Για τον θάνατο του Μίχαελ Μπάλχαους
«Η Σχολη μου ηταν το σινεμα »

Στις 12 Απριλίου 2017 ο Μίχαελ Μπάλχαους, ο διευθυντής φωτογραφίας που έγραψε ιστορία στον κινηματογράφο, πέθανε σε ηλικία 81 χρόνων στη γενέτειρά του το Βερολίνο. Στη Μπερλινάλε του 2016 του είχε απονεμηθεί η τιμητική Χρυσή Άρκτος. Το Goethe.de είχε μιλήσει τότε μαζί του για την ασυνήθιστη καριέρα του.

Κύριε Μπάλχαους, το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου θα σας απονείμει το 2016 την τιμητική Χρυσή Άρκτο για το σύνολο του έργου σας. Τι σημαίνει για σας αυτή η διάκριση;
 

Έχει μεγάλη αξία για μένα, γιατί είμαι εδώ και 40 χρόνια πολύ δεμένος με την Μπερλινάλε. Χαιρόμουν πάντοτε πολύ όταν κάποια από τις ταινίες που είχα δουλέψει συμμετείχε στο Φεστιβάλ. Αυτή η τιμητική διάκριση είναι για μένα το επιστέγασμα της ενασχόλησης και αφοσίωσής μου στην Μπερλινάλε.
  
Είστε ο πρώτος διευθυντής φωτογραφίας που του απονέμεται αυτό το βραβείο. Σε αντίθεση με τους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες, οι διευθυντές φωτογραφίας στη Γερμανία σπανίως προσελκύουν τα φώτα της δημοσιότητας. Στη δική σας περίπτωση, όμως, δεν είναι έτσι. Υπάρχει ένα σημείο στη σταδιοδρομία σας, στο οποίο αντιληφθήκατε ότι σας ξέρει και σας παρακολουθεί και ένα ευρύτερο κοινό;
 
Νομίζω πως αυτό ξεκίνησε όταν τη δεκαετία του ’80 γύριζα ταινίες στην Αμερική με τον Μάρτιν Σκορσέζε και άλλους. Το να πάει ένας Γερμανός στις ΗΠΑ και να δουλέψει στον κινηματογράφο σημαίνει κάτι. Άλλωστε τότε δεν ήταν πολλοί οι Γερμανοί που έκαναν αυτού του είδους την καριέρα στο αμερικανικό σινεμά.

Ο σεβασμός του επαγγέλματος παίζει σημαντικό ρόλο

Στην αυτοβιογραφία σας «Bilder im Kopf» [Εικόνες στο μυαλό] γράφετε ότι όταν ήσαστε παιδί δεν είχατε δει σχεδόν καθόλου ταινίες. Οι γονείς σας ήταν θεατρικοί ηθοποιοί και έστησαν ένα μικρό θέατρο στο οποίο ύστερα εσείς κάνατε τα πρώτα σας βήματα ως φωτογράφος. Το θέατρο υπήρξε σημαντικό σχολείο για τη μετέπειτα δουλειά σας;
 
Ναι, οπωσδήποτε. Στο θέατρο έμαθα πόσο σημαντικό είναι το επάγγελμα του ηθοποιού και με πόση ευαισθησία πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς τους ηθοποιούς. Αυτός ο μεγάλος σεβασμός που τρέφω για το συγκεκριμένο επάγγελμα έπαιξε σπουδαίο ρόλο, γιατί αυτό το νιώθει και ο ηθοποιός μπροστά στην κάμερα.
 
Η επιθυμία να γίνετε οπερατέρ σάς γεννήθηκε όταν παρακολουθήσατε τα γυρίσματα της ταινίας του Μαξ Οφίλς «Λόλα Μοντές» (1955), μιας από τις πιο εξτραβαγκάντ ταινίες της δεκαετίας του ’50. Στη συνέχεια, ολοκληρώσατε έναν κύκλο σπουδών φωτογραφίας και δουλέψατε για μερικά χρόνια ως οπερατέρ στην τηλεόραση. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 γυρίσατε την πρώτη κινηματογραφική σας ταινία, ενώ παράλληλα εργαζόσασταν ως καθηγητής στη Γερμανική Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Βερολίνου (dffb). Ωστόσο, δεν σπουδάσατε ποτέ κινηματογράφο.
 
