθήνα
Διαβάζοντας τα πρόσωπα

Ουρανός πάνω από το Μεταξουργείο
Ουρανός πάνω από το Μεταξουργείο | © Lia Goudousaki/ Goethe-Institut Athen

Διαβάζονται τα πρόσωπα; Ο Σωκράτης, ένας άνθρωπος με μάλλον μικρά μάτια και σαρκώδη χείλη, ισχυριζόταν πως όχι. Ο συγκαιρινός του Ζώπυρος, φυσιογνωμιστής της Αρχαιότητας, τον θεωρούσε πάρα πολύ αισθησιακό. Ο Σωκράτης τού έδινε δίκιο, ισχυριζόταν ωστόσο ότι με την αρετή του νίκησε αυτό που το πρόσωπό του δείχνει σε πρώτη ματιά. Η Claudia Schmölders περιγράφει φυσιογνωμίες ανθρώπων και κτιρίων της Αθήνας.

Το περίφημο «Μίλα, για να σε δω», έγινε σήμα κατατεθέν του Σωκράτη. Ωστόσο η ρήση αυτή κατέληξε να εκφράζει την εξαίρεση. Πράγματι, λίγα κείμενα έχουν να επιδείξουν μια τόσο μακρά και τέτοιας εμβέλειας παράδοση, όσο η Φυσιογνωμική, έργο της Αριστοτελικής Σχολής ή, ίσως, και του ίδιου του Αριστοτέλη. Πώς όμως η τέχνη αυτή, του «διαβάζειν τα πρόσωπα» εξελίχτηκε σε επιστήμη; Πρέπει πράγματι να σπουδάσει κανείς κάτι που φαίνεται με πρώτη ματιά; Μάλλον όχι. Αυτό που εκπέμπει μια φυσιογνωμία θλιμμένη ή χαρούμενη, περήφανη ή πανούργα, μπορεί να το καταλάβει καθένας, παντού, σ’ όλο τον κόσμο. Αλίμονο να μην ήταν άλλωστε έτσι, διότι αλλιώς, πώς θα καταλάβαιναν οι γονείς τη μιμική του μωρού τους όταν νιώθει αδιάθετο;

Ανομοιομορφία στα πρόσωπα και στα κτίρια

Όμως σήμερα δεν ζούμε σε μια κοινωνία “face to face”, ζούμε στον κόσμο των μέσων. Όποιος παρακολούθησε τις ειδήσεις από την Ελλάδα τα τρία τελευταία χρόνια, είχε τη δυνατότητα να βλέπει σε καθημερινή βάση ελληνικά πρόσωπα στην τηλεόραση: νέους ανθρώπους, εξαγριωμένους, λυπημένους, άρρωστους, σπάνια υγιείς, όμορφους, νέους – ανάλογα με το ποια κατηγορία διαδήλωνε εκείνη τη στιγμή και η κάμερα την έβρισκε ενδιαφέρουσα. Βέβαια οι συνταξιούχοι έχουν άλλο παρουσιαστικό απ’ τους φοιτητές, άλλο ντύσιμο, άλλες χειρονομίες. Το ίδιο διαφέρουν οι κρατικοί υπάλληλοι από τους εργάτες, τους υπαλλήλους από τους μετανάστες. Όπως και να ΄ναι, εμείς οφείλουμε να εμπιστευόμαστε την εικόνα στην οθόνη μας, σαν να τους βλέπαμε αυτούς τους ανθρώπους ζωντανά μπροστά μας, σαν να μην ήταν δυνατόν να είναι παραποιημένες οι εικόνες αυτές ούτε προς το πιο ωραίο, ούτε προς το πιο άσχημο και τούτο, παρότι ο κόσμος των μέσων δίνει ολοένα μεγαλύτερο δικαίωμα στην εξαπάτηση, πράγμα που ο κόσμος αντιλαμβάνεται ολοένα περισσότερο.

