«Το Ρολόι» - Part 2
Κοινή μνήμη κατά του Νεοναζισμού

Ο Έλληνας Βασίλης Παπαθεοδώρου και ο Γερμανός Daniel Höra
Ο Έλληνας Βασίλης Παπαθεοδώρου και ο Γερμανός Daniel Höra | Foto: Giorgos Mavropoulos / Daniel Höra

Ο Έλληνας Βασίλης Παπαθεοδώρου και ο Γερμανός Daniel Höra, ο καθένας στη χώρα του πολυδιαβασμένος και πολιτικά αφυπνισμένος συγγραφέας νεανικών βιβλίων, συνέθεσαν από κοινού μια ιστορία σε δυο μέρη για τη διαδικτυακή Πύλη του Ινστιτούτου μας. Το διήγημα πραγματεύεται την συνάντηση δυο νέων ανθρώπων κατά την διάρκεια της Κατοχής, μέσα από την οποία καθίσταται σαφής η σπουδαιότητα της πληροφόρησης γύρω από τον κίνδυνο του Εθνικοσοσιαλισμού ακόμα και 70 χρόνια μετά.

ΤΟ ΡΟΛΟΪ - Μέρος β’
του Βασίλη Παπαθεοδώρου

Αθήνα 2012
Κάθονταν ο ένας απέναντι από τον άλλον. Αμίλητοι. Το ΑΓΟΡΙ και ο ΘΑΝΑΤΟΣ του τότε, ο Έλληνας κι ο Γερμανός του τώρα. Δυο αδύναμα γεροντάκια που κοίταζε το ένα το άλλο, έντονο βλέμμα παρά την ηλικία, καστανά μάτια, γαλάζια μάτια, μάτια που μιλούσαν. Δεν είχαν και πολλά να πουν ή ίσως να είχαν να πουν τα πάντα. Κανείς δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Ίσως από κείνη τη μέρα, την τελευταία μέρα που ο ένας θα ήταν το ΑΓΟΡΙ και ο άλλος ο ΘΑΝΑΤΟΣ. Από τη στιγμή που ξαναγεννήθηκαν. Από τη μέρα που κανείς τους πλέον δε θα ήταν ο ίδιος.

Δίπλα τους στο σαλόνι η τηλεόραση έπαιζε χωρίς ήχο, πρόβαλε εικόνες για τις εκλογές που θα γίνονταν σε λίγες μέρες. Ένα ρεπορτάζ έδειχνε χέρια που χαιρετούσαν ναζιστικά, αγκυλωτούς σταυρούς, τατουάζ, κοντοκουρεμένα μαλλιά, μεγάλα μπράτσα. Πανό που έγραφαν «Ζήτω η Ελλάδα!». Όπως και τότε ίσως. «Ζήτω η Γερμανία».

Ο εγγονός του Γερμανού προσπαθούσε να γεμίσει το κενό, μιλώντας και στις δύο γλώσσες εναλλάξ, εξηγώντας πώς, μετά από αναζητήσεις χρόνων, κατάφερε να εντοπίσει τον Έλληνα, πώς έπεισε τον παππού του να κάνει αυτό το ταξίδι σε αυτή την ηλικία, πώς αποφάσισε ο ίδιος να σπουδάσει αρχαιολογία. Ήταν η γέφυρα μεταξύ δυο άγνωστων ανθρώπων, δυο ανθρώπων που δεν ήταν φίλοι, ούτε εχθροί, ούτε καν γνωστοί, αλλά που είχαν ξαναγεννηθεί μαζί, πριν από 70 χρόνια. Ίσως και να αισθάνονταν σαν αδέλφια μεταξύ τους, από αυτά που τα είχε χωρίσει ο Πόλεμος και βρίσκονται χρόνια μετά, χωρίς να έχουν τι να πουν, και προσπαθώντας να καταλάβει ο ένας τον άλλον μέσα από τα μάτια.

«Ξέρετε, ο παππούς μου πάντα σας σκεπτόταν και σας ανέφερε… Ήθελε να σας γνωρίσει».

Ο Έλληνας χαμογέλασε.

«Ευχαριστώ», είπε. Και μετά από λίγες στιγμές παύσης, «μετάφρασέ το, σε παρακαλώ. Πες του, τον ευχαριστώ».

Ο εγγονός χαμογέλασε και γύρισε προς τον παππού του για να του μεταφράσει. Ο Γερμανός έκανε μια κίνηση με το χέρι του και τον σταμάτησε.

«Ευχαριστώ…εγώ», είπε σε σπαστά ελληνικά.

Για τα επόμενα λεπτά δεν ακουγόταν τίποτα άλλο στο σαλόνι, παρά μόνο τα φλυτζάνια του καφέ που τα ακούμπαγαν στο πιατάκι τους. Και το ρυθμικό χτύπημα του ρολογιού «Τικ-τακ. Τικ-τακ. Ένα δευτερόλεπτο, δέκα λεπτά, είκοσι μήνες, εβδομήντα χρόνια.

«Ρολόγια! Τα ρολόγια!», είπε ο Γερμανός και γέλασε. Και μαζί μ’ αυτόν, χωρίς να κοιτάξει προς τον τοίχο, γέλασε κι ο Έλληνας. «Ναι, τα ρολόγια». Ο εγγονός δεν κατάλαβε.

