58ο Φεστιβαλ Κινηματογραφου Θεσσαλονικης
Διεισδυτικό, διεθνές και πρωτοποριακό

Η τελετή έναρξης του φεστιβάλ και σε νοηματική γλώσσα.
Η τελετή έναρξης του φεστιβάλ και σε νοηματική γλώσσα. | © Motionteam

Για πρώτη φορά στη μακρά ιστορία του, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έβαλε αυτή τη χρονιά στη σημαντικότερη κατηγορία του, το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα, ένα ζήτημα: την ανάγκη του ανθρώπου να ριζώσει. Ωστόσο αυτή δεν ήταν η μόνη καινοτομία που είχε να επιδείξει η 58η διοργάνωση του πιο σημαντικού κινηματογραφικού φεστιβάλ της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

«Φέτος θέλουμε να δούμε αυτό που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Να αφουγκραστούμε τις νέες τάσεις, να τιμήσουμε τις νέες τεχνολογίες και να συνομιλήσουμε με τις άλλες τέχνες».

Με αυτά τα λόγια η διευθύντρια του φεστιβάλ, Ελίζ Ζαλαντό, προετοίμασε το κοινό στην τελετή έναρξης για τις καινοτομίες που είχαν αποφασιστεί γι’ αυτή τη χρονιά. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, το φεστιβάλ, που διήρκεσε από τις 2 έως τις 12 Νοεμβρίου και παρουσίασε πάνω από 250 ταινίες, αντεπεξήλθε πράγματι στην αξίωση που έθεσε η Ζαλαντό και απέδειξε πως διαθέτει δυναμικό για καινοτομίες. Έτσι, το φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης εγκαινίασε φέτος, ως ένα από τα πρώτα φεστιβάλ παγκοσμίως, και ένα διαγωνιστικό τμήμα για ταινίες Virtual Reality.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ αλλες ΤΕΧΝΕΣ

Παρ’ όλα αυτά, οι κεραίες του φεστιβάλ δεν στράφηκαν μόνο προς τις νέες τεχνολογίες. Αυτή τη χρονιά, η διοργάνωση καλλιέργησε εντονότερα από ποτέ άλλοτε το διάλογο με άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως τη λογοτεχνία, το θέατρο και τις εικαστικές τέχνες. Αυτό αποτυπώθηκε πιο αισθητά στην καρδιά του φεστιβάλ, το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα.
Μέχρι τώρα, στο διαγωνισμό έπαιρναν μέρος κυρίως οι πρώτες ή οι δεύτερες ταινίες νέων ταλέντων στη σκηνοθεσία, από όλο τον κόσμο. Αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη του φεστιβάλ (το οποίο ιδρύθηκε το 1960 ως εθνικό κινηματογραφικό φεστιβάλ) σε ένα από τα σημαντικότερα παγκοσμίως fora για νέους κινηματογραφιστές. Στον προσανατολισμό αυτό, της ανακάλυψης νέων ταλέντων δηλαδή, επιμένει και η νέα διεύθυνση του φεστιβάλ, που στελεχώθηκε το 2016 γύρω από τη Ζαλαντό και τον καλλιτεχνικό διευθυντή Ορέστη Ανδρεαδάκη. Φέτος, ωστόσο, οι τυπικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα συμπληρώθηκαν από ένα κριτήριο επιλογής που αφορούσε ρητά το περιεχόμενο.

«Το ριζωμα ειναι μαλλον η πιο σημαντικη, αλλα και η πιο παραγνωρισμενη αναγκη της ανθρωπινης ψυχης».

Η ρήση αυτή, την οποία διατύπωσε η Γαλλίδα φιλόσοφος Σιμόν Βέιλ (1909-1943), αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για την επιλογή των ταινιών του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος, που αυτή τη χρονιά ήταν 14. Η Βέιλ ασχολήθηκε με το ρίζωμα με αφορμή τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις διαδικασίες ξεριζωμού που αυτός προκάλεσε. Περιέγραψε το ρίζωμα ως πραγματική, ενεργή και φυσική συμμετοχή ενός ανθρώπου σε μια κοινότητα. Το ότι η ανάγκη αυτή για ρίζωμα είναι παγκόσμια και διαχρονική αλλά και ότι έρχεται σε σύγκρουση με την εξίσου έντονη επιθυμία για αυτοπροσδιορισμό καθιστούν σαφές οι διδακτικές και συχνά βασανιστικές ιστορίες των ηρώων στις ταινίες του διαγωνισμού.

