Η μεγάλη κρίση
Γιατί η Αθήνα της κρίσης συγκινεί;

«Σκηνές από την πόλη»
«Σκηνές από την πόλη» | Foto: Yiannis Ampatziadis / Goethe-Institut Athen

Εκδόσεις, ομάδες πολιτών, διαδικτυακές συντροφιές, πρωτοβουλίες, εκδηλώσεις ... «Δεν θυμάμαι άλλη περίοδο που η πόλη αυτή κατάφερνε να συνεγείρει τόσο πολύ. Αυτό που συμβαίνει σήμερα με την Αθήνα δεν το είδαμε ούτε στην περίοδο των Ολυμπιακών όπου δίπλα στην ελπίδα και στη συλλογική δουλειά συμπορεύτηκαν η καχυποψία και η συνειδητή αποχή.» Ο Δημήτρης Ρηγόπουλος μοιράζεται μαζί μας μερικές σκέψεις για το αυξημένο ενδιαφέρον των πολιτών σήμερα για την ελληνική πρωτεύουσα.

Εκδόσεις, ομάδες πολιτών, διαδικτυακές συντροφιές, πρωτοβουλίες, εκδηλώσεις ... Δεν θυμάμαι άλλη περίοδο που η πόλη αυτή κατάφερνε να συνεγείρει τόσο πολύ. Αυτό που συμβαίνει σήμερα με την Αθήνα δεν το είδαμε ούτε στην περίοδο των Ολυμπιακών όπου αντίθετα από ότι, ίσως θα περίμενε κανείς, δίπλα στην ελπίδα και στη συλλογική δουλειά συμπορεύτηκαν η καχυποψία και η συνειδητή αποχή.

Πώς γίνεται λοιπόν και σήμερα, που κατά γενική ομολογία η πόλη βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης, να εμπνέει τόσες πρωτοβουλίες πολιτών, διαδικτυακές ομάδες, εθελοντικές συμμαχίες, εκδοτικές προσπάθειες, ιδιωτικές χορηγίες που σπεύδουν να συμπληρώσουν τα κενά που αφήνει πίσω η αδυναμία της κεντρικής διοίκησης να υποστηρίξει οικονομικά δυναμικά project μικρότερων ή μεγαλύτερων αστικών αναπλάσεων; Πώς να εξηγήσουμε αυτήν τη γοητευτική αντίφαση; Θα επιχειρήσω να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις με την υπόσχεση ότι θα είμαι σύντομος και ότι δεν θα σας κουράσω.

Τρεις αλλαγές

Κατά τη γνώμη μου συμβαίνουν εκ παραλλήλου τρεις βασικές αλλαγές στο σώμα της κοινωνίας που τροφοδοτούν το ενδιαφέρον για την Αθήνα και την αστική αυτογνωσία. Η πρώτη είναι άσχετη με το τι περνάει η χώρα τα τελευταία τρία χρόνια, οι άλλες δύο, όμως, συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Οι σημερινοί σαραντάρηδες και πενηντάρηδες που ζουν στην Αθήνα είναι κατά τεκμήριο γεννημένοι εδώ. Ακόμα και όσοι δεν έχουν γεννηθεί στην Αθήνα την έχουν επιλέξει ως τόπο κατοικίας, δεν κατέφυγαν εδώ για λόγους ανάγκης. Αυτή η δημογραφική εξέλιξη αποτελεί μια σιωπηρή αλλά τεράστιων διαστάσεων ποιοτική αλλαγή που εξηγεί την εμπλοκή όλο και περισσότερων Αθηναίων, εντός ή εκτός εισαγωγικών, είτε σε πρωτοβουλίες φιλοαθηναϊκού χαρακτήρα είτε σε παρεμβάσεις στη δημόσια σφαίρα κι εδώ συμπεριλαμβάνουμε πλέον και τα κοινωνικά δίκτυα στο Ιντερνετ. Η απουσία σημείου συναισθηματικής αναφοράς στην περιφέρεια, σε κάποιο χωριό ή τόπο καταγωγής, επενδυμένο με νοσταλγία και μια τραυματική αίσθηση μόνιμης απώλειας, δημιουργεί σημαντικές ψυχολογικές μετατοπίσεις στο εσωτερικό πολλών από εμάς. Η όποια «νοσταλγία» δεν αφορά πλέον το «χωριό» ή το «νησί» αλλά την Αθήνα των παιδικών μας χρόνων, την Αθήνα της εφηβείας και της πρώτης νεότητας. Οι Αθηναίοι αναζητούν το «όνειρο» μέσα στην πόλη τους κι όχι σε παλιές, κιτρινισμένες φωτογραφίες. Ας το κρατήσουμε αυτό.