Όποιος λοιπόν επισκεφθεί την Ελλάδα και βγει έναν περίπατο στην Αθήνα, θα δει βέβαια τα ίδια πρόσωπα – και μάλιστα εντυπωσιακά πολλούς νέους σε ηλικία άνδρες με γκρίζα ή άσπρα μαλλιά –, ωστόσο η γενική εικόνα είναι ανάμικτη. Μπαίνεις στο μετρό και βλέπεις νέους και γέρους, γερούς κι αρρώστους, ανθρώπους σε κατάσταση τρέλας, κλεισμένους στον εαυτό τους, και πάντως στριμωγμένους στα βαγόνια που είναι φίσκα. Η κοινωνία αυτή προσφέρει μια εικόνα πιο σύνθετη απ’ ότι το μετρό ή το τραμ του Βερολίνου, όπου επίσης βλέπει κανείς μεγάλες διαφορές, ανάλογα με την ώρα. Είναι άραγε έτσι και στην Αθήνα; Μπαίνω ένα απόγευμα, καθημερινή, στην καθώς πρέπει γραμμή 1 προς Μαρούσι, η οποία περνάει από σταθμούς επίσης πολύ καθώς πρέπει, πεντακάθαρους. Κι όμως: το θέαμα των σπιτιών απ’ το παράθυρο στη διάρκεια της διαδρομής, παρουσιάζει την ίδια ανομοιογένεια: σπίτια παλιά και καινούργια, μισοερειπωμένα και περιποιημένα, ωραία και άσκημα. Όλο και αλλάζει η εικόνα, σαν σκηνικό θεάτρου, κι αναρωτιέσαι: Τι είδους νόμοι αποσύνθεσης επικρατούν εδώ πέρα; Γιατί εδώ που τα λέμε, και το κέντρο της πόλης έφτασε να μοιάζει με πάτσγουορκ – η Πλάκα για παράδειγμα. Ξαφνικά κι εκεί που δεν το περιμένεις, πέφτεις επάνω σε σχεδόν πολυτελείς κατοικίες δίπλα σε σπίτια ερειπωμένα, σφραγισμένα, σαν μουτζουρωμένα με γκράφιτι (αν είσαι ξένος και δεν ξέρεις τη γλώσσα να τα διαβάσεις) ή μεταμφιεσμένα μ’ έναν τρόπο μαγικό, αν η εικόνα μιλάει από μόνη της.

«Μέκκα της Street Art»

Η Liz Alderman, οικονομική ανταποκρίτρια των New York Times στην Ευρώπη, περιέγραψε πρόσφατα τα ελληνικά γκράφιτι ως τη «Μέκκα της Street Art» παγκοσμίως. Δεν έχει κι άδικο. Από τότε που ξέσπασε η κρίση, οι Έλληνες sprayers, άνεργοι κατά τ’ άλλα, έχουν θέλοντας και μη άφθονο χρόνο, με αποτέλεσμα κάτι γιγαντιαίων διαστάσεων εικόνες που τις ζωγραφίζουν τη νύχτα, συνήθως ανενόχλητοι από την Αστυνομία, καταλαμβάνοντας καμιά φορά ολόκληρες προσόψεις. Παρά τη μιζέρια που γέννησε αυτήν τη τέχνη, οφείλει κανείς να εκφράσει το θαυμασμό του για το πόσο ταιριάζει στην εποχή των μέσων, που έμελλε να τη γεννήσει. Yπάρχει βέβαια και μια περίεργη προϊστορία στην ίδια την ελληνική τέχνη. Κάποιοι φιλέλληνες με άψογη παιδεία θυμούνται τον καυγά που κρατάει εδώ και αιώνες σχετικά με τα αγάλματα και τους ναούς της Αρχαιότητας. Ήταν, αλήθεια, τα λίθινα τεκμήρια αυτής της υψηλής τέχνης όλα λευκά ή ζωγραφισμένα – έστω με φυσικές χρωστικές; Στο έξοχο, νέο Μουσείο της Ακρόπολης υπάρχουν ορισμένα αντίγραφα, τα οποία δείχνουν πώς ενδεχομένως ήταν τα έργα αυτά με χρώμα. Μερικοί εκλεπτυσμένοι πολίτες, παθιασμένοι λάτρεις των λευκών, σιωπηλών μορφών του Παρθενώνα ή άλλων ναών, αρνούνται να φανταστούν καν αυτή την εκδοχή των ζωγραφισμένων αγαλμάτων, τα οποία ταιριάζουν ωστόσο, επίσης, μια χαρά στα ευρωπαϊκά πάρκα όπου βρέθηκαν ως λάφυρα. Σχεδόν μπορεί να πει κανείς ότι ειδικά η απουσία χρώματος και ποικιλμάτων ήταν το στοιχείο που συνέβαλε στην σχεδόν επιδημική διάδοση αυτού του είδους της λαφυραγωγημένης τέχνης. Κατά συνέπεια, θα έπρεπε ίσως και να συγχαρούμε τους Έλληνες, που ζητούν τώρα να τους επιστραφούν τα έργα αυτά, αποφασισμένοι επιπλέον να μην επιτρέψουν πια να κλαπεί το παραμικρό έργο τέχνης.