Όχι, για μένα σχολή κινηματογράφου ήταν το ίδιο το σινεμά. Από ένα σημείο κι ύστερα πήγαινα πολύ συχνά στον κινηματογράφο. Κάποιες ταινίες τις έβλεπα μάλιστα πολλές φορές – την Περιφρόνηση του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ας πούμε, την είδα σίγουρα οκτώ φορές! Υπήρχαν τόσο καταπληκτικά πράγματα εκεί μέσα, που ήθελα πάση θυσία να καταλάβω πώς τα έκανε ο διευθυντής φωτογραφίας Ραούλ Κουτάρ. Ένα άλλο πρότυπο ήταν για μένα ο Σβεν Νύκβιστ, ο διευθυντής φωτογραφίας του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. «Φωτογράφιζε» τόσο υπέροχα τα μάτια των ανθρώπων. Τα μάτια ήταν για μένα πάντα πολύ σημαντικά: το παράθυρο της ψυχής.

Motion is emotion


Εκτός από τον Σκορσέζε, το όνομά σας συνδέεται κυρίως με τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Τη δεκαετία του ’70 γυρίσατε μαζί 15 ταινίες...
 
Το να δουλεύεις με τον Φασμπίντερ ήταν σχολείο ‒ απαιτητικό μεν, αλλά καλό σχολείο. Έμαθα πολλά. Και, πάνω απ’ όλα, αν έχεις καταφέρει να συνεργαστείς με τον κύριο Φασμπίντερ, τότε θα μπορέσεις να συνεργαστείς με κάθε σκηνοθέτη! Γιατί ήταν λιγάκι δύσκολος...
 
Για την ταινία του Φασμπίντερ «Martha» (1974) [ελλ. τίτλος: Γυμνή μπροστά στο δολοφόνο] επινοήσατε το περίφημο τράβελινγκ των 360 μοιρών, το οποίο έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου ως «ο κύκλος του Μπάλχαους». Ήδη από τις πρώτες ταινίες σας, κάνουν εντύπωση οι κομψές κινήσεις της κάμερας.
 
Οι κινήσεις της κάμερας ήταν για μένα εξαρχής πολύ σημαντικές. Εγώ πιστεύω στο ρητό «motion is emotion» [κίνηση σημαίνει συναίσθημα]. Όταν κινείς την κάμερα προκαλείς ένα συναίσθημα στο θεατή.
 
Από την αρχή της δεκαετίας του ’80 δουλέψατε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις ΗΠΑ σας αντιμετώπιζαν ως έναν «Γερμανό διευθυντή φωτογραφίας»;
 
Οι σκηνοθέτες πίστευαν πράγματι ότι έχω μια άλλη ματιά στα πράγματα απ’ ό,τι οι Αμερικανοί συνάδελφοί μου. Κι αυτό το μου το έλεγαν ως κάτι το θετικό. Επίσης, είχα το θάρρος να δουλεύω πολύ γρήγορα και με μικρά budget. Η πρώτη μου ταινία για τον Σκορσέζε, το Μετά τα Μεσάνυχτα, είχε budget που δεν ξεπερνούσε τα 4 εκατ. δολάρια κι έπρεπε να γυριστεί μέσα σε 40 νύχτες. Επρόκειτο για συνθήκες τις οποίες ο Σκορσέζε είχε να αντιμετωπίσει από τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο. Του είπα λοιπόν: «Μάρτυ, πρέπει κάθε νύχτα να γυρίζουμε 15 πλάνα. Εγώ μπορώ να το κάνω, το έχω κάνει με τον Φασμπίντερ!»

 Μου αρέσουν πολύ οι συναισθηματικές ιστορίες

Με τον Σκορσέζε κάνατε επτά ταινίες, μεταξύ των οποίων τις γκανγκστερικές «Τα καλά παιδιά» (1990), «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης» (2002) και «Ο πληροφοριοδότης» (2006). Υπάρχει κάποια από αυτές που σας αρέσει ιδιαίτερα;
 
Ναι, υπάρχει: Τα χρόνια της αθωότητας του 1993. Είναι η αγαπημένη μου ταινία.
 