Ο ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Ιδιαίτερα οδυνηρή είναι, για παράδειγμα, η απεγνωσμένη προσπάθεια του πείσμονα αγρότη Άγκνε στη σουηδική ταινία Korparna (Κοράκια) να κρατηθεί με νύχια και με δόντια στη μη κερδοφόρα φάρμα του. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να πριονίσει το ίδιο του το δάχτυλο, για να αναγκάσει το γιο του να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στις δουλειές του αγροκτήματος. Ωστόσο, ο αυτο-ακρωτηριασμός αποδεικνύεται μάταιος. Η ελπίδα του Άγκνε να παραδώσει τα ηνία της φάρμας στη νέα γενιά διαψεύδεται. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γενς Ασσούρ διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στη σουηδική ύπαιθρο. Για το οικογενειακό δράμα που εκτυλίσσεται με φόντο τις πολύ δυνατές εικόνες της φύσης η κριτική επιτροπή του φεστιβάλ τού έδωσε –και δικαίως– το βραβείο Καλύτερης Ταινίας.
 

Με το μικρόκοσμο της οικογένειας ασχολούνται επίσης οι περισσότερες από τις άλλες διαγωνιζόμενες ταινίες. Η Γερμανίδα σκηνοθέτιδα Σόνια Μαρία Κραίνερ, στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο Sommerhäuser [Εξοχικές κατοικίες], ταξιδεύει πίσω στη δεκαετία του 1970 και μας βάζει μέσα στο υποτιθέμενα ειδυλλιακό σκηνικό μιας δυτικογερμανικής μεγάλης οικογένειας, η οποία κάθε χρόνο περνά το καλοκαίρι της στον κήπο της προγιαγιάς. Οι τρεις γενιές της οικογένειες συναντιούνται το πολύ ζεστό καλοκαίρι του 1976, όμως αυτή τη φορά οι κοινές διακοπές φαίνεται πως δεν ξεκινούν με καλούς οιωνούς. Η προγιαγιά Σοφία έχει πεθάνει πρόσφατα και ανάμεσα στα άλλα μέλη της οικογένειας πυροδοτούνται μέσα στην εξαντλητική ζέστη συγκρούσεις που σοβούσαν για καιρό.
 
Με το Sommerhäuser η Κραίνερ όχι μόνο πέτυχε ένα εξαιρετικό οικογενειακό ψυχογράφημα, αλλά παράλληλα συνέθεσε και μια άρτια εικόνα της δεκαετίας του 1970, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Η Κραίνερ δεν έλαβε μεν βραβείο στη Θεσσαλονίκη, αλλά κέρδισε πολλά από την τριήμερη διαμονή της εκεί. Παρουσίασε για πρώτη φορά την ταινία της σε ένα ξένο κοινό, οι αντιδράσεις του οποίου ήταν καθ’ όλα θετικές. Εκείνο που της έκανε κυρίως εντύπωση ήταν το πόσο οικείες αναμνήσεις ξύπνησε στο ελληνικό κοινό το πορτρέτο μιας αστικής οικογένειας της παλιάς Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπως αυτό που εκείνη σκιαγράφησε.
 

Η σκηνοθέτιδα ενθουσιάστηκε επίσης με την καλή οργάνωση του φεστιβάλ και το γεγονός ότι το πρόγραμμά του χαρακτήριζαν κυρίως οι ανεξάρτητες διεθνείς παραγωγές.
 
Ωστόσο το φεστιβάλ λειτουργούσε ανέκαθεν και ως μια πλατφόρμα για την παρουσίαση σύγχρονων παραγωγών που έχουν γυριστεί στην Ελλάδα. Υποψήφιες στο διαγωνιστικό τμήμα ήταν μάλιστα τρεις ελληνικές ταινίες. Την πιο μεγάλη εντύπωση έκανε η ταινία μεγάλου μήκους Ο γιος της Σοφίας, της Ελίνας Ψύκου, που είχε ήδη διακριθεί στο φημισμένο φεστιβάλ Tribeca με το βραβείο Καλύτερης Ταινίας. Στην ταινία, ο 11χρονος Μίσα ταξιδεύει το καλοκαίρι του 2004 από τη Ρωσία στην Αθήνα, για να ζήσει ξανά με τη μητέρα του ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα αποχωρισμού. Στην καινούργια του πατρίδα όμως δεν τον περιμένει μόνο η μητέρα του αλλά και ένας νέος πατέρας.
 

Το ελληνικό πρόγραμμα περιελάμβανε συνολικά 33 σύγχρονες ταινίες. Άλλη μία που προσέλκυσε το ενδιαφέρον ήταν το θρίλερ Love Μe Νot του Αλέξανδρου Αβρανά, ο οποίος μετά το Miss Violence (2013) επέλεξε να παρουσιάσει ακόμη μία αλληγορία της ηθικής παρακμής της ελληνικής κοινωνίας.
Εξαιρετικά θετικές εντυπώσεις άφησε και η νέα σκηνοθετική δουλειά του Χρίστου Γεωργίου. Η ελληνογερμανική συμπαραγωγή Happy Birthday πραγματεύεται τη συγκρουσιακή σχέση ενός αστυνομικού με την κόρη του που υποστηρίζει και σχετίζεται με τον αθηναϊκό αναρχικό «χώρο». Η μεγαλύτερη ανακάλυψη του φεστιβάλ ωστόσο ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους του Βασίλη Χριστοφιλάκη με τίτλο Too Much Info Clouding Over My Head. Η ανατρεπτική no budget κωμωδία με ήρωα έναν νευρωτικό σκηνοθέτη που πασχίζει να βρει χρήματα για την υλοποίηση ενός κινηματογραφικού πρότζεκτ χάρισε στον Χριστοφιλάκη τρία από τα δευτερεύοντα βραβεία του φεστιβάλ.
 

ΜΙΑ ΑΥΡΑ ΑΠΟ ΜΠΕΡΛΙΝΑΛΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΚΑΝΝΕΣ

Αίσθηση προκάλεσαν και τα αφιερώματα στους δύο auteurs, την Ίλντικο Ενιέντι από την Ουγγαρία και τον Ρούμπεν Έστλουντ από τη Σουηδία. Η Ενιέντι κέρδισε με το On Body and Soul (Η ψυχή και το σώμα) τη Χρυσή Άρκτο στη φετινή Μπερλινάλε, ενώ ο Έστλουντ βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες για The Square (Το Τετράγωνο). Η παρουσία και μόνο αυτών των σημαντικών προσωπικοτήτων του κινηματογράφου μαρτυρά την εξαιρετική φήμη που απολαμβάνει το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης στον διεθνή κινηματογραφικό χώρο – φήμη που δικαίωσε και με το παραπάνω στην 58η διοργάνωσή του.
 
Με περισσότερες από 250 ταινίες από όλο τον κόσμο, προσέφερε και αυτή τη χρονιά μια αντιπροσωπευτική εικόνα της σύγχρονης εθνικής και διεθνούς φιλμικής παραγωγής. Την παρουσίαση των ταινιών πλαισίωσε ένα πλούσιο πρόγραμμα παράλληλων εκδηλώσεων, μεταξύ των οποίων η εμπνευσμένη από τις 14 ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος εικαστική έκθεση με τίτλο Το Ρίζωμα: 14 ταινίες, 14 ιδέες, 14 ρίζες της ψυχής που επιμελήθηκε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης. Αν σκεφτεί κανείς ότι το φιλόδοξο αυτό πρόγραμμα έπρεπε να υλοποιηθεί με τον σχετικά χαμηλό προϋπολογισμό των 700.000 ευρώ, τότε οι επιδόσεις της ομάδας της Ζαλαντό και του Ανδρεαδάκη αξίζουν ακόμη μεγαλύτερο έπαινο.