Ξαφνικά ο Έλληνας ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα του, σαν να είχε ξεχάσει κάτι. Έκανε νεύμα στον Γερμανό να τον ακολουθήσει. Ο τελευταίος σηκώθηκε από τον καναπέ με τη βοήθεια του εγγονού του.

«Με συγχωρείτε, είναι λίγο ακατάστατα εδώ μέσα», είπε ο Έλληνας για να δικαιολογηθεί. «Εγώ έχω το δικό μου δωμάτιο, το σπίτι είναι του γιου μου, ζούμε εδώ τέσσερα άτομα, είναι η νύφη μου κι ο εγγονός μου ακόμα», ήταν σαν να μονολογούσε στο διάδρομο προς το δωμάτιο του εγγονού του. Κατόπιν στράφηκε στον νεαρό Γερμανό.

«Δυστυχώς δεν είναι σαν και εσάς», είπε στο νεαρό αρχαιολόγο, αφήνοντάς τον απορημένο.

Στο τέρμα του διαδρόμου άνοιξε την πόρτα ενός δωματίου δεξιά. Κοντοστάθηκε.

«Ίσως είναι καλύτερα να περιμένετε για λίγο, δε θα αργήσω», είπε σαν να είχε μετανιώσει για την αρχική του παρόρμηση να τους φωνάξει να τον ακολουθήσουν.

Ο Έλληνας μπήκε μέσα στο δωμάτιο του εγγονού του και άνοιγε τα συρτάρια του γραφείου του.

«Κάπου εδώ το έχει βάλει…», μονολογούσε.

Από την μισάνοιχτη πόρτα ο Γερμανός κι ο νεαρός έριξαν μια ματιά στο δωμάτιο. Διέκριναν κάποιες αφίσες στον τοίχο. Ήταν ο Χίτλερ, εικόνες από διακριτικά των SS, σβάστικες. Ο ηλικιωμένος Γερμανός έσπρωξε την πόρτα να ανοίξει. Έκανε ένα βήμα προς τα μέσα κοιτώντας κατάπληκτος το δωμάτιο. Γερμανικά κράνη του 2ου Παγκοσμίου, σιδηρογροθιές, γκλομπς, ο χάρτης της ναζιστικής Ευρώπης, σημαίες…

Ένιωσε τα μάτια του να τσούζουν.

«Εδώ είναι, το βρήκα», άκουσε τον Έλληνα να λέει, ανοίγοντας ένα κουτί. Στο χέρι του κρατούσε κάτι. Ήταν ένα ρολόι. Ήταν το ρολόι.

Το ΑΓΟΡΙ πλησίασε τον ΘΑΝΑΤΟ. Του έπιασε το χέρι και του έβαλε στην παλάμη το χρυσό ρολόι με τον αγκυλωτό σταυρό.

«Αυτό είναι δικό σου», του είπε κοιτώντας τον στα μάτια.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ όμως περιεργαζόταν το δωμάτιο, τις αφίσες, τα αντικείμενα, τα όπλα. Τα γαλανά μάτια του ζωντάνεψαν, σαν σα έβγαζαν σπίθες.

Το ΑΓΟΡΙ ακολούθησε το βλέμμα του στο δωμάτιο.

«Λυπάμαι… είναι παιδί», προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

«Κι εμείς είμασταν παιδιά τότε», απάντησε ο ΘΑΝΑΤΟΣ κοφτά.

Πήρε το παλιό ρολόι και το έφερε μπροστά στα μάτια του. Το κοίταξε για μια τελευταία φορά, μετά από 70 χρόνια και το πέταξε στο πάτωμα. Άρχισε να το πατά με όλη του τη δύναμη, γυαλάκια και μικροσκοπικά εξαρτήματα πετάγονταν στο δωμάτιο.

Το ΑΓΟΡΙ κοίταξε αρχικά τον ΘΑΝΑΤΟ απορημένο. Κατόπιν ο Έλληνας άρχισε να χαμογελά στο Γερμανό.

«Σ’ αυτήν την ηλικία, είναι το μόνο ίσως που μπορώ να κάνω πια», είπε ο Γερμανός με μια μελαγχολία στη φωνή του.

Ο εγγονός του μετέφρασε.

«Έχεις κάνει ήδη πάρα πολλά… για μένα», είπε ο Έλληνας με έναν κόμπο στη φωνή του.

Ο νεαρός Γερμανός μετέφρασε και μετά έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, βγαίνοντας από το δωμάτιο. 

Είδε τους δυο ηλικιωμένους ανθρώπους να αγκαλιάζονται και να κλαίνε στα βουβά, προτού κλείσει από σεβασμό την πόρτα, για να τους αφήσει μόνους τους.
 

Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου είναι απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών και σπούδασε κατόπιν μεταλλουργός και χημικός μηχανικός, ενώ έκανε και μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Για το νεανικό του μυθιστόρημα «Στη διαπασών» διακρίθηκε το 2010 με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου. Το βιβλίο αυτό χρησιμοποιείται από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου ως διδακτικό υλικό στην μετεκπαίδευση εκπαιδευτικών.


Με πρόσκληση του Goethe-Institut Θεσσαλονίκης, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου και ο Daniel Höra συναντήθηκαν στην 11η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης και συζήτησαν με μαθητές για το θέμα: «Προσοχή Βία!»