Ένα μελόδραμα βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα της Ίντιθ Γουόρτον: Η ιστορία μιας αγάπης που λήγει άδοξα λόγω των κοινωνικών συμβάσεων...
 
Αυτού του είδους οι συναισθηματικές ιστορίες μού αρέσουν πολύ. Είχαμε ένα πολύ καλό σενάριο και υπέροχες δυνατότητες: Φανταστικούς ηθοποιούς όπως η Μισέλ Φάιφερ, η Γουινόνα Ράιντερ και ο Ντάνιελ Ντέι Λούις. Το ίδιο και οι χώροι γυρισμάτων και τα ντεκόρ ήταν ονειρεμένα. Τότε, στη Γερμανία δεν θα μπορούσαμε να γυρίσουμε κάτι παρόμοιο.
 
Η ταινία διακρίνεται για τα πληθωρικά πλάνα και τις συνθέσεις μεγάλης ακρίβειας.
 
Ναι, όπως και ο Φασμπίντερ, έτσι κι ο Σκορσέζε είναι ένας οπτικός σκηνοθέτης. Οι ιδέες του για το πώς θα γυριστεί το κάθε πλάνο είναι δουλεμένες μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Κι εγώ υλοποιούσα με μεγάλη χαρά αυτές τις ιδέες. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πάντα μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην περιγραφή μιας εικόνας και στο να την υλοποιήσεις.
 
„The Age of Innocence“, Trailer | © Sony Pictures (Youtube.com) 

Έχω γυρίσει πολλές υπέροχες ταινίες

 
Τη Μισέλ Φάιφερ την γνωρίζατε ήδη από τις «Σχέσεις πάθους» (1989)…
 
Αυτή ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία για μένα. Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης Στιβ Κλόουβς δεν ήταν καθόλου οπτικός. Αφού διάβασα το σενάριο, του είπα πώς φανταζόμουν την ταινία. Κι εκείνος μου είπε: «Τότε κάν’ την έτσι, ακριβώς έτσι!» Είχα πλήρη ελευθερία κινήσεων με τις εικόνες. Κι αυτό μου άρεσε φυσικά πολύ.
 
Υπάρχει μια μαγική στιγμή στην ταινία, όταν η κάμερα κάνει έναν κύκλο γύρω από τη Μισέλ Φάιφερ, που είναι ξαπλωμένη σε ένα πιάνο με ουρά και τραγουδάει.
 
Ναι, εκείνη η περιστροφή των 360 μοιρών γύρω απ’ τη Μισέλ... Όταν διάβαζα το σενάριο, σκέφτηκα αμέσως ότι σ’ εκείνο το σημείο πρέπει να δοθεί η αίσθηση της ερωτικής πράξης – ότι η κάμερα πρέπει να κάνει έναν πλήρη κύκλο γύρω της! Έτσι, το πρότεινα στον Στιβ κι εκείνος ενθουσιάστηκε. Η Μισέλ ήταν εξαιρετική, γι’ αυτό και η σκηνή είναι από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας της.
 
Έχετε δουλέψει με πολλούς σκηνοθέτες, μεταξύ αυτών με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, τον Φόλκερ Σλέντορφ και τον Βόλφγκανγκ Πέτερσεν. Δεν σκεφτήκατε ποτέ να σκηνοθετήσετε ο ίδιος μια ταινία;
 
Κάποια στιγμή είχα πράγματι βρει μια ιστορία που με ενδιέφερε πολύ – τη ζωή της Λότε Λένια. Ασχολήθηκα χρόνια με αυτό το εγχείρημα, το οποίο στο τέλος απέτυχε εξαιτίας ενός Γερμανού τηλεοπτικού συντάκτη. Αλλά εντάξει, δεν πειράζει, έχω γυρίσει πολλές υπέροχες ταινίες. Μια ταινία σαν Τα χρόνια της αθωότητας πιθανότατα δεν θα ενδιαφέρονταν να τη γυρίσουν πια σήμερα τα κινηματογραφικά στούντιο. Εγώ είχα την τύχη να είμαι διευθυντής φωτογραφίας σε μια εποχή όπου ο κινηματογράφος ήταν πλούσιος ως προς το περιεχόμενο.   
 
Σημείωση της σύνταξης: Η συνέντευξη με τον Μίχαελ Μπάλχαους έγινε τον Ιανουάριο του 2016