Δεύτερη διαπίστωση: η σκιά της κρίσης πάνω στη σχέση μας με την Αθήνα. Μάλλον δεν θα το ακούσετε σήμερα για πρώτη φορά αλλά οι κρίσεις, στο περιθώριο μικρότερων ή μεγαλύτερων καταστροφών, απελευθερώνουν εσωτερικό χρόνο και επιταχύνουν τους ρυθμούς εσωτερικών ανακατατάξεων. Αυτό που παλαιότερα, στα χρόνια της ευημερίας, περνούσε σχεδόν απαρατήρητο τώρα σηματοδοτείται και νοηματοδοτείται με ένα διαφορετικό φως. Τι θέλω να πω: το τμήμα της οδού Σταδίου από την πλατεία Κλαυθμώνος μέχρι την Ομόνοια ήταν πάντα, και με τη λέξη «πάντα» εννοώ αυτό που μου επιτρέπει η προσωπική εμπειρία, δηλαδή από το 1980 και μετά, μια μάλλον απαξιωμένη εμπορικά ζώνη με επιμέρους προβληματικά σημεία. Σήμερα που η κρίση έχει ζωηρέψει τα αντανακλαστικά μας η αναβάθμιση της Σταδίου και μιας πολύ ευρύτερης ζώνης του κέντρου αναβιβάζεται σε κεντρικό πολιτικό αίτημα. Νοιαζόμαστε περισσότερο γιατί η υποχρεωτική αποχή από καταναλωτικές συνήθειες του παρελθόντος και μια πολύ προσωπική ερμηνεία της λέξης «ευημερία» κατά βάθος διευρύνουν το πεδίο των ενδιαφερόντων μας και μας κάνει καλύτερους πολίτες.

Νέες εμπειρίες

Η αρχική οργή για την απώλεια εισοδήματος και προοπτικής εξελίσσεται για πολλούς Αθηναίους σε δημιουργική αναζήτηση μέσα από διαφορετικά ή νέα κανάλια. Στην αρχή μοιάζει με στοίχημα επιβίωσης αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όταν το μοντέλο μιας καλά προστατευμένης ιδιωτικής ευημερίας βάλλεται, ένας κόσμος στρέφεται στη δημόσια σφαίρα αναζητώντας δημιουργικές διεξόδους, συναναστροφή, νέες εμπειρίες, ελπίδα και προοπτική για το μέλλον. Η Αθήνα είναι μόνο κερδισμένη από μία τέτοια εξέλιξη.

Κι αφού το πήραμε απόφαση ότι αυτή είναι η πόλη μας και καλώς ή καλώς (καλώς για μένα) δεν θα γίνουμε ποτέ Βαρκελώνη ή Βιέννη όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν / συνειδητοποιούμε πως αντί να γυρεύουμε χίμαιρες καλό θα είναι να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με ό,τι έχουμε στα χέρια μας. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 επικρατούσε στην Αθήνα μια άλλου είδους νοσταλγία που προσωρινά είχε αντικαταστήσει τη νοσταλγία για το χωριό: τη νοσταλγία για την Αθήνα ως χωριό, τα κατεδαφισμένα νεοκλασικά, την αμόλυντη και εξιδανικευμένη Αθήνα των ελληνικών ταινιών πριν από την αντιπαροχή. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, μια εξίσου επιζήμια συναισθηματική αντίδραση, φυσική και κατανοητή, μέχρι ενός βαθμού που πάλι εγκλώβιζε δημιουργικούς ανθρώπους σε ένα παθητικό κανάλι ματαίωσης και αυτολύπησης. Αχ, η Αθήνα που χάσαμε!

Σήμερα που ο βαθμός αστικής συνειδητότητας έχει διαγράψει σημαντικούς κύκλους ωρίμανσης έχει γίνει κατανοητό σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα ότι ο πλούτος και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Αθήνας δεν μπορούν να ανιχνευθούν στα απατηλά όνειρα περί επιστροφής στο χαμένο οριστικά νεοκλασικό μας παρελθόν, αλλά στην ανάδειξη του δυναμισμού της μεσογειακής μητρόπολης της ανατολικής Μεσογείου σε πνεύμα κοινής λογικής, συστράτευσης και επιχειρηματικής αφύπνισης. Η επαφή με την πραγματικότητα, η επένδυση στον ρεαλισμό μεταδίδει ένα πολυσήμαντο μήνυμα: αν η πόλη που μας παραδόθηκε δεν χρειάζεται υποχρεωτικά να κατεδαφιστεί για να μπορέσουμε επιτέλους να ζήσουμε όπως θα θέλαμε αλλά επιδέχεται σημαντικών και ευεργετικών για την καθημερινότητά μας βελτιώσεων τότε μπορεί κι εμείς, οι ανώνυμοι πολίτες να έχουμε κάτι να κάνουμε εδώ. Η συμμετοχή και η δράση σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Αθήνα. Οι αφετηρίες είναι πολλές και οι διακλαδώσεις ακόμα περισσότερες. Μέσα σε αυτό το κάδρο τοποθετώ και την ανάγκη μας να διαβάσουμε για την Αθήνα, να μάθουμε την Αθήνα. Αυτή τη φορά όχι για να θρηνήσουμε τι χάσαμε. Αλλά για να αισθανθούμε ζωντανοί κρίκοι μιας αέναης αλυσίδας που έρχεται από πολύ μακριά και εξελίσσεται, τώρα, μαζί μας.

Δεν είναι θέμα υπερηφάνειας. Είναι θέμα να ξέρεις ποιος είσαι και που θέλεις